Τα λεγόμενα «λευκά ψέματα» –τα φαινομενικά μικρά και χωρίς συνέπειες– είναι μια οδός στην οποία πολλοί άνθρωποι καταφεύγουν για να αποφύγουν μια δύσκολη κατάσταση ή μια πιεστική υποχρέωση: ένα δείπνο, μια έξοδο, μια προθεσμία.
Οι πιο πολλοί άνθρωποι λένε «λευκά ψέματα» αρκετά συχνά, θεωρώντας τα ως «την πιο αποτελεσματική λύση για να αντιμετωπίσουν προβλήματα στη διαπροσωπική επικοινωνία», ανέφεραν σαράντα χρόνια πριν, οι Καρλ Κάμντεν, Μάικλ Μότλεϊ και Αν Ουίλσον, σε έρευνά τους για τα κοινωνικά κίνητρα αυτής της συμπεριφοράς.
Η διαφύλαξη της προσωπικής εικόνας και η αποφυγή έντασης ή σύγκρουσης στις διαπροσωπικές σχέσεις, ήταν από τα σοβαρότερα κίνητρα που κατέγραφαν οι πρώτες κοινωνιολογικές μελέτες αναφορικά με το γιατί οι άνθρωποι δεν είναι απολύτως ειλικρινείς στις καθημερινές τους αλληλεπιδράσεις.
Πολλά έχουν αλλάξει από τότε. Το κυριότερο είναι η ραγδαία μεταμόρφωση του τοπίου της επικοινωνίας με την εμφάνιση των νέων τεχνολογιών. Στον αστερισμό των social media και των smartphone, οι ειδικοί αναρωτιούνται αν οι άνθρωποι καταφεύγουν σε τέτοιου είδους αναληθείς δηλώσεις περισσότερο ή λιγότερο συχνά.
Σε μια πρόσφατη έρευνά του, o Ντέιβιντ Μάρκοβιτς, Αναπληρωτής Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Όρεγκον, εξειδικευμένος στις αναλύσεις δεδομένων από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, επιχείρησε να διαλευκάνει αυτό το ερώτημα.
«Η τεχνολογία έχει δώσει στους ανθρώπους πιο πολλές ευκαιρίες να επικοινωνούν, αλλά μήπως τους έχει δώσει και πιο πολλές δυνατότητες να πουν ψέματα;», διερωτάται.
Όπως εξηγεί ο Μάρκοβιτς, σε ένα άρθρο του στο Conversation, η μελέτη που διεξήγαγε αναπαρήγαγε τη βασική ιδέα μιας παλαιότερης έρευνας του Τζεφ Χάνκοκ και των συνεργατών του, η οποία είχε δείξει ότι το τηλέφωνο, αποτελούσε το μέσο επικοινωνίας στο οποίο οι άνθρωποι έλεγαν τα περισσότερα ψέματα.
Στη δική του μελέτη, ο Μάρκοβιτς χρησιμοποίησε ένα δείγμα 250 ανθρώπων, ζητώντας τους να καταγράψουν τον συνολικό αριθμό των αλληλεπιδράσεων που είχαν μέσα σε μια εβδομάδα και σε πόσες από αυτές τις αλληλεπιδράσεις είπαν κάποιου είδους ψέμα.
Οι συμμετέχοντες στην έρευνα έπρεπε να καταγράψουν όλες τις αλληλεπιδράσεις που είχαν: τη ζωντανή επικοινωνία, την αλληλεπίδραση μέσω social media, το τηλέφωνο, τα μηνύματα, τις βιντεοκλήσεις και το email.
Οι δύο μορφές επικοινωνίας πουκατέγραψαν τα υψηλότερα ποσοστά ψεμάτων ήταν το τηλέφωνο και η βιντεοκλήση. Τα λιγότερα ψέματα ανάαλληλεπίδραση καταγράφηκαν στην επικοινωνία μέσωηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στην επικοινωνία μέσω social media και στην ανταλλαγή μηνυμάτων.
«Όπως στην έρευνα του Χάνκοκ, οι άνθρωποι είπαν ταπερισσότερα ψέματα σε μορφές επικοινωνίας που είναισυγχρονικές, δεν καταγράφονται και υπάρχει φυσική απόσταση ανάμεσα στους συνομιλητές», αναφέρει ο Μάρκοβιτς.
Σύμφωνα με τον Μάρκοβιτς, τα αποτελέσματα της έρευνάς του δείχνουν ότι το επιχείρημα ότι οι νέες τεχνολογίες παράγουν λιγότερο ειλικρινή και πιο χαμηλής ποιότητας επικοινωνία δεν επιβεβαιώνεται. Παραδοσιακά μέσα, όπως το τηλέφωνο, δημιουργούν, με βάση την έρευνα, μεγαλύτερη ελευθερία στους ανθρώπους να πουν αναληθή πράγματα, από ό,τι νέες τεχνολογίες, όπως τα social media.
«Η πεποίθηση ότι το ψέμα είναι ανεξέλεγκτο στην ψηφιακή εποχή απλώς δεν ανταποκρίνεται στα δεδομένα», επισημαίνει ο Μάρκοβιτς. Ωστόσο, ο ίδιος υπογραμμίζει ότι χρειάζεται ένα μεγαλύτερο σώμα έρευνας, προκειμένου να γίνει πλήρως κατανοητό για ποιους λόγους κάποια μέσα επικοινωνίας συνδέονται με μια μεγαλύτερη τάση των ανθρώπων να προβαίνουν σε αναληθείς δηλώσεις.
Apple: Με δική της τεχνολογία θα μπει στη μάχη των εικονικών κόσμων
Τα πρώτα ζωντανά ρομπότ του κόσμου έμαθαν να αναπαράγονται
Metaverse: Εικονικό οικόπεδο πουλήθηκε για το ποσό-ρεκόρ των 2,4 εκατ. δολαρίων