Η κρίση των Ιμίων αποτελεί μία από τις σημαντικότερες στιγμές της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης στη σύγχρονη ιστορία, καθώς ήταν ένα σημαντικότερα επεισόδια μετά τη Μεταπολίτευση όπου η Ελλάδα βρέθηκε πραγματικά κοντά σε θερμό επεισόδιο και πολεμική σύρραξη με την Τουρκία.
Την περίοδο της ελληνοτουρκικής κρίσης στα Ίμια, πρωθυπουργός της Ελλάδας ήταν ο Κώστας Σημίτης, με τον Θεόδωρο Πάγκαλο να ηγείται του Υπουργείου Εξωτερικών και τον Γεράσιμο Αρσένη να κατέχει τη θέση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας. Στη στρατιωτική ηγεσία, Αρχηγός ΓΕΕΘΑ ήταν ο ναύαρχος Χρήστος Λυμπέρης. Από την άλλη πλευρά, στην Τουρκία, την πρωθυπουργία κατείχε η Τανσού Τσιλέρ, ενώ επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας ήταν ο Ντενίζ Μπαϊκάλ.
Η κρίση πυροδοτήθηκε από την αμφισβήτηση της Τουρκίας σχετικά με την εγκυρότητα ενός προσαρτήματος της Ιταλοτουρκικής Σύμβασης του 1932, το οποίο καθόριζε τα θαλάσσια σύνορα μεταξύ των Ιταλικών Δωδεκανήσων και των τουρκικών ακτών. Η Άγκυρα απέρριψε το συγκεκριμένο έγγραφο ως νομικά άκυρο, υποστηρίζοντας ότι δεν είχε κατατεθεί στην Κοινωνία των Εθνών, κάτι που – σύμφωνα με την τουρκική επιχειρηματολογία – καθιστούσε ασαφές το καθεστώς κυριαρχίας σε πολλές μικρές νησίδες και βραχονησίδες της περιοχής.
Από την ελληνική πλευρά, η επίσημη θέση ήταν ξεκάθαρη: η συμφωνία του 1932, συμπεριλαμβανομένου του προσαρτήματος, παραμένει σε ισχύ, επιβεβαιώνοντας την ελληνική κυριαρχία στις βραχονησίδες. Η αντίθεση των δύο πλευρών οδήγησε σε μια από τις σοβαρότερες κρίσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η οποία κορυφώθηκε με στρατιωτική κινητοποίηση και διεθνείς διπλωματικές πιέσεις.
Από την ελληνική πλευρά, η επίσημη θέση ήταν ξεκάθαρη: η συμφωνία του 1932, συμπεριλαμβανομένου του προσαρτήματος, παραμένει σε ισχύ, επιβεβαιώνοντας την ελληνική κυριαρχία στις βραχονησίδες. Η αντίθεση των δύο πλευρών οδήγησε σε μια από τις σοβαρότερες κρίσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η οποία κορυφώθηκε με στρατιωτική κινητοποίηση και διεθνείς διπλωματικές πιέσεις.