Tο πρωινό της 27ης Αυγούστου 1955, το χωριό Βορίζια, σκαρφαλωμένο στους πρόποδες του Ψηλορείτη, ξύπνησε μέσα σε μια ατμόσφαιρα γιορτής. Ήταν η ημέρα του Αγίου Φανουρίου, του προστάτη του χωριού, και το πανηγύρι είχε ήδη ξεκινήσει. Οι ήχοι της κρητικής λύρας αντηχούσαν στα σοκάκια, οι μαντινάδες έδιναν ρυθμό στο γλέντι και το κρασί έρεε άφθονο.
Ήταν μια μέρα πίστης, παράδοσης και χαράς — μέχρι που μέσα σε λίγα λεπτά μετατράπηκε σε μια από τις πιο φονικές στιγμές της νεότερης ελληνικής ιστορίας.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό ευφορίας, μια πράξη ακαριαίας βίας πάγωσε το χωριό. Έξω από ένα καφενείο, ο 38χρονος δασοφύλακας και κτηνοτρόφος καθόταν με συγχωριανούς του. Τον πλησίασε από πίσω ο 31χρονος καφετζής και χασάπης και, χωρίς προειδοποίηση, τον μαχαίρωσε θανάσιμα.
Η αιτία του φόνου δεν έγινε ποτέ απολύτως σαφής. Τρεις διαφορετικές εκδοχές κυκλοφόρησαν στα Βορίζια:
Η αιτία του φόνου δεν έγινε ποτέ απολύτως σαφής. Τρεις διαφορετικές εκδοχές κυκλοφόρησαν στα Βορίζια:


