Δέκα κρατούμενοι, με χειροπέδες και ντυμένοι με στολές φυλακής, περίμεναν στην ουρά για να επιβιβαστούν σε στρατιωτικό αεροσκάφος, ένα από τα πολλά που χρησιμοποιεί η κυβέρνηση Τραμπ στα πλαίσια των πρόσφατων απελάσεων που διέταξε ο Πρόεδρος των ΗΠΑ.
Οι κρατούμενοι, όλοι μέλη της βίαιης βενεζουελάνικης συμμορίας Tren de Aragua, ήταν οι πρώτοι «εγκληματίες αλλοδαποί» που μεταφέρθηκαν στον Κόλπο του Γκουαντάναμο, στο πλαίσιο της νέας πολιτικής που εφαρμόζει η αμερικανική κυβέρνηση.
«Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ήταν απόλυτα σαφής: το Γκουαντάναμο θα φιλοξενήσει τους χειρότερους των χειρότερων. Αυτό ξεκινά σήμερα», δήλωσε η υπουργός Εσωτερικής Ασφάλειας, Κρίστι Νόεμ.
Η απόφαση του Τραμπ να χρησιμοποιήσει την αμερικανική ναυτική βάση ως κέντρο κράτησης για 30.000 παράτυπους μετανάστες με «βαρύ ποινικό μητρώο» έχει πυροδοτήσει έντονες αντιδράσεις. Σύμφωνα με τον Λευκό Οίκο, το μέτρο αυτό στοχεύει στην αντιμετώπιση της παράνομης μετανάστευσης και αφορά «εγκληματίες που είναι δύσκολο να απελαθούν».
Το Γκουαντάναμο ως αποτρεπτικό μέτρο
Η κυβέρνηση Τραμπ ελπίζει πως η απειλή μιας μακράς παραμονής στη διαβόητη εγκατάσταση θα αποθαρρύνει άλλους επίδοξους παραβάτες.
«Ο Πρόεδρος δεν αστειεύεται και δεν θα επιτρέψει άλλο στις ΗΠΑ να γίνουν σκουπιδότοπος για εγκληματίες από όλο τον κόσμο», δήλωσε η εκπρόσωπος του Τραμπ.
Προς το παρόν, οι μετανάστες θα κρατούνται είτε σε μια μικρή δομή που ήδη χρησιμοποιείται για όσους διασώζονται από τη θάλασσα είτε σε σκηνές που στήνονται από εκατοντάδες στρατιώτες και πεζοναύτες.
Ωστόσο, ο υπουργός Άμυνας, Πιτ Χέγκσεθ, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο μεταφοράς επικίνδυνων κρατουμένων στο ίδιο σωφρονιστικό συγκρότημα που εξακολουθεί να κρατά 15 ύποπτους τρομοκράτες.
Ο ίδιος ο Τραμπ είχε δηλώσει τον Ιανουάριο: «Μερικοί από αυτούς είναι τόσο επικίνδυνοι που δεν εμπιστευόμαστε καν τις χώρες τους να τους κρατήσουν, γιατί δεν θέλουμε να επιστρέψουν. Οπότε, θα τους στείλουμε στο Γκουαντάναμο».
Παραλληλισμοί με τη βρετανική πολιτική στη Ρουάντα
Η κίνηση αυτή έχει συγκριθεί με το αποτυχημένο σχέδιο της Βρετανίας να στέλνει αιτούντες άσυλο στη Ρουάντα. Όπως και εκεί, το επιχείρημα ήταν πως ο φόβος μιας σκληρής τιμωρίας θα αποθαρρύνει τις παράνομες εισροές.
Ωστόσο, ακόμα και η Ρουάντα δεν μπορεί να συγκριθεί με τη φήμη του Γκουαντάναμο.
Η στρατιωτική φυλακή, που κόστισε στις ΗΠΑ 440 εκατομμύρια δολάρια το 2019, παραμένει ένα εξαιρετικά αμφιλεγόμενο σύμβολο βασανιστηρίων και απάνθρωπων συνθηκών κράτησης, με τη συντήρησή της να κοστίζει περίπου 36 εκατομμύρια δολάρια ετησίως για κάθε κρατούμενο.
Η σκοτεινή ιστορία του Γκουαντάναμο
Η εγκατάσταση δημιουργήθηκε τον Ιανουάριο του 2002 από την κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους, μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Η τοποθεσία της στην Κούβα -σε έδαφος που οι ΗΠΑ νοικιάζουν από το 1903- επιλέχθηκε ώστε να μην ισχύουν οι αμερικανικές συνταγματικές διατάξεις περί δικαιωμάτων των κρατουμένων.
Το 2003, σχεδόν 700 άνθρωποι κρατούνταν εκεί ως ύποπτοι για σχέσεις με την Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν. Η κυβέρνηση Μπους διακήρυξε πως δεν δικαιούνταν προστασία βάσει της Σύμβασης της Γενεύης, καθώς θεωρούνταν «παράνομοι εχθρικοί μαχητές».
Έτσι, κρατούνταν επ’ αόριστον χωρίς κατηγορίες και χωρίς δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη. Το μόνο δικαστικό σώμα που εξέταζε τις υποθέσεις τους ήταν στρατιωτικά δικαστήρια, τα οποία ο Βρετανός δικαστής Λόρδος Στέιν χαρακτήρισε «τερατώδη αποτυχία της δικαιοσύνης».
Το αποτέλεσμα ήταν το Γκουαντάναμο να γίνει συνώνυμο της αυθαιρεσίας, με τις ΗΠΑ να κατηγορούνται για βασανιστήρια, όπως ο εικονικός πνιγμός, που συνήθως χρησιμοποιείται ως τεχνική ανάκρισης, η ακραία απομόνωση, η στέρηση ύπνου και η έκθεση σε ακραίες θερμοκρασίες.
Το 2022, εμπειρογνώμονες του ΟΗΕ καταδίκασαν το Γκουαντάναμο ως χώρο «απαράμιλλης κακοφημίας», χαρακτηρίζοντας τη συνεχιζόμενη λειτουργία του ως «κηλίδα στη δέσμευση της αμερικανικής κυβέρνησης για το κράτος δικαίου».
Γιατί δεν μπορεί να κλείσει το Γκουαντάναμο
Τρεις διαδοχικοί πρόεδροι, ο Μπους, ο Ομπάμα και ο Μπάιντεν, προσπάθησαν να κλείσουν το Γκουαντάναμο, αλλά απέτυχαν λόγω της αντίστασης του Κογκρέσου.
Ο βασικός λόγος είναι πως οι ΗΠΑ δεν μπορούν να μεταφέρουν κρατούμενους σε αμερικανικό έδαφος, ενώ οι περισσότερες χώρες διστάζουν να τους δεχτούν.
Τον Ιανουάριο, ο Μπάιντεν κατάφερε να απελευθερώσει 11 κρατούμενους από την Υεμένη, συμπεριλαμβανομένων δύο πρώην σωματοφυλάκων του Οσάμα μπιν Λάντεν, μεταφέροντάς τους στο Ομάν.
Ποιοι κρατούνται ακόμη στο Γκουαντάναμο
Σήμερα, απομένουν 15 κρατούμενοι, ηλικίας 45 έως 63 ετών, προερχόμενοι από χώρες όπως το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, η Σαουδική Αραβία και η Λιβύη. Ανάμεσά τους είναι ο Αμπού Ζουμπάιντα, ο οποίος το 2002 έγινε το πρώτο πειραματόζωο του βασανιστηρίου του εικονικού πνιγμού, το οποίο υπέστη 83 φορές μέσα σε έναν μήνα.
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει αποδεχθεί πως ο Ζουμπάιντα δεν ήταν κορυφαίο στέλεχος της Αλ Κάιντα, ούτε είχε γνώση για την 11η Σεπτεμβρίου. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθεί να θεωρείται επικίνδυνος και δεν πρόκειται να απελευθερωθεί.
Ο κρατούμενος με τη μεγαλύτερη θητεία, ο Αλί Χάμζα αλ Μπαχλούλ, βρίσκεται στο Γκουαντάναμο από το 2002 και εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης ως προπαγανδιστής του μπιν Λάντεν.
Ο Τραμπ είχε δεσμευτεί από την πρώτη του θητεία πως θα κρατήσει το Γκουαντάναμο ανοιχτό για να γεμίσει με «κακούς τύπους». Αυτή τη φορά, φαίνεται πως βρήκε τον τρόπο, σχολιάζει η Daily Mail.