Με αργούς ρυθμούς προχωράει η εκταμίευση ποσών για το πρόγραμμα Σπίτι μου 2.
Αργή πρόοδος καταγράφεται στην υλοποίηση του στεγαστικού προγράμματος «Σπίτι μου ΙΙ», καθώς μέχρι σήμερα έχουν εγκριθεί δάνεια συνολικού ύψους 870 εκατ. ευρώ, καλύπτοντας το 43,5% του συνολικού προϋπολογισμού των 2 δισ. ευρώ. Περίπου 7.300 δικαιούχοι έχουν ήδη ενταχθεί στο πρόγραμμα, γεγονός που δημιουργεί αισιοδοξία στο οικονομικό επιτελείο για την πλήρη απορρόφηση των διαθέσιμων πόρων.
Σε συνέντευξη Τύπου, ο αναπληρωτής υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Νίκος Παπαθανάσης, εξέφρασε την εκτίμηση ότι το πρόγραμμα θα ολοκληρωθεί έως τον Νοέμβριο του 2025, πολύ νωρίτερα από το καταληκτικό όριο του Αυγούστου 2026. Όπως εξήγησε, η ταχύτητα των εγκρίσεων είναι αυξημένη σε σχέση με την πρώτη φάση του προγράμματος, και προς το παρόν δεν κρίνεται απαραίτητη καμία αλλαγή στους όρους, όπως για παράδειγμα στην υποχρέωση προσκόμισης της ηλεκτρονικής ταυτότητας του ακινήτου.
Η συμμετοχή στο πρόγραμμα υποδηλώνει ότι οι δικαιούχοι έχουν ήδη εντοπίσει ακίνητο που πληροί τις προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων και η τακτοποιημένη πολεοδομική και τεχνική του κατάσταση. Αν και η απορρόφηση των κονδυλίων προχωρά ταχύτατα, οι εκταμιεύσεις παραμένουν περιορισμένες, μην ξεπερνώντας τα 30 εκατ. ευρώ. Αιτία είναι οι καθυστερήσεις στη σύναψη των συμβολαίων μεταξύ αγοραστών και πωλητών, που θέτουν εν κινδύνω τη χρονική προθεσμία των τριών μηνών για την υπογραφή της δανειακής σύμβασης.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το 58% των αιτήσεων προέρχεται από νοικοκυριά με ετήσιο εισόδημα μεταξύ 12.000 και 24.000 ευρώ, ενώ το μέσο εισόδημα όσων έχουν ήδη λάβει έγκριση φθάνει τις 21.000 ευρώ. Η πλειονότητα των δανειοληπτών ανήκει σε ηλικιακή κατηγορία άνω των 37 ετών (57%) και είναι έγγαμοι (60%).
Η μέση εμπορική αξία των κατοικιών που επιλέγονται ανέρχεται στις 150.000 ευρώ, με μέσο εμβαδόν τα 89 τετραγωνικά μέτρα, ενώ το μέσο ύψος του δανείου που εγκρίνεται είναι στις 120.000 ευρώ. Από γεωγραφικής άποψης, η μεγαλύτερη συγκέντρωση εγκρίσεων παρατηρείται στην Αττική με 2.713 περιπτώσεις, ακολουθούμενη από την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη (555), τη Θεσσαλία (514), τη Δυτική Ελλάδα (410) και το Νότιο Αιγαίο (81).