Επιβαρύνσεις έως και 10 λεπτά θα δουν ακριβότερη τη βενζίνη οι καταναλωτές από το 2026.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, με την εφαρμογή δύο φιλόδοξων αλλά και αμφιλεγόμενων πολιτικών —του Μηχανισμού Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα (CBAM) και του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών 2 (ΣΕΔΕ2)— επιδιώκει τη δραστική μείωση των εκπομπών ρύπων. Ωστόσο, οι πρωτοβουλίες αυτές ενδέχεται να υπονομεύσουν την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας και να οδηγήσουν σε σημαντική αύξηση του κόστους ζωής για πολίτες και επιχειρήσεις.
Ο μηχανισμός CBAM, που τέθηκε σε εφαρμογή τον Οκτώβριο του 2023 και βρίσκεται μέχρι το τέλος του 2025 σε μεταβατική φάση, στοχεύει στην αποτροπή της λεγόμενης «διαρροής άνθρακα» – της μεταφοράς δηλαδή παραγωγικών δραστηριοτήτων σε χώρες με χαλαρότερα περιβαλλοντικά πρότυπα. Μέσω της επιβολής τέλους στις εισαγωγές συγκεκριμένων προϊόντων υψηλής έντασης άνθρακα, όπως σίδηρος, χάλυβας, αλουμίνιο, τσιμέντο και ηλεκτρική ενέργεια, η Ε.Ε. επιδιώκει να διασφαλίσει ίσους όρους ανταγωνισμού για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που ήδη επωμίζονται το κόστος της πράσινης πολιτικής.
Από το 2026, οι εισαγωγές προϊόντων αυτών θα συνοδεύονται από υποχρεωτική πληρωμή τελών βάσει της τιμής άνθρακα της Ε.Ε. και του περιβαλλοντικού αποτυπώματος των εξαγωγικών χωρών. Παρότι, σύμφωνα με μελέτη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η επίδραση στο συνολικό εμπόριο της Ένωσης αναμένεται περιορισμένη (0,1% αύξηση στο κόστος εισαγωγών), για επιμέρους χώρες και προϊόντα οι συνέπειες μπορεί να είναι πολύ πιο έντονες – με το κόστος σε ορισμένες περιπτώσεις να υπερβαίνει το 1%.
Στην Ελλάδα, η συνολική έκθεση στον μηχανισμό CBAM κρίνεται χαμηλή, καθώς μόνο το 4,5% των συνολικών εισαγωγών αφορά προϊόντα που υπάγονται στο μέτρο, με το σχετικό κόστος να αντιστοιχεί μόλις στο 0,1% του ΑΕΠ. Ωστόσο, οι επιπτώσεις εντοπίζονται έντονα σε συγκεκριμένους κλάδους. Το 89% του αλουμινίου και το 75% του σιδήρου και χάλυβα που εισάγονται προέρχονται από τρίτες χώρες, γεγονός που καθιστά τις ελληνικές επιχειρήσεις σε αυτούς τους τομείς ιδιαίτερα ευάλωτες. Ενδεικτικά, το επιπλέον κόστος για τις εισαγωγές βασικού αλουμινίου εκτιμάται στο 3,9%, για τον σίδηρο και χάλυβα στο 2,9%, ενώ για το τσιμέντο και τα συναφή προϊόντα αγγίζει το 19,7%.
Παράλληλα, έρχεται να προστεθεί και η εφαρμογή του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών 2 (ΣΕΔΕ2) από την 1η Ιανουαρίου 2027, το οποίο επεκτείνει το κόστος εκπομπών και σε τομείς όπως η θέρμανση κτιρίων, οι οδικές μεταφορές και οι μικρές βιομηχανίες. Με την επιβολή φόρου άνθρακα στα ορυκτά καύσιμα, το μέτρο αποσκοπεί στη μείωση των εκπομπών κατά 42% μέχρι το 2030, σε σύγκριση με το 2005.
Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Εταιρειών Εμπορίας Πετρελαιοειδών, η συνολική ετήσια επιβάρυνση για τους Έλληνες καταναλωτές, αν η τιμή του CO2 παραμείνει στα 45 ευρώ ανά τόνο, εκτιμάται στα 800 εκατ. ευρώ. Τα νοικοκυριά θα δεχθούν νέο πλήγμα, με εκτιμώμενες αυξήσεις της τάξης των 10,2 λεπτών ανά λίτρο για τη βενζίνη, 11,3 για το πετρέλαιο κίνησης και 14 για το μαζούτ.
Για την απορρόφηση των κοινωνικών επιπτώσεων του ΣΕΔΕ2, η Ε.Ε. έχει θεσπίσει το Κοινωνικό Κλιματικό Ταμείο, με προϋπολογισμό 65 δισ. ευρώ, εκ των οποίων το 5,52% αναλογεί στην Ελλάδα.