Σε μια εποχή που το κόστος ζωής ανεβαίνει και η πρόσβαση στην ιδιόκτητη στέγη γίνεται ολοένα και πιο απαιτητική, οι Έλληνες αγοραστές κατοικιών φαίνεται να αναπροσαρμόζουν τις προσδοκίες τους. Σύμφωνα με την ετήσια πανελλαδική έρευνα της RE/MAX Ελλάς για το 2024, η πλειονότητα των συναλλαγών αφορούσε ακίνητα μεσαίας αλλά και μικρότερης επιφάνειας, με τα διαμερίσματα από 76 έως 100 τ.μ. να κερδίζουν την προτίμηση του 26,2% των αγοραστών.
Η τάση αυτή, που καταγράφει αύξηση σε σχέση με το 2023, αντανακλά μια μεταστροφή προς πιο ευέλικτες, λειτουργικές και κυρίως οικονομικά προσιτές κατοικίες. Όπως επισημαίνουν στελέχη της αγοράς, οι μικρότερες επιφάνειες συνεπάγονται χαμηλότερο κόστος απόκτησης, αλλά και μειωμένα πάγια έξοδα – από τη θέρμανση μέχρι τη συντήρηση. Τα διαμερίσματα των 51-75 τ.μ. ακολουθούν, συγκεντρώνοντας το 23,4% των προτιμήσεων, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον (22,6%) διατηρούν και οι κατοικίες έως 50 τ.μ., κυρίως λόγω της αυξημένης ζήτησης από επενδυτές, παρά τη μικρή κάμψη σε σχέση με την περασμένη χρονιά.
Η εικόνα διαφοροποιείται ανά περιοχή. Στην Αττική, για παράδειγμα, πρώτες έρχονται οι κατοικίες 51 – 75 τ.μ. (32,7%), υποδεικνύοντας ότι η σχέση μεγέθους και τιμής αποτελεί τον κύριο οδηγό στις αποφάσεις των αγοραστών, ειδικά σε ένα περιβάλλον έντονου ανταγωνισμού και ανατιμήσεων. Αντίθετα, στη Θεσσαλονίκη, τα μεγαλύτερα διαμερίσματα 76 – 100 τ.μ. προηγούνται (33,5%), ενώ τα πολύ μικρά ακίνητα κινούνται χαμηλά στις προτιμήσεις (12,5%).
Στην περιφέρεια, οι ισορροπίες είναι διαφορετικές: τα πολύ μικρά ακίνητα έως 50 τ.μ. κυριαρχούν με 27,2%, κάτι που ερμηνεύεται κυρίως ως αποτέλεσμα χαμηλότερης αγοραστικής δύναμης, αλλά και αυξημένης ζήτησης για εξοχικές ή επενδυτικές λύσεις σε τουριστικές περιοχές.
Οι μεταβολές στις αγοραστικές συμπεριφορές δεν είναι τυχαίες. Η αυξημένη φορολογία στα ακίνητα, τα επιτόκια στεγαστικών δανείων και το συνολικό κόστος συντήρησης ενός σπιτιού ωθούν τους αγοραστές σε πιο «συμμαζεμένες» επιλογές. Παράλληλα, το νέο προφίλ των νοικοκυριών – μικρότερα σε μέγεθος, με συχνά μεταβαλλόμενες ανάγκες – ενισχύει την προτίμηση σε κατοικίες που προσφέρουν επάρκεια χωρίς υπερβολές.
Ακόμα και στην ανώτερη κατηγορία (101 – 150 τ.μ.), η ζήτηση περιορίζεται στο 18,3%, ενώ τα σπίτια άνω των 151 τ.μ. διατηρούν μερίδιο μόλις 9,5%, αν και με μικρή άνοδο από πέρσι. Αυτό πιθανώς υποδηλώνει την είσοδο αγοραστών υψηλότερου εισοδήματος, οι οποίοι βλέπουν επενδυτικές ευκαιρίες ή επιθυμούν αναβάθμιση συνθηκών διαβίωσης.
Η φετινή εικόνα της αγοράς ακινήτων υπογραμμίζει με σαφήνεια την ανάγκη προσαρμογής στις νέες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Παρά τη γεωγραφική διαφοροποίηση στις προτιμήσεις, η κυρίαρχη τάση είναι κοινή: στροφή προς κατοικίες που εξυπηρετούν τις πραγματικές ανάγκες των πολιτών χωρίς να ξεφεύγουν από τον προϋπολογισμό τους.