Συγκλονιστικές λεπτομέρειες για τις τελευταίες στιγμές της 27χρονης Κυριακής Γρίβα έξω από το αστυνομικό τμήμα Αγίων Αναργύρων φέρνει στο φως η κατάθεση του πρώην συντρόφου της, Σταύρου Δροσιά, στη δίκη για τη στυγερή δολοφονία της.
Της Άννας Κανδύλη
Ο μάρτυρας ήταν ο άνθρωπος που συνόδευσε την Κυριακή στο αστυνομικό τμήμα λίγη ώρα πριν πέσει νεκρή από τις μαχαιριές του 39χρονου πρώην συντρόφου της. Όπως περιέγραψε, η ίδια ζήτησε βοήθεια, αλλά τελικά δεν κατάφερε καν να υποβάλει μήνυση, καθώς της ζητήθηκε να πληρώσει παράβολο – ποσό που δεν διέθετε….
«Η Κυριακή μου είπε “πάμε στο τμήμα γιατί φοβάμαι”», κατέθεσε ο Σταύρος Δροσιάς, εξηγώντας ότι είχαν συναντηθεί για καφέ στη Χασιά έπειτα από αρκετά χρόνια. «Εκείνη την ημέρα μου είπε ότι δεν θέλει να επιστρέψει σπίτι της, γιατί είδε τον πρώην της πάνω στη μηχανή και τρόμαξε. Μου είπε “πάμε να φύγουμε” και πήγαμε στο αστυνομικό τμήμα», ανέφερε.
«Δεν έκανε μήνυση γιατί δεν είχε λεφτά – Ζήτησε απλώς συνοδεία»
Ο μάρτυρας υποστήριξε πως η Κυριακή δεν προχώρησε σε μήνυση γιατί δεν είχε τα χρήματα για το παράβολο. «Δεν έκανε μήνυση γιατί, απ’ ό,τι κατάλαβα, δεν είχε τα χρήματα να πληρώσει το παράβολο. Γι’ αυτό και ζήτησε το πιο απλό πράγμα: μια αστυνομική συνοδεία μέχρι το σπίτι της», σημείωσε. «Μου είπε: “θέλω να μιλήσω κατ’ ιδίαν” και μπήκε μόνη της στην Ασφάλεια. Εγώ έμεινα έξω, αλλά κάποια πράγματα τα άκουγα. Της πρότειναν να κάνει μήνυση, είχε ξανακάνει, αλλά τότε την είχε φοβίσει ο κατηγορούμενος και την απέσυρε. Τώρα δεν την έκανε, γιατί της ζήτησαν να πληρώσει. Θα καλούσε μόνη της το περιπολικό για συνοδεία, όμως δεν πρόλαβε».
«“Χάνομαι!” φώναξε – Την μαχαίρωσε μπροστά στους αστυνομικούς»
Η περιγραφή της δολοφονίας της άτυχης κοπέλας σοκάρει. Όπως είπε ο μάρτυρας, η Κυριακή στεκόταν έξω από το τμήμα, περιμένοντας να έρθει περιπολικό να την συνοδεύσει.
«Ξαφνικά η Κυριακή πάγωσε και φώναξε “χάνομαι!”. Τρώει την πρώτη μαχαιριά, μετά τη δεύτερη. Με την άκρη του ματιού μου είδα τον κατηγορούμενο. Πήδηξε πάνω της και συνέχισε να την μαχαιρώνει. Είδα έναν πίδακα αίμα…Έπαθα σοκ. Λες και έβλεπα ταινία. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι αυτό συνέβαινε σε άνθρωπο κοντινό σε μένα», συνέχισε εμφανώς ταραγμένος ο μάρτυρας. «Έτρεξα προς το τμήμα και φώναξα “βοήθεια, την σκοτώνει!”. Οι γυναίκες αστυνομικοί βγήκαν στο μπαλκόνι. Δεν έγινε άμεση επέμβαση. Ο κατηγορούμενος είχε ανέβει πάνω της, την μαχαίρωνε ξανά και ξανά. Την γύρισε μπρούμυτα και της έριχνε μαχαιριές στην πλάτη. Είδα το αίμα να ξεχειλίζει από το στέρνο της…Συνέχισα να φωνάζω: “Ρε παιδιά, ακόμα κρατάει το μαχαίρι!”. Έπειτα από ώρα βγήκε ο σκοπός και του κλώτσησε το μαχαίρι. Ένας αστυνομικός με ανέβασε πάνω να ηρεμήσω».
«Δεν την άφηνε ούτε φίλες να βλέπει»
Ο μάρτυρας περιέγραψε τη σταδιακή αλλαγή στην εικόνα της Κυριακής, η οποία – όπως είπε – φαινόταν «κουρασμένη, εξαντλημένη».
«Ήταν σαν άνθρωπος που δουλεύει όλη ημέρα και πάει σπίτι να ξεκουραστεί. Η Κυριακή πάντα πρόσεχε την εμφάνισή της. Εκείνη την ημέρα ήταν αλλαγμένη. Μου είπε: “Δεν με αφήνει να βγαίνω, ούτε με φίλες μου. Έχω μείνει μόνη μου”. Ήθελε να κάνει μια νέα αρχή. Μου το είπε ξεκάθαρα…Όταν την ρώτησα γιατί δεν γύρισε πίσω, μου είπε: “Τον αγαπούσα, αλλά με χτυπούσε”. Δεν ήθελε πια να συνεχίσει μαζί του», τόνισε.
«Ήταν η αδιαφορία»
Συγκλονιστική ήταν η τοποθέτηση του μάρτυρα όταν ρωτήθηκε για το αν το πρόβλημα ήταν μόνο το παράβολο.
«Όχι, νομίζω ότι το θέμα δεν ήταν τα λεφτά», είπε με έμφαση. «Ήταν το ότι δεν άκουσαν την αγωνία της. Δεν έδειξαν διάθεση να την προστατεύσουν. Είχε εκφράσει φόβο, τους είπε ότι την απειλεί, κι όμως έμεινε μόνη, εκτεθειμένη, απροστάτευτη».