Oι φοροελαφρύνσεις, αν και ευπρόσδεκτες, λειτουργούν περισσότερο ως μερική ανακούφιση παρά ως λύση που αντισταθμίζει το βάρος των νοικοκυριών.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοίνωσε από το βήμα της ΔΕΘ αλλαγές στη φορολογική κλίμακα που θα ισχύσουν από το επόμενο έτος, με μειώσεις συντελεστών για όλα τα εισοδήματα και πρόσθετες ελαφρύνσεις για οικογένειες με παιδιά. Το μέτρο παρουσιάστηκε ως μία ουσιαστική παρέμβαση στήριξης της μεσαίας τάξης και ιδιαίτερα των νέων γονιών, οι οποίοι δοκιμάζονται από το αυξημένο κόστος ζωής. Ωστόσο, όταν το νέο φορολογικό καθεστώς συγκριθεί με το πραγματικό κόστος ανατροφής ενός παιδιού στην Ελλάδα, γίνεται σαφές ότι οι ελαφρύνσεις, αν και ευπρόσδεκτες, λειτουργούν περισσότερο ως μερική ανακούφιση παρά ως λύση που αντισταθμίζει το βάρος των νοικοκυριών.
Σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, οι μηνιαίες δαπάνες ενός μέσου ζευγαριού χωρίς παιδιά το 2022 ανέρχονταν περίπου στα 1.340 ευρώ. Την ίδια χρονιά, ένα νοικοκυριό με ένα παιδί κατέγραφε μέσες δαπάνες της τάξης των 2.385 ευρώ, δηλαδή σχεδόν 1.050 ευρώ περισσότερα τον μήνα. Αν υπολογιστεί και η επίδραση του πληθωρισμού η επιβάρυνση από την ύπαρξη ενός παιδιού φτάνει σε σημερινές τιμές τα 12.941 ευρώ τον χρόνο. Με άλλα λόγια, ένα παιδί αυξάνει τις ανάγκες του οικογενειακού προϋπολογισμού κατά περίπου 1.080 ευρώ κάθε μήνα. Αυτό σημαίνει πως σε βάθος 18 ετών, μέχρι το παιδί να ενηλικιωθεί, μια μέση ελληνική οικογένεια θα έχει δαπανήσει σχεδόν 233.000 ευρώ για την ανατροφή του.
Νέα φορολογική κλίμακα
Απέναντι σε αυτά τα δεδομένα, οι φορολογικές ελαφρύνσεις που εξαγγέλθηκαν μοιάζουν μικρές, ακόμα και αν πρόκειται για σημαντική μεταρρύθμιση σε σχέση με το ισχύον καθεστώς. Η νέα φορολογική κλίμακα προβλέπει για όλους 9% φόρο στα πρώτα 10.000 ευρώ εισοδήματος, 20% για τα επόμενα 10.000 ευρώ, 26% για το τμήμα έως 30.000 ευρώ, 34% έως 40.000 ευρώ, 39% για το τμήμα από 40.001 έως 60.000 ευρώ και 44% για τα υψηλότερα εισοδήματα.
Για τις οικογένειες με παιδιά, προβλέπονται ακόμη μεγαλύτερες μειώσεις στο τμήμα εισοδήματος 10.000–20.000 ευρώ. Ο συντελεστής παραμένει στο 20% για όσους δεν έχουν παιδιά, μειώνεται στο 18% με ένα παιδί, στο 16% με δύο, κατεβαίνει στο 9% με τρία και μηδενίζεται για τους πολύτεκνους με τέσσερα ή περισσότερα. Αυτό σημαίνει ότι μια οικογένεια με δύο παιδιά και ετήσιο εισόδημα 20.000 ευρώ θα έχει όφελος περίπου 600 ευρώ. Μια τρίτεκνη οικογένεια με το ίδιο εισόδημα θα κερδίσει 1.300 ευρώ, ενώ μια τετραμελής με τέσσερα παιδιά θα δει τον φόρο της να μειώνεται κατά 1.680 ευρώ.
Τα οφέλη
Στα μεσαία εισοδήματα των 30.000 ευρώ, τα οφέλη κλιμακώνονται: χωρίς παιδιά η ελάφρυνση είναι 400 ευρώ, με ένα παιδί φτάνει τα 800 ευρώ, με δύο παιδιά στα 1.200 ευρώ, με τρία στα 2.100 ευρώ, ενώ οι πολύτεκνες οικογένειες με τέσσερα παιδιά θα κερδίσουν 4.100 ευρώ τον χρόνο. Σε εισοδήματα των 50.000 ευρώ, η μείωση του συντελεστή από 44% στο 39% αποδίδει περισσότερα από 2.500 ευρώ όφελος για όσους δεν έχουν παιδιά, με τις οικογένειες να κερδίζουν ακόμη περισσότερα ανάλογα με τον αριθμό τέκνων.
Παρά τα φαινομενικά εντυπωσιακά ποσά, η πραγματικότητα του οικογενειακού προϋπολογισμού δείχνει πως οι ελαφρύνσεις καλύπτουν μόνο ένα μικρό μέρος του κόστους ανατροφής ενός παιδιού.
Παραδείγματα
Εάν συγκρίνουμε το ετήσιο πρόσθετο βάρος των 12.941 ευρώ που απαιτεί η ανατροφή ενός παιδιού με το όφελος των 800 ευρώ για οικογένεια με ένα παιδί και εισόδημα 30.000 ευρώ, ή με τα 600 ευρώ για οικογένεια με δύο παιδιά και εισόδημα 20.000 ευρώ, διαπιστώνουμε ότι η ανακούφιση αντιστοιχεί σε μόλις 5% έως 7% του πραγματικού κόστους. Ακόμη και στην πιο ευνοϊκή περίπτωση πολύτεκνης οικογένειας με τέσσερα παιδιά και εισόδημα 30.000 ευρώ, όπου η ελάφρυνση αγγίζει τα 4.100 ευρώ, το ποσό καλύπτει λιγότερο από το ένα τρίτο της ετήσιας επιβάρυνσης για ένα μόνο παιδί.
Αν μάλιστα το ίδιο παράδειγμα εξεταστεί σε επίπεδο ζευγαριού, όπου και οι δύο γονείς δηλώνουν ατομικό εισόδημα 30.000 ευρώ, τότε το συνολικό όφελος για την οικογένεια με τέσσερα παιδιά φτάνει τα 8.200 ευρώ τον χρόνο. Πρόκειται για ένα σημαντικό ποσό, που ισοδυναμεί με πάνω από έναν μισθό για τον καθένα από τους δύο γονείς. Ωστόσο, ακόμη και σε αυτή την ακραία περίπτωση, η συνολική επιβάρυνση της οικογένειας με τέσσερα παιδιά ξεπερνά τις 51.000 ευρώ ετησίως, οπότε η ελάφρυνση περιορίζεται περίπου στο 16% του πραγματικού κόστους. Το υπόλοιπο 84% συνεχίζει να βαραίνει αποκλειστικά τον οικογενειακό προϋπολογισμό.
Σε μια άλλη περίπτωση, ενός ζευγαριού με δύο παιδιά και ατομικό εισόδημα 20.000 ευρώ ο καθένας, το όφελος ανέρχεται στα 600 ευρώ ανά γονέα, δηλαδή 1.200 ευρώ συνολικά. Συγκριτικά με την ετήσια επιβάρυνση των 25.882 ευρώ για δύο παιδιά, η ανακούφιση αυτή ισοδυναμεί με περίπου 4,6% του κόστους. Με απλά λόγια, οι γονείς συνεχίζουν να καλύπτουν από την τσέπη τους πάνω από 24.000 ευρώ τον χρόνο.
Ακόμη πιο χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της τρίτεκνης οικογένειας με εισόδημα 20.000 ευρώ ανά γονέα. Το ετήσιο φορολογικό όφελος είναι 1.300 ευρώ για τον καθένα, δηλαδή 2.600 ευρώ συνολικά. Αντίστοιχα, η ετήσια επιβάρυνση του νοικοκυριού για τρία παιδιά ανέρχεται σε περίπου 38.823 ευρώ. Το φορολογικό μέτρο καλύπτει λιγότερο από το 7% της πραγματικής δαπάνης, αφήνοντας το 93% να επιβαρύνει τον οικογενειακό προϋπολογισμό.
Ακόμη και εάν κάνουμε μια προβολή στο μέλλον η εικόνα είναι ίδια. Στο σενάριο που έχουμε δύο εργαζόμενους γονείς με 30.000 ευρώ εισόδημα ο καθένας, το σωρευτικό φορολογικό όφελος για ένα παιδί από τη γέννησή του μέχρι και τα 18 του, φτάνει περίπου στις 28.800 ευρώ, δηλαδή καλύπτει περίπου το 12% του εκτιμώμενου συνολικού κόστους ανατροφής (233.000 ευρώ).
Όλα τα παραδείγματα οδηγούν στο ίδιο συμπέρασμα. Οι νέες φορολογικές ελαφρύνσεις προσφέρουν μια ουσιαστική αλλά περιορισμένη ανακούφιση. Στην καλύτερη περίπτωση, μειώνουν το κόστος ανατροφής ενός παιδιού κατά 16% και αυτό μόνο για οικογένειες με πολλά παιδιά και σταθερά εισοδήματα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, το όφελος αντιστοιχεί σε λιγότερο από το 10% της πραγματικής δαπάνης, αφήνοντας το βάρος σχεδόν ακέραιο στα νοικοκυριά.