X
Τρίτη, 1 Απριλίου, 2025
More

    Καμπανάκι Βρυξελλών για κρατικά δάνεια, τράπεζες και ενδεχόμενη επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού στο Δημόσιο

    Καμπανάκι Βρυξελλών για κρατικά δάνεια, τράπεζες και ενδεχόμενη επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού στο Δημόσιο

    Τρεις «πρόσθετους» παράγοντες κινδύνου για την πορεία του χρέους της Ελλάδας επισημαίνει η τελευταία έκθεση της Κομισιόν για το δημόσιο χρέος των χωρών – μελών της ΕΕ.

    Οι παράγοντες που επισημαίνει η Κομισιόν είναι οι «κρατικές εγγυήσεις», τα κόκκινα δάνεια αλλά και οι δικαστικές απαιτήσεις τμημάτων του πληθυσμού (σ.σ. όπως των δημοσίων υπαλλήλων για επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού).  Η έκθεση αυτή δημοσιοποιήθηκε στα μέσα του τρέχοντος μηνός από την ΕΕ, αφορά το 2024 και εξάγει συμπεράσματα με βάση την εικόνα της ευρωπαϊκής οικονομίας έως και τέλη του περασμένου έτους, δηλαδή πριν την ανάληψη της προεδρίας των ΗΠΑ, από τον Ντόναλντ Τραμπ, την έναρξη του δασμολογικού πολέμου ΗΠΑ – ΕΕ αλλά και την εξαγγελία της στρατιωτικής απόσυρσης των ΗΠΑ από την Ευρώπη.

    Προφανώς, οι δύο παραπάνω εξελίξεις εντείνουν την αβεβαιότητα, κάτι που αποτελεί το…κατάλληλο υπόβαθρο για την αύξηση των κινδύνων που σχετίζονται ιδίως με τον παράγοντα που ακούει στο όνομα εκκρεμείς δανειακές υποχρεώσεις της χώρας, αλλά και «κόκκινα δάνεια» των επιχειρήσεων και των πολιτών…

    Όσον αφορά για ενδεχόμενη επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού στο Δημόσιο -σε περίπτωση που το ΣτΕ αποφασίσει κάτι τέτοιο τον ερχόμενο Ιούνιο – θα σήμανε επιπλέον 2,1 δισ. ευρώ ετήσια επιβάρυνση για τον κρατικό προϋπολογισμό, όπως έχουν αναφέρει αρμόδια κυβερνητικά στελέχη, γεγονός που την καθιστά δημοσιονομικά «απαγορευτική», όπως έχουν δηλώσει από το ΥΠΟΙΚ και την ΤτΕ (πόσο μάλλον αν αυξάνονταν τα χρέη του δημοσίου και τα κόκκινα δάνεια λόγω μίας νέας διεθνούς κρίσης κλπ).

    Τι είναι, όμως, αυτές οι «κρατικές εγγυήσεις», τις οποίες επισημαίνουν, μάλιστα, οι Βρυξέλλες ως πρώτο «παράγοντα κινδύνου»;

    Μία πιο προσεκτική ματιά στην έκθεση της Κομισιόν δίνει τις σχετικές εξηγήσεις τόσο για αυτές τις «εγγυήσεις», όσο και για τον παράγοντα κινδύνου που ακούει στο όνομα «κόκκινα», δηλαδή μη εξυπηρετούμενα δάνεια των τραπεζών. Όσον αφορά τις κρατικές εγγυήσεις, προέρχονται από την περίοδο των μνημονιακών πακέτων διασώσεων της Ελλάδας.

    Όσον αφορά τα κόκκινα δάνεια, αν και έχουν μειωθεί σημαντικά από το επίπεδο που είχαν φτάσει κατά την περίοδο των μνημονίων, βρίσκονται σε υψηλό ακόμα σημείο σε σχέση με την ΕΕ. Τόσο οι κρατικές εγγυήσεις λόγω των μνημονίων, όσο και τα κόκκινα δάνεια (από την περίοδο των Μνημονίων) αποτελούν παράγοντες, οι οποίοι θα μπορούσαν να αυξήσουν το ελληνικό δημόσιο χρέος και έτσι αποτελούν «σιωπηρές ενδεχόμενες υποχρεώσεις».

    Και αυτό παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με την Κομισιόν, «οι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα είναι συνολικά χαμηλοί».

    Ποιες είναι οι «ενδεχόμενες υποχρεώσεις» που μπορούν να αυξήσουν το ελληνικό δημόσιο χρέος

    Τι αναφέρει σχετικά η Κομισιόν στην έκθεση της; «Σύμφωνα με τον ορισμό του ΔΝΤ, οι ρητές ενδεχόμενες υποχρεώσεις ορίζονται ως νομικές ή συμβατικές χρηματοοικονομικές ρυθμίσεις που δημιουργούν υπό όρους απαιτήσεις για την πραγματοποίηση πληρωμών.

    Παρόλο που οι δημοσιονομικοί κανόνες της ΕΕ δεν καταγράφουν τις (ρητές) ενδεχόμενες υποχρεώσεις της κυβέρνησης στους ισολογισμούς της κυβέρνησης, παραμένει το γεγονός ότι, εάν ορισμένες υποχρεώσεις απαιτηθούν (λόγω της πραγματοποίησης δυσμενών αβέβαιων γεγονότων), οι εν λόγω ενδεχόμενες υποχρεώσεις μπορεί να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στα δημόσια οικονομικά. Πράγματι, ένα υψηλό επίπεδο ενδεχόμενων υποχρεώσεων αποτελεί πρόσθετο κίνδυνο για τα δημόσια οικονομικά.

    Οι κρατικές εγγυήσεις αποτελούν πηγή δυνητικού δημοσιονομικού κόστους σε πολλά κράτη μέλη, σε περίπτωση που κληθούν. Κυβερνητικές εγγυήσεις είναι συνήθως σχεδιασμένες για να αποζημιώνουν έναν δανειστή σε περίπτωση που πιθανών ζημιών που συνδέονται με τα δάνεια που έχει παράχει.

    Στο πλαίσιο αυτό, αξίζει να συμπληρωθεί η ανάλυση του δημόσιου χρέους με μια αξιολόγηση των ενδεχόμενων υποχρεώσεων για να υπάρχει μια πιο εξαντλητική εικόνα των υποχρεώσεων του κράτους. Όσον αφορά τις ρητές ενδεχόμενες υποχρεώσεις, περιλαμβάνουν τις κρατικές
    εγγυήσεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται με τις κυβερνητικές παρεμβάσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα, και υποχρεώσεις που σχετίζονται με τις εκτός ισολογισμού ΣΔΙΤ (συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα)».

    Παράγοντας κινδύνου νο1: Υποχρεώσεις που συνδέονται με πακέτα διάσωσης

    Το κομμάτι της έκθεσης της Κομισιόν που αφορά ιδιαιτέρως την Ελλάδα έχει ως εξής:

    «Ενδεχόμενες υποχρεώσεις που σχετίζονται με κρατικές παρεμβάσεις από υποστήριξη χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων συνεχίζουν την πτωτική τους τάση από το 2013. Μετά από αύξηση τους κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση, η χρηματο-οικονομική έκθεση των κρατών – μελών της ΕΕ λόγω των συστημάτων χρηματοπιστωτικής σταθερότητας (σ.σ. ESM κλπ.) μειώνεται από το 2013 στα περισσότερα κράτη μέλη και σε ορισμένες χώρες ήδη από το 2012 .
    Το 2023 οι ενδεχόμενες υποχρεώσεις που συνδέονται με συστήματα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας ήταν κοντά στο μηδέν στα περισσότερα μέλη κράτη.

    Εξαιρέσεις αποτελούν η Φινλανδία (10% του ΑΕΠ), η Ελλάδα (9%), Λουξεμβούργο (6%), η Ουγγαρία και η Γαλλία (4% έκαστη), το Βέλγιο (3%), η Κύπρος, Μάλτα και Ιταλία (περίπου 1% αντίστοιχα).

    Το χαμηλότερο επίπεδο των εκκρεμών ενδεχόμενων υποχρεώσεων τα τελευταία χρόνια αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι βελτιώθηκε η χρηματοοικονομική σταθερότητα και έτσι δεν απαιτούταν ανανέωση των εγγυήσεων που λήγουν και εκδόθηκαν ως μέρος των πακέτων στήριξης για χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και ότι η δημιουργία της Τραπεζικής Ένωσης και το πλαίσιο εξυγίανσης των τραπεζών της παρέχει μια αξιόπιστη εναλλακτική λύση στην άμεση δημόσια υποστήριξη».

    Παράγοντας κινδύνου Νο2: Υποχρεώσεις που μπορεί να προέλθουν από μία συστημική τραπεζική κρίση

    Η Κομισιόν αναφέρει χαρακτηριστικά πως:

    «Σε περίπτωση συστημικής τραπεζικής κρίσης, μόνο για ένα περιορισμένο σύνολο κρατών μελών (Λουξεμβούργο, Ιρλανδία και σε μικρότερο βαθμό Ισπανία και Ελλάδα) υπάρχει η πιθανότητα «σιωπηρών» ενδεχόμενων υποχρεώσεων έχουν αντίκτυπο στα δημόσια οικονομικά άνω του 3% του ΑΕΠ είναι σημαντικό.

    Με βάση τα προηγούμενα αποτελέσματα, το μοντέλο SYMBOL επιτρέπει την εκτίμηση (σε επίπεδο χώρας) της πιθανότητας τα δημόσια οικονομικά να πλήττονται σημαντικά (δηλαδή πάνω από το 3% του ΑΕΠ) από απώλειες και ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης σε περίπτωση μεγάλης τραπεζικής κρίσης.

    Σε αυτή την περίπτωση υπάρχει πιθανότητα να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στα δημόσια οικονομικά, αν υπάρξουν υπερβολικές ζημιές τραπεζών και ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης. Υπό το πιο ακραίο σενάριο πίεσης, η πιθανότητα αυτή γίνεται πιο σημαντική σε λίγα επιπλέον μέλη κράτη, ιδίως την Ιρλανδία, την Ελλάδα και την Ισπανία».

    Τι αναφέρει η Κομισιόν για τη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας

    Τέσσερα είναι τα σημεία της έκθεσης της Κομισιόν στοχευμένα για την Ελλάδα:

    1 – «Οι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα είναι συνολικά χαμηλοί. H Koμισιόν δεν βλέπει σημαντικούς βραχυπρόθεσμους δημοσιονομικούς κινδύνους. Οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της κυβέρνησηςαναμένεται να παραμείνουν χαμηλές, περίπου στο 10% του ΑΕΠ την περίοδο 2025-2026. Η Ελλάδα διατηρεί την επενδυτική βαθμίδα στην πιστοληπτική της ικανότητα από τρεις από τους τέσσερις μεγάλους οίκους αξιολόγησης μέχρι την καταληκτική ημερομηνία της της παρούσας έκθεσης».

    2 – «Οι μεσοπρόθεσμοι κίνδυνοι δημοσιονομικής βιωσιμότητας είναι υψηλοί. Σύμφωνα με το βασικό σενάριο της Ανάλυσης Βιωσιμότητας Χρέους (DSA), το χρέος προβλέπεται να μειωθεί αλλά να παραμείνει υψηλό μεσοπρόθεσμα, φθάνοντας περίπου στο 119% του ΑΕΠ το 2035. Η μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους οφείλεται στο υποτιθέμενο διαρθρωτικό πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 1,7% του ΑΕΠ από το 2025, με αμετάβλητη δημοσιονομική πολιτική από το 2026 και εξαιρουμένων των αλλαγών στο κόστος της γήρανσης.

    Αυτό το επίπεδο διαρθρωτικού πρωτογενούς ισοζυγίου είναι εύλογο σε σύγκριση με τις δημοσιονομικές επιδόσεις του παρελθόντος. Η μείωση του χρέους επωφελείται επίσης από ένα ακόμη ευνοϊκό (αν και μειούμενο) «φαινόμενο χιονοστιβάδας» (σ.σ.snowball effect) έως το 2034. Οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της κυβέρνησης αναμένεται να μειωθούν έως το 2027, πριν αυξηθούν σε περίπου 14% του ΑΕΠ το 2035.

    Οι αποφασιστικές δοκιμές προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων εντοπίζουν πρόσθετες πηγές τρωτότητας. Για να εκτιμηθεί ο αντίκτυπος των αλλαγών στις βασικές παραδοχές, η βασική προβολή υποβάλλεται σε δοκιμές αντοχής έναντι τεσσάρων εναλλακτικών αποφασιστικών σεναρίων.

    Τρία από τα τέσσερα σενάρια οδηγούν σε υψηλότερα επίπεδα χρέους σε σχέση με το βασικό σενάριο.

    Σύμφωνα με το δυσμενές σενάριο για τη διαφορά επιτοκίων-μεγέθυνσης (στο οποίο η διαφορά επιτοκίων-μεγέθυνσης επιδεινώνεται κατά 1 ποσοστιαία μονάδα σε σύγκριση με το βασικό σενάριο), ο λόγος του χρέους θα υπερβεί το βασικό επίπεδο κατά περίπου 9 ποσοστιαίες μονάδες μέχρι το 2035.

    Σύμφωνα με το σενάριο χρηματοοικονομικής πίεσης (στο οποίο τα επιτόκια αυξάνονται προσωρινά κατά 4,8 π.μ. σε σύγκριση με το βασικό σενάριο) και σύμφωνα με το σενάριο χαμηλότερου διαρθρωτικού πρωτογενούς ισοζυγίου (στο οποίο το εν λόγω ισοζύγιο, από το 2025 επιδεινώνεται κατά 50% περισσότερο από ό,τι στην πρόβλεψη), ο λόγος χρέους θα ήταν επίσης υψηλότερος από ό,τι στο βασικό σενάριο έως το 2035, κατά περίπου 2,5 ποσοστιαίες μονάδες έως το 2035.

    Σύμφωνα με το ιστορικό σενάριο για το διαρθρωτικό πρωτογενές ισοζύγιο (στο οποίο το εν λόγω ισοζύγιο επιστρέφει στον ιστορικό μέσο όρο των 15 ετών του 4,1% του ΑΕΠ), ο λόγος του χρέους θα ήταν χαμηλότερος από ό,τι στο βασικό σενάριο κατά περίπου 20 μονάδες βάσης το 2035.

    Οι στοχαστικές προβολές που εκτελούνται γύρω από τη βασική γραμμή υποδεικνύουν μέτριο κίνδυνο λόγω του υψηλού επιπέδου χρέους.

    Αυτές οι στοχαστικές προσομοιώσεις δείχνουν ότι ο λόγος του χρέους θα είναι υψηλότερος το 2029 από ό,τι το 2024 με πιθανότητα 18%, γεγονός που υποδηλώνει μέτριο κίνδυνο λόγω του υψηλού αρχικού λόγου χρέους. Υψηλή αβεβαιότητα περιβάλλει την αρχική προβολή του χρέους, όπως μετράται από τη διαφορά περίπου 53 ποσοστιαίων μονάδων μεταξύ του 10ου και του 90ου εκατοστημορίου της κατανομής του χρέους σε πέντε έτη».

    3 – «Οι μακροπρόθεσμοι κίνδυνοι δημοσιονομικής βιωσιμότητας είναι χαμηλοί. Η αξιολόγηση αυτή βασίζεται στο συνδυασμό δύο δεικτών δημοσιονομικού κενού, οι οποίοι αποτυπώνουν την απαιτούμενη δημοσιονομική προσπάθεια το 2026 για τη σταθεροποίηση του χρέους (δείκτης S2) και τη μείωσή του στο 60% του ΑΕΠ μακροπρόθεσμα.

    Ο δείκτης για τη σταθεροποίηση του χρέους υποδηλώνει χαμηλό κίνδυνο. Σηματοδοτεί ότι η Ελλάδα δεν θα χρειαστεί να βελτιώσει το διαρθρωτικό πρωτογενές ισοζύγιό της σε σχέση με το βασικό σενάριο για να διασφαλίσει ότι το χρέος θα σταθεροποιηθεί μακροπρόθεσμα. Το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται κυρίως στην ευνοϊκή αρχική δημοσιονομική θέση (συμβολή -0,5 μονάδων βάσης) και στην προβλεπόμενη μείωση των δαπανών γήρανσης (-0,4 μονάδων βάσης).

    Οι εξελίξεις των δαπανών γήρανσης οφείλονται κυρίως στην προβλεπόμενη μείωση των δημόσιων συνταξιοδοτικών δαπανών (-0,8 μονάδων βάσης), η οποία αντισταθμίζεται σε μεγάλο βαθμό από την προβλεπόμενη αύξηση των δαπανών υγείας (0,7 μονάδες βάσης).

    Ο δείκτης για τη μείωση του χρέους στο 60% του ΑΕΠ υποδεικνύει επίσης χαμηλό κίνδυνο. Ο δείκτης αυτός δείχνει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να βελτιώσει περαιτέρω τη δημοσιονομική της θέση μόνο κατά 0,9% του ΑΕΠ για να μειώσει το χρέος της στο 60% του ΑΕΠ έως το 2070. Το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται κυρίως στην τρέχουσα απόσταση του λόγου του ελληνικού δημόσιου χρέους από την τιμή αναφοράς του 60% (συνεισφέρει 1,8 ποσοστιαίες μονάδες) και στην προβλεπόμενη αύξηση των δαπανών γήρανσης (συνεισφέρει 0,4 ποσοστιαίες μονάδες. Η επίδραση αυτή αντισταθμίζεται εν μέρει από την ευνοϊκή αρχική δημοσιονομική θέση (συνεισφορά -1,3 μονάδες βάσης)».

    4 – «Αρκετοί πρόσθετοι παράγοντες κινδύνου πρέπει να ληφθούν υπόψη στην αξιολόγηση. Από τη μία πλευρά, οι παράγοντες αύξησης του κινδύνου σχετίζονται με τις κρατικές εγγυήσεις και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στον τραπεζικό τομέα (αν και το μερίδιο των μη εξυπηρετούμενων δανείων παρουσίασε έντονη μείωση κατά τα προηγούμενα έτη, παραμένει στο υψηλότερο επίπεδο στην ΕΕ), και εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις έναντι του κράτους με πιθανές δημοσιονομικές επιπτώσεις ενέχουν επίσης δημοσιονομικούς κινδύνους.

    Από την άλλη πλευρά, οι παράγοντες μετριασμού του κινδύνου σχετίζονται με τη δομή του χρέους. Ειδικότερα,το μείζον μερίδιο του χρέους εξακολουθεί να κατέχεται από επίσημους δανειστές με χαμηλά επιτόκια, το χρέος έχει ιδιαίτερα μεγάλη διάρκεια (σε σύγκριση με τα ομότιμα κράτη μέλη) και το γεγονός ότι το δημόσιο χρέος είναι πλήρως εκφρασμένο σε ευρώ (με αποτέλεσμα να εξαιρούνται οι συναλλαγματικοί κίνδυνοι)».

    Ακολουθήστε μας στο Google News για να μαθαίνεις όλες τις ειδήσεις απο Ελλάδα και όλο τον Κόσμο
    Newsroom
    Newsroomhttp://refreshnews.gr/
    Ενημέρωση | Ψυχαγωγία |Στείλε μας το άρθρο σου στο info@refreshnews.gr

    ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

    spot_img

    ΔΗΜΟΦΙΛΗ