Φορολογικές δηλώσεις 2025: Οδηγός για όσους επέλεξαν χωριστή υποβολή
Οι φορολογούμενοι που γνωστοποίησαν την επιλογή τους να υποβάλουν χωριστή δήλωση φορολογίας εισοδήματος έως την 28η Φεβρουαρίου 2025, θα προχωρούν στην υποβολή των δηλώσεων τους μεμονωμένα από τις 17 Μαρτίου έως τις 15 Ιουλίου.
Οι φορολογούμενοι που γνωστοποίησαν την επιλογή τους να υποβάλουν χωριστή δήλωση φορολογίας εισοδήματος έως την 28η Φεβρουαρίου 2025, θα προχωρούν στην υποβολή των δηλώσεων τους μεμονωμένα από τις 17 Μαρτίου έως τις 15 Ιουλίου. Αυτό σημαίνει ότι κάθε σύζυγος θα υποβάλει τη δική του φορολογική δήλωση μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας της ΑΑΔΕ, χωρίς καμία σύνδεση με τη δήλωση του/της συζύγου του.
Για παράδειγμα, εάν ένας σύζυγος έχει εισόδημα 25.000 ευρώ από μισθωτή εργασία και ο άλλος έχει εισόδημα 15.000 ευρώ από ελεύθερο επάγγελμα, αυτά τα ποσά θα δηλωθούν ξεχωριστά, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα συμψηφισμού μεταξύ τους. Αν ο πρώτος έχει παρακρατηθέντα φόρο 3.000 ευρώ και του προκύπτει επιστροφή φόρου, ενώ ο δεύτερος έχει φόρο πληρωτέο 2.500 ευρώ, η επιστροφή του πρώτου δεν θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να μειώσει την οφειλή του δεύτερου, καθώς οι δηλώσεις υποβάλλονται ανεξάρτητα.
Όσον αφορά τα περιουσιακά στοιχεία, η κύρια κατοικία δηλώνεται ατομικά από τον κάθε σύζυγο. Αν το σπίτι είναι ιδιόκτητο και ανήκει και στους δύο κατά 50%, τότε καθένας θα δηλώσει το ποσοστό του στο αντίστοιχο πεδίο του Ε1. Αντίστοιχα, αν το σπίτι είναι ενοικιασμένο στο όνομα του ενός, μόνο εκείνος θα δηλώσει το μίσθωμα. Σε περίπτωση που ο ένας σύζυγος δεν έχει καθόλου ποσοστό ιδιοκτησίας ή χρήσης στην κατοικία, θα συμπληρώσει στην ενότητα της φορολογικής δήλωσης την επιλογή «συνοίκηση με σύζυγο».
Τα τέκνα που προέρχονται από τον γάμο δηλώνονται ως εξαρτώμενα μέλη και από τους δύο γονείς, χωρίς να υπάρχει διαφοροποίηση στις προϋποθέσεις χορήγησης επιδομάτων. Ωστόσο, εάν το ανήλικο τέκνο έχει εισόδημα, αυτό θα προστεθεί στα εισοδήματα του γονέα που έχει το υψηλότερο ετήσιο εισόδημα και θα δηλωθεί αποκλειστικά από εκείνον.
Η υποβολή χωριστής δήλωσης έχει επίσης αντίκτυπο στα τεκμήρια διαβίωσης και απόκτησης περιουσιακών στοιχείων. Αν, για παράδειγμα, ένας σύζυγος έχει αγοράσει αυτοκίνητο και ο άλλος έχει προχωρήσει στην αγορά ακινήτου, το τεκμήριο απόκτησης του κάθε περιουσιακού στοιχείου θα βαρύνει αποκλειστικά τον αντίστοιχο αγοραστή, καθώς στις χωριστές δηλώσεις δεν υπάρχει η έννοια του οικογενειακού εισοδήματος για την κάλυψη τεκμηρίων. Αυτό σημαίνει ότι αν ο ένας σύζυγος δεν μπορεί να καλύψει με τα δηλωθέντα εισοδήματά του τα τεκμήριά του, δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει εισοδήματα του άλλου συζύγου για να τα καλύψει μέσω ανάλωσης κεφαλαίου.
Ένα ακόμα σημαντικό σημείο αφορά τις αποδείξεις δαπανών για το αφορολόγητο. Στις χωριστές δηλώσεις, κάθε σύζυγος πρέπει να συγκεντρώνει το απαιτούμενο ποσό δαπανών ατομικά και δεν υπάρχει δυνατότητα μεταφοράς υπολειπόμενου ποσού αποδείξεων από τον έναν στον άλλο. Για παράδειγμα, αν ο ένας σύζυγος έχει συγκεντρώσει αποδείξεις αξίας 5.000 ευρώ, ενώ απαιτούνταν 7.000 ευρώ, δεν μπορεί να καλύψει τη διαφορά με αποδείξεις που έχει συγκεντρώσει ο άλλος.
Η επιλογή υποβολής χωριστής δήλωσης διατηρείται και για τα επόμενα φορολογικά έτη, χωρίς να απαιτείται νέα γνωστοποίηση κάθε χρόνο. Ωστόσο, αν ένας φορολογούμενος επιθυμεί να επιστρέψει στην κοινή δήλωση με τον/τη σύζυγό του, μπορεί να ανακαλέσει την επιλογή του έως τις 28 Φεβρουαρίου του εκάστοτε έτους. Αν κάποιος που έχει ανακαλέσει την επιλογή του θελήσει να υποβάλει ξανά χωριστή δήλωση σε μελλοντικό έτος, θα πρέπει να το δηλώσει εκ νέου στην ίδια προθεσμία.
Τέλος, για να μπορέσουν να υποβάλουν χωριστές δηλώσεις, και οι δύο σύζυγοι θα πρέπει να διαθέτουν προσωπικούς κωδικούς πρόσβασης στην ηλεκτρονική εφαρμογή της ΑΑΔΕ. Αν η σύζυγος δεν διαθέτει, θα πρέπει να εκδώσει τους δικούς της κωδικούς, ώστε να μπορεί να καταθέσει τη δήλωσή της ανεξάρτητα από τον σύζυγο.