Οι φοροαπαλλαγές και οι εκπτώσεις στην Ελλάδα είναι περιορισμένες, ενώ το φορολογικό όφελος για οικογένειες με παιδιά ή για χαμηλόμισθους εργαζόμενους παραμένει μικρό.
Σημαντικά στοιχεία για τη φορολογική επιβάρυνση στην εργασία στην Ελλάδα εμπεριέχει η νέα έκθεση του ΟΟΣΑ «Taxing Wages 2025», η οποία μεταξύ άλλων εξετάζει πόσο μεγάλο είναι το «φορολογικό βάρος» που σηκώνουν οι εργαζόμενοι και οι εργοδότες στα 38 κράτη μέλη του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη σε σχέση με το εισόδημα που τελικά φτάνει στον εργαζόμενο.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, ένας μισθωτός χωρίς παιδιά που κερδίζει τον μέσο μισθό πληρώνει φόρους και εισφορές που αντιστοιχούν στο 39,3% του συνολικού κόστους που επιβαρύνεται ο εργοδότης για αυτόν. Δηλαδή, για κάθε 100 ευρώ που πληρώνει συνολικά ο εργοδότης, ο εργαζόμενος «βλέπει στην τσέπη του» μόλις 60,7 ευρώ. Το υπόλοιπο απορροφάται από φόρους εισοδήματος, ασφαλιστικές εισφορές και άλλες κρατήσεις. Το αντίστοιχο ποσοστό για τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ είναι 34,9%, γεγονός που σημαίνει ότι οι Έλληνες εργαζόμενοι επιβαρύνονται περισσότερο σε σχέση με τους συναδέλφους τους σε πολλές άλλες ανεπτυγμένες χώρες.
Για παράδειγμα, στην Πορτογαλία το ποσοστό είναι 39,4%, στη Σλοβενία 44,6%, ενώ στο Βέλγιο φτάνει στο 52,6%, το υψηλότερο μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Αντίθετα, χώρες όπως η Ελβετία (22,9%), η Νέα Ζηλανδία (20,8%) και η Χιλή (7,2%) διατηρούν σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα επιβάρυνσης.
Το παράδοξο είναι ότι στην Ελλάδα αυτή η αύξηση δεν οφείλεται σε κάποια αλλαγή στους φορολογικούς συντελεστές ή στις ασφαλιστικές εισφορές. Η αύξηση του φορολογικού βάρους μεταξύ 2023 και 2024 κατά 0,54 ποσοστιαίες μονάδες προκύπτει κυρίως από την αύξηση των ονομαστικών μισθών. Επειδή τα φορολογικά όρια και οι απαλλαγές δεν αυξήθηκαν με τον ίδιο ρυθμό, περισσότερο εισόδημα φορολογείται με υψηλότερους συντελεστές — φαινόμενο γνωστό ως «δημοσιονομική ολίσθηση» ή fiscal drag.
Εκτός από το συνολικό ποσοστό επιβάρυνσης, η έκθεση εξετάζει και την προσωπική φορολογική επιβάρυνση -δηλαδή πόσο από τον μικτό μισθό του εργαζόμενου πηγαίνει σε φόρο εισοδήματος και εισφορές εργαζομένου. Για την Ελλάδα, το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 25,8% το 2024, ενώ ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 25%. Με άλλα λόγια, ένας εργαζόμενος με μισθό 1.000 ευρώ μικτά, θα δει περίπου 742 ευρώ καθαρά, με 258 ευρώ να πηγαίνουν στο κράτος.
Η εικόνα αυτή είναι πιο ευνοϊκή σε χώρες όπως η Ιρλανδία (28%) ή η Σουηδία (23,1%), ενώ πιο βαριά είναι σε κράτη όπως το Βέλγιο (39,7%) και η Λιθουανία (38,2%). Ωστόσο, στις περισσότερες από αυτές τις χώρες παρέχονται γενναιόδωρες οικογενειακές παροχές, φορολογικές ελαφρύνσεις ή υψηλότερες κοινωνικές παροχές, οι οποίες μετριάζουν την επιβάρυνση.
Όπως προκύπτει από την έκθεση, στην περίπτωση της Ελλάδας, το φορολογικό σύστημα προσφέρει λιγότερα μέσα «ανακούφισης». Οι φοροαπαλλαγές και οι εκπτώσεις είναι περιορισμένες, και το φορολογικό όφελος για οικογένειες με παιδιά ή για χαμηλόμισθους εργαζόμενους παραμένει μικρό σε σύγκριση με χώρες όπως η Πολωνία ή η Πορτογαλία, όπου οι στοχευμένες φορολογικές ελαφρύνσεις έχουν μειώσει αισθητά το φορολογικό βάρος για συγκεκριμένες ομάδες.