Όσα ανέφερε ο καθηγητής Ιωάννης Τσουκαλάς για τις εξελίξεις σε σχέση με τη Μέση Ανατολή.
Την έντονη ανησυχία του για τις πιθανές αρνητικές επιπτώσεις που μπορεί να επιφέρει στην ελληνική οικονομία η νέα σύρραξη στη Μέση Ανατολή, σε συνδυασμό με την κλιμακούμενη ρητορική περί επιβολής δασμών, εξέφρασε ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (ΓΠΚΒ), καθηγητής Ιωάννης Τσουκαλάς. Παρουσιάζοντας την τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου, προειδοποίησε ότι, εφόσον οι διεθνείς εντάσεις δεν αποκλιμακωθούν σύντομα, ελλοχεύουν σοβαροί κίνδυνοι για την αναπτυξιακή πορεία της χώρας, τις εξαγωγές, τις επενδύσεις και τον πληθωρισμό.
Ο κ. Τσουκαλάς επισήμανε πως η παγκόσμια οικονομική προοπτική επιδεινώνεται ραγδαία, εντείνοντας την αβεβαιότητα και τη μεταβλητότητα στις διεθνείς αγορές, γεγονός που ενδέχεται να προκαλέσει νέο πληθωριστικό σοκ στην Ελλάδα. Όπως ανέφερε, ο πληθωρισμός στη χώρα παραμένει επίμονα υψηλός και τον Μάιο του 2025 διαμορφώθηκε στο 3,3%, από 2,4% τον αντίστοιχο μήνα του 2024 και 2,6% τον Απρίλιο του τρέχοντος έτους. Οι κυριότερες ανοδικές πιέσεις στις τιμές προέρχονται από τον τομέα των υπηρεσιών, κυρίως της στέγασης, ενώ ανακόπηκε και η αποκλιμάκωση των τιμών στα τρόφιμα. Ο επικεφαλής του ΓΠΚΒ τόνισε την ανάγκη εντατικοποίησης των μέτρων ενίσχυσης του ανταγωνισμού και αποτροπής ολιγοπωλιακών πρακτικών.
Η έκθεση του ΓΠΚΒ αναθεωρεί προς τα κάτω την πρόβλεψη για την ανάπτυξη το 2025 στο 2,2%, έναντι 2,3% στην προηγούμενη εκτίμηση του Μαρτίου. Το εύρος πρόβλεψης κυμαίνεται μεταξύ 2,1% και 2,3%, καθώς οι αβεβαιότητες από τις διεθνείς γεωπολιτικές εντάσεις και η ασάφεια γύρω από τις εμπορικές πολιτικές επηρεάζουν αρνητικά το επενδυτικό και καταναλωτικό κλίμα.
Το 2025 εξελίσσεται σε χρονιά υψηλής αβεβαιότητας, με τις γεωπολιτικές εξελίξεις να πυροδοτούν αναταράξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές και να επιδρούν στο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον. Παρ’ όλα αυτά, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να καταγράφει θετικούς ρυθμούς, χάρη στη δημοσιονομική σταθερότητα και την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών. Η αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου από τον οίκο Standard & Poor’s αποτυπώνει αυτή την εικόνα.
Σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,2% το πρώτο τρίμηνο του 2025 σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2024, υπερβαίνοντας τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (1,5%). Η επίδοση αυτή αποδίδεται στην ανθεκτικότητα της ιδιωτικής κατανάλωσης (1,9%), την αύξηση των εξαγωγών αγαθών (1,7%) και υπηρεσιών (-0,2%), καθώς και στην ενίσχυση της δημόσιας κατανάλωσης (0,7%).
Αντίθετα, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου μειώθηκαν κατά 3,2%, ενώ αρνητική ήταν και η επίδραση από τις εισαγωγές, που αυξήθηκαν κατά 2,4%.
Ισχυρές εμφανίζονται οι δημοσιονομικές επιδόσεις. Το επίσημο δημοσιονομικό αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης για το 2024 διαμορφώθηκε στο 1,3% του ΑΕΠ, ενώ το πρωτογενές πλεόνασμα ανήλθε στο 4,8%. Για το πρώτο τετράμηνο του 2025, το Ενοποιημένο Πρωτογενές Αποτέλεσμα ανέρχεται στα 4,93 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 1,57 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση, ενώ ο Κρατικός Προϋπολογισμός εμφανίζει ταμειακό πρωτογενές πλεόνασμα 5,15 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 1,87 δισ. ευρώ.
Τα φορολογικά έσοδα παρουσιάζουν σημαντική αύξηση, με βασικότερους συντελεστές τον φόρο εισοδήματος (+1,35 δισ. ευρώ) και τους φόρους επί αγαθών και υπηρεσιών (+737 εκατ. ευρώ), εκ των οποίων τα 708 εκατ. προέρχονται από τον ΦΠΑ. Παράλληλα, οι δαπάνες του Προϋπολογισμού έχουν μειωθεί κατά 1,58 δισ. ευρώ, κυρίως λόγω της υποχώρησης των δαπανών για το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και το Ταμείο Ανάκαμψης, καθώς και των τόκων και των πρωτογενών δαπανών.
Ένα ακόμα θετικό στοιχείο αποτελεί η ενίσχυση της ευρωπαϊκής παρουσίας στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, η οποία συνδέεται με την αυξημένη εμπιστοσύνη προς την ελληνική οικονομία και ενδέχεται να λειτουργήσει ενισχυτικά στην εισροή ξένων κεφαλαίων και στη διεύρυνση διασυνοριακών τραπεζικών συνεργασιών.
Ωστόσο, η έκθεση καταγράφει και προβληματισμό για τις καθυστερήσεις στην υλοποίηση των επενδυτικών έργων του Ταμείου Ανάκαμψης, τονίζοντας πως αν δεν επιταχυνθούν, μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά τον ρυθμό ανάπτυξης και την αναπλήρωση του κεφαλαιακού αποθέματος της οικονομίας. Οι μεταρρυθμίσεις, η ενίσχυση της παραγωγικότητας και η αξιοποίηση του δημοσιονομικού χώρου παραμένουν καθοριστικοί παράγοντες για τη διατήρηση ισχυρής και βιώσιμης ανάπτυξης, με στόχο τη σύγκλιση του ελληνικού εισοδήματος με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο μετά το 2026.