Η ICAP ζητά την πλήρη ακύρωσή της λόγω σειράς «παράνομων» και ουσιωδών όρων που, όπως υποστηρίζει, παραβιάζουν τις αρχές της διαφάνειας, της ισότητας και του υγιούς ανταγωνισμού.
Σε προδικαστική προσφυγή κατά της διακήρυξης διαγωνισμού που προκήρυξαν τα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα στις 10 Μαρτίου για τη σύναψη συμφωνίας-πλαίσιο για την ενίσχυση της επιχειρησιακής ικανότητας των ΕΑΣ μέσω διάθεσης εξειδικευμένου προσωπικού προχώρησε προ ημερών η ICAP Outsourcing Solutions Ανώνυμη Εταιρεία Παροχής Υπηρεσιών, αμφισβητώντας τη νομιμότητα συγκεκριμένων όρων που περιλαμβάνονται στη σχετική πρόσκληση.
Η ICAP ζητά την πλήρη ακύρωσή της λόγω σειράς «παράνομων» και ουσιωδών όρων που, όπως υποστηρίζει, παραβιάζουν τις αρχές της διαφάνειας, της ισότητας και του υγιούς ανταγωνισμού. Ειδικότερα, ζητά την ακύρωση των διατάξεων της διακήρυξης που αναφέρονται στην προσφυγή, καθώς και την ακύρωση της διακήρυξης στο σύνολό της, με το σκεπτικό ότι οι εν λόγω όροι επηρεάζουν άμεσα τη δυνατότητά της να συμμετάσχει στον διαγωνισμό.
Παράλληλα, αιτείται την αναστολή της διαγωνιστικής διαδικασίας, καθώς και την αναστολή της προθεσμίας υποβολής προσφορών, η οποία έχει οριστεί για τις 15 Απριλίου 2025. Η εταιρεία επισημαίνει ότι η συνέχιση της διαδικασίας υπό το ισχύον καθεστώς θα οδηγήσει στον αποκλεισμό της, προκαλώντας ανεπανόρθωτη βλάβη. Ζητά δε από την αρμόδια αρχή να εκδώσει απόφαση αναστολής μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της προσφυγής, προκειμένου να αποτραπεί η δημιουργία τετελεσμένων που δεν θα μπορούν να ανατραπούν εκ των υστέρων.
Οι υπηρεσίες της ONEX
Όπως είναι γνωστό τα ΕΑΣ δραστηριοποιούνται στον σχεδιασμό, την ανάπτυξη, την κατασκευή και την προμήθεια Νατοϊκού τύπου οπλικών συστημάτων και πυρομαχικών για τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, διατηρώντας παράλληλα ισχυρή συνεργασία με μεγάλες διεθνείς εταιρείες του κλάδου της αμυντικής βιομηχανίας.
Το έργο τους περιλαμβάνει την παραγωγή όπλων φορητού οπλισμού, πυραυλικών και οπλικών συστημάτων, πυρομαχικών, καθώς και ανταλλακτικών. Επίσης, προχωρά σε εκσυγχρονισμό, συντήρηση και αξιολόγηση οπλικών και πυραυλικών συστημάτων, όπως και σε αποστρατικοποίηση απαξιωμένων πυρομαχικών και βλητικές δοκιμές.
Η παραγωγική δραστηριότητα της εταιρείας εκτελείται σε τέσσερα εργοστάσια, τρία εκ των οποίων στην Αττική (Υμηττός, Μάνδρα, Λαύριο) και ένα στο Αίγιο Αχαΐας. Η προαναφερομενη διακήρυξη για την ενίσχυση της επιχειρησιακής ικανότητας των ΕΑΣ μέσω διάθεσης εξειδικευμένου προσωπικού αφορά μόνο στις εγκαταστάσεις της Αττικής.
Έως σήμερα τις σχετικές υπηρεσίες παρείχε στα ΕΑΣ η ONEX του Πάνου Ξενοκώστα με περίπου 150 «εργολαβικούς» υπαλλήλους.
Η συνεργασία των ΕΑΣ με την ONEX του Πάνου Ξενοκώστα ξεκίνησε το 2021, με την ανάληψη παροχής εξειδικευμένου προσωπικού στις εγκαταστάσεις της Αττικής. Η ONEX είχε αναλάβει την υπενοικίαση περίπου 150 εργαζομένων, μέσω σύμβασης που κρίθηκε ως ιδιαίτερα ευνοϊκή για την ίδια. Αν και η αρχική σύμβαση έληξε στις 31 Οκτωβρίου 2024, δόθηκε παράταση για μερικούς μήνες, με το μέλλον της συνεργασίας να παραμένει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος.
Πηγές αναφέρουν διαφορετικές εκτιμήσεις για την αναγκαιότητα των εν λόγω εργαζομένων: κάποιοι υποστηρίζουν πως μόλις το 10% αυτών είναι πράγματι εξειδικευμένοι, ενώ άλλοι τονίζουν ότι οι υπηρεσίες τους είναι κρίσιμες για τη λειτουργία των ΕΑΣ.
Πηγές αναφέρουν πως η ONEX κατεβαίνει και στον νέο διαγωνισμό, ο οποίος περιλαμβάνει εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους.
Συγκεκριμένα, η νέα διακήρυξη έχει προϋπολογισμό 17,6 εκατ. ευρώ και δυνατότητα επέκτασης κατά 50%, ανεβάζοντας τη συνολική εκτιμώμενη αξία της σύμβασης στα 26,4 εκατ. ευρώ με ΦΠΑ. Η διάρκεια της συμφωνίας προβλέπεται για 24 μήνες.
Η προσφυγή της ICAP
Η ICAP υποστηρίζει ότι, παρά τη σχετική της εμπειρία στον χώρο, η συμμετοχή της καθίσταται πρακτικά αδύνατη λόγω συγκεκριμένων παρανόμων και καταχρηστικών όρων που περιλαμβάνονται στη διακήρυξη. Η εταιρεία επικαλείται ευθεία παραβίαση των θεμελιωδών αρχών της διαφάνειας, της ισότητας και του υγιούς ανταγωνισμού, και ζητεί την ακύρωση αυτών των όρων ώστε να μπορέσει να συμμετάσχει σε μια δίκαιη και νόμιμη διαδικασία.
Μεταξύ των όρων που αμφισβητείται η νομιμότητά τους είναι η απαίτηση για πιστοληπτική ικανότητα ίση με το 70% του προϋπολογισμού της σύμβασης, με το 50% αυτού να αφορά χρηματοδοτήσεις κεφαλαίου κίνησης και το υπόλοιπο 50% να αφορά έκδοση εγγυητικών επιστολών.
Η ICAP καταγγέλλει πως ο εν λόγω όρος είναι νομικά αβάσιμος, αφού η έννοια της πιστοληπτικής ικανότητας, σύμφωνα με τη νομολογία και τον νόμο 3978/2011, περιορίζεται αποκλειστικά στις χρηματοδοτήσεις κεφαλαίου κίνησης και δεν περιλαμβάνει την έκδοση εγγυητικών επιστολών.
Όπως υπογραμμίζεται στην προσφυγή, ο όρος αυτός παραβιάζει θεμελιώδεις αρχές του δικαίου, όπως της διαφάνειας, της ισότητας και του υγιούς ανταγωνισμού, καθώς επιτρέπει τη συμμετοχή φορέων με πραγματική πιστοληπτική ικανότητα μόλις 35% του προϋπολογισμού, γεγονός που, κατά την ICAP, δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του έργου και αλλοιώνει τους όρους ποιοτικής επιλογής.
Η εταιρεία δηλώνει ότι διαθέτει πλήρως την απαιτούμενη πιστοληπτική ικανότητα για χρηματοδότηση ύψους 70% του προϋπολογισμού, εξαιρουμένων ΦΠΑ και δικαιώματος προαίρεσης, και ζητά την άμεση ακύρωση του όρου αυτού από τη διακήρυξη, χαρακτηρίζοντάς τον προδήλως παράνομο και ασύμβατο με τη φύση και το σκοπό της σύμβασης.
Στη σχετική αιτιολόγηση γίνεται αναφορά σε πληθώρα αποφάσεων της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών (ΑΕΠΠ) καθώς και σε πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, βάσει της οποίας η εμπλοκή εγγυητικών επιστολών στον υπολογισμό της πιστοληπτικής ικανότητας κρίνεται εσφαλμένη. Η εταιρεία τονίζει ότι ο τρόπος υπολογισμού που υιοθετεί η διακήρυξη επιτρέπει τη συμμετοχή φορέων που δεν διαθέτουν επαρκή οικονομική βάση για την εκτέλεση του έργου, δημιουργώντας συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού και παραβιάζοντας την αρχή της αναλογικότητας.
Επιπλέον, αμφισβητείται η πληρότητα των όρων που αφορούν την τεχνική και επαγγελματική ικανότητα των υποψηφίων. Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι η απαίτηση να έχει ολοκληρώσει ο υποψήφιος τουλάχιστον ένα έργο τα τελευταία τρία έτη με απασχόληση 230 εργαζομένων, χωρίς όμως να προσδιορίζεται η ελάχιστη οικονομική αξία αυτού του έργου, δεν διασφαλίζει την ουσιαστική αξιολόγηση της εμπειρίας και ικανότητας του αναδόχου.
Παράλληλα, η προσφυγή θίγει και άλλο σημείο της διακήρυξης που αφορά την απαίτηση οι υποψήφιοι να διαθέτουν σταθερά προσωπικό τουλάχιστον 230 εργαζομένων για κάθε ένα από τα τελευταία τρία έτη. Η ICAP επισημαίνει ότι ο όρος αυτός δεν κάνει διαχωρισμό ανάμεσα σε πλήρους και μερικής απασχόλησης προσωπικό, ούτε λαμβάνει υπόψη τη φύση ή τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης. Έτσι, ένας υποψήφιος θα μπορούσε να εκπληρώσει τη συγκεκριμένη απαίτηση ακόμα και αν απασχολεί προσωπικό για ελάχιστες ώρες ημερησίως, γεγονός που δεν μπορεί να εγγυηθεί επαρκή επιχειρησιακή ικανότητα ή σταθερή δομή υποστήριξης σε έργα αντίστοιχης κλίμακας.
Η εταιρεία φέρνει το παράδειγμα μιας υποθετικής σύμβασης, όπου 230 εργαζόμενοι (π.χ. λογιστές ή μάγειρες) εργάζονται μόνο για μία ώρα και μία ημέρα, με συνολικό κόστος μόλις 1.343,20 ευρώ. Όπως σημειώνεται, ένας τέτοιος φορέας θα μπορούσε να θεωρηθεί κατάλληλος, παρά την ελάχιστη εμπειρία και οικονομικό αποτύπωμα του έργου του, γεγονός που καταδεικνύει – σύμφωνα με την ICAP – την προδήλως προβληματική και παράνομη φύση του όρου. Η ICAP υποστηρίζει ότι η απλή αναφορά στον αριθμό των εργαζομένων δεν διασφαλίζει την τεχνική και επαγγελματική ικανότητα, καθώς δεν αποδεικνύει την πραγματική ποσότητα και ποιότητα των παραχόμενων υπηρεσιών.
Επιπλέον, η ICAP υποστηρίζει πως η διακήρυξη δεν λαμβάνει υπόψη τις διαφορές μεταξύ οικονομικών φορέων με διαφορετικά μεγέθη ή λειτουργικά πρότυπα, καθώς οι ίδιες απαιτήσεις τίθενται οριζόντια, ανεξάρτητα από την εξειδίκευση ή την πραγματική εμπειρία των υποψήφιων. Αυτό, όπως σημειώνεται στην προσφυγή, αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας και ενδέχεται να οδηγήσει στον αποκλεισμό ικανών εταιρειών με υψηλή εξειδίκευση και προϋπηρεσία στον τομέα των υπηρεσιών ανθρώπινου δυναμικού, λόγω της δυσκολίας κάλυψης αυθαίρετων αριθμητικών κριτηρίων.
Η εταιρεία υποστηρίζει επίσης ότι οι όροι της διακήρυξης, όπως έχουν τεθεί, προσδίδουν ένα μη νόμιμο πλεονέκτημα σε συγκεκριμένους οικονομικούς φορείς, δημιουργώντας πλαίσιο αδιαφανούς ανταγωνισμού. Ειδικότερα, αναφέρεται σε φωτογραφικές διατάξεις της διακήρυξης ο ανάδοχος να διαθέτει συγκεκριμένα πιστοποιητικά ISO, αλλά και SA 8000:2014, παρότι αυτό δεν συνδέεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με το αντικείμενο της σύμβασης. Το πρότυπο SA 8000 είναι ένα διεθνώς αναγνωρισμένο πρότυπο που εστιάζει στην κοινωνική υπευθυνότητα στον χώρο εργασίας. Δημιουργήθηκε από τον οργανισμό Social Accountability International (SAI) και είναι σχεδιασμένο για να διασφαλίζει ότι οι συνθήκες εργασίας στις επιχειρήσεις που το εφαρμόζουν είναι ασφαλείς και δίκαιες για τους εργαζόμενους.
H ICAP υποστηρίζει πως βλάπτεται εκ της πρόβλεψης της διακήρυξης απαίτησης διάθεσης πιστοποιητικού SA 8000:2014 και αδυνατεί να υποβάλει παραδεκτή προσφορά. «Σε κάθε, δε, περίπτωση η εταιρεία μας θα μπορούσε να εκδώσει το πιστοποιητικό SA 8000:2014, καθώς ήδη τηρεί το σύνολο των σχετικών απαιτήσεων, ωστόσο τούτο θα συνιστούσε αδικαιολόγητο επιπλέον οικονομικό βάρος και έξοδο που θα έπρεπε να υποστεί η εταιρεία μας, ιδιαίτερα δε δυσανάλογο και μη αναγκαίο ενόψει της παρανομίας των επίμαχων όρων και του δυσανάλογου και μη αναγκαίου χαρακτήρα αυτών σε σχέση με τη φύση και τον επιδιωκόμενο σκοπό του αντικειμένου της υπό ανάθεση σύμβασης.
Συνεπώς, η έκδοση του εν λόγω πιστοποιητικού θα αύξανε το κόστος της εταιρείας μας, και συνακόλουθα το ύψος της υποβαλλόμενης προσφοράς, με αποτέλεσμα να μην δυνάμεθα να υποβάλλουμε ανταγωνιστική προσφορά», αναφέρει η προσφυγή.
Τα δύο σενάρια
Αν η προδικαστική προσφυγή που υπέβαλε η εταιρεία ICAP Outsourcing Solutions ΑΕ κατά της διακήρυξης του διαγωνισμού των Ελληνικών Αμυντικών Συστημάτων γίνει αποδεκτή, τότε αναμένεται να ακυρωθούν οι συγκεκριμένοι όροι της διακήρυξης που κρίνονται παράνομοι και αντίθετοι προς τις αρχές της νομιμότητας, της διαφάνειας και του υγιούς ανταγωνισμού. Η αποδοχή της προσφυγής θα επιφέρει υποχρεωτική τροποποίηση των όρων αυτών, ώστε να αρθούν οι περιορισμοί που δυσχεραίνουν ή αποκλείουν τη συμμετοχή οικονομικών φορέων όπως η προσφεύγουσα εταιρεία. Ως αποτέλεσμα, η ICAP θα μπορεί πλέον να συμμετάσχει νόμιμα στη διαγωνιστική διαδικασία, ενδεχομένως με καθυστέρηση της διεξαγωγής του διαγωνισμού μέχρι την έκδοση νέας, τροποποιημένης διακήρυξης.
Αντίθετα, σε περίπτωση που η προσφυγή απορριφθεί, οι όροι της διακήρυξης θα παραμείνουν ως έχουν, διατηρώντας τα κριτήρια που έχουν τεθεί για την πιστοληπτική ικανότητα, την τεχνική εμπειρία και τον αριθμό εργαζομένων. Η ICAP, στην περίπτωση αυτή, δεν θα μπορέσει να συμμετάσχει στον διαγωνισμό εφόσον δεν πληροί τα προβλεπόμενα κριτήρια, ενώ η διαδικασία θα συνεχιστεί χωρίς αλλαγές. Σε αυτό το σενάριο είναι πιθανόν να προσφύγει σε ένδικα μέσα, επιδιώκοντας δικαστική προστασία από τα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια.