Μια μεταρρύθμιση 12 σημείων προτείνει η διαΝΕΟσις στο νέο κείμενο πολιτικής της, το οποίο αφορά τη διακυβέρνηση του ΕΣΥ. Με ζητούμενο ένα πιο αποτελεσματικό σύστημα υγείας που θα καλύπτει καλύτερα τις ανάγκες των πολιτών και ταυτόχρονα, θα αποφεύγει τη σπατάλη υλικών και ανθρώπινων πόρων, οι συγγραφείς του κειμένου κάνουν λόγο για «ριζική μεταρρύθμιση», η οποία βασίζεται σε 5 άξονες που είχε αναδείξει παλαιότερη έρευνα της διαΝΕΟσις για ένα «Νέο ΕΣΥ». Οι άξονες αυτοί αφορούν στην οργάνωση και διοίκηση του, τη χρηματοδότηση του, την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, τις νοσοκομειακές μονάδες και το ανθρώπινο δυναμικό.
Το κείμενο πολιτικής που δημοσιεύεται τώρα έρχεται ως φυσική συνέχεια αυτής της δραστηριότητας, και συγκεκριμένα επιχειρεί να εξειδικεύσει ακόμα περισσότερο έναν από τους πέντε πυλώνες εκείνης της έρευνας: αυτόν που αφορά στην οργάνωση και τη διοίκηση του ΕΣΥ με μια πολύ συγκεκριμένη πρόταση σύγχρονης μεταρρύθμισης για τη διακυβέρνηση του.
Η δομή με την οποία λειτουργούν τα νοσοκομεία, «παρότι άλλαξε πολλές φορές με τα χρόνια, επισημαίνεται στην έκθεση, βασίζεται ακόμα σε μεγάλο βαθμό στη δομή του ΕΣΥ τη δεκαετία του 1980, όταν αυτό ιδρύθηκε». Όμως, έκτοτε οι ανάγκες για υπηρεσίες στη χώρα έχουν αλλάξει, ενώ έχουν επίσης αναδειχθεί καλύτερα μοντέλα διοίκησης συστημάτων υγείας.
Η ανεπάρκεια αυτής της οργανωτικής δομής του ΕΣΥ φαίνεται και εκ του αποτελέσματος, επισημαίνουν οι συγγραφείς και προσθέτουν : «Το προσωπικό, οι κλίνες, οι κλινικές και τα εργαστήρια είναι άνισα κατανεμημένα με αποτέλεσμα η κατανομή τους στη χώρα να μην ακολουθεί τη δημογραφία και τις ανάγκες υγείας του τοπικού πληθυσμού. Συχνά λείπει από τα νοσοκομεία απαραίτητος τεχνολογικός εξοπλισμός, είτε για τη διάγνωση/επέμβαση είτε για την καταγραφή και την καταχώριση δεδομένων -εκεί δε που υπάρχει πολλές φορές υπο-χρησιμοποιείται. Τα τμήματα επειγόντων περιστατικών και τα εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων πολύ συχνά εξυπηρετούν περιστατικά, τα οποία θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν σε πρωτοβάθμιο επίπεδο, εκτός νοσοκομείων -και, επομένως, να απελευθερώσουν πόρους και χρόνο για τα περιστατικά εκείνα που δεν θα μπορούσαν. Σε πολλά, επαρχιακά κυρίως, νοσοκομεία λείπουν σημαντικές ειδικότητες γιατρών. Τέλος, δεν υπάρχει συστηματική και ενιαία καταγραφή των αναγκών κάθε ΥΠε, με αποτέλεσμα να μην είναι σαφείς οι ανάγκες καθεμίας σε πόρους και, επομένως, να γίνεται όλο και πιο δύσκολος ο αποτελεσματικός σχεδιασμός».
Η ανεπάρκεια αυτής της οργανωτικής δομής του ΕΣΥ φαίνεται και εκ του αποτελέσματος, επισημαίνουν οι συγγραφείς και προσθέτουν : «Το προσωπικό, οι κλίνες, οι κλινικές και τα εργαστήρια είναι άνισα κατανεμημένα με αποτέλεσμα η κατανομή τους στη χώρα να μην ακολουθεί τη δημογραφία και τις ανάγκες υγείας του τοπικού πληθυσμού. Συχνά λείπει από τα νοσοκομεία απαραίτητος τεχνολογικός εξοπλισμός, είτε για τη διάγνωση/επέμβαση είτε για την καταγραφή και την καταχώριση δεδομένων -εκεί δε που υπάρχει πολλές φορές υπο-χρησιμοποιείται. Τα τμήματα επειγόντων περιστατικών και τα εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων πολύ συχνά εξυπηρετούν περιστατικά, τα οποία θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν σε πρωτοβάθμιο επίπεδο, εκτός νοσοκομείων -και, επομένως, να απελευθερώσουν πόρους και χρόνο για τα περιστατικά εκείνα που δεν θα μπορούσαν. Σε πολλά, επαρχιακά κυρίως, νοσοκομεία λείπουν σημαντικές ειδικότητες γιατρών. Τέλος, δεν υπάρχει συστηματική και ενιαία καταγραφή των αναγκών κάθε ΥΠε, με αποτέλεσμα να μην είναι σαφείς οι ανάγκες καθεμίας σε πόρους και, επομένως, να γίνεται όλο και πιο δύσκολος ο αποτελεσματικός σχεδιασμός».