Αλλαγές επέρχονται και στο διαχειριστικό κόστος ρευματοκλοπής, με νέες χρεώσεις που διαφοροποιούνται αναλόγως του τύπου παροχής και της ανάγκης αντικατάστασης μετρητή.
Σημαντικές αλλαγές στο ρυθμιστικό πλαίσιο που αφορά τις ρευματοκλοπές θέτει σε ισχύ από την 1η Ιουνίου 2025 η Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ), μετά από σχετική απόφασή της που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Οι τροποποιήσεις περιλαμβάνουν την πλήρη αναθεώρηση της μεθοδολογίας υπολογισμού των ποσών που καλούνται να καταβάλουν οι καταναλωτές για τη μη καταγραφείσα ενέργεια λόγω ρευματοκλοπής, την κατηγοριοποίηση των καταναλωτών σε πέντε ομάδες και την αυστηροποίηση του ποσοστού προσαύξησης των χρεώσεων.
Η νέα μεθοδολογία προβλέπει τον υπολογισμό της αποζημίωσης με βάση τη λεγόμενη Διοικητικά Οριζόμενη Τιμή (ΔΟΤ), που διαφοροποιείται ανά κατηγορία καταναλωτή: οικιακοί, κοινωνικά τιμολόγια (ΚΟΤ Α, Β, Γ) και λοιποί – μη οικιακοί καταναλωτές. Η ΔΟΤ υπολογίζεται με βάση το μέσο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας – συμπεριλαμβανομένων των ανταγωνιστικών και ρυθμιζόμενων χρεώσεων – και αναπροσαρμόζεται κάθε εξάμηνο. Παράλληλα, αυξάνεται το ποσοστό προσαύξησης στο 100% για τους περισσότερους καταναλωτές (οικιακούς και επαγγελματίες), με μόνη εξαίρεση τους δικαιούχους κοινωνικού τιμολογίου, για τους οποίους διατηρείται στο 50%.
Το κόστος μη καταγραφείσας ενέργειας για τους οικιακούς καταναλωτές ανέρχεται πλέον σε 472,17 ευρώ ανά MWh, ενώ για τους λοιπούς – μη οικιακούς σε 541,21 ευρώ ανά MWh. Τα αντίστοιχα ποσά για τους καταναλωτές ΚΟΤ κυμαίνονται μεταξύ 153,71 και 286,63 ευρώ ανά MWh, ανάλογα με την κατηγορία.
Αλλαγές επέρχονται και στο διαχειριστικό κόστος ρευματοκλοπής, με νέες χρεώσεις που διαφοροποιούνται αναλόγως του τύπου παροχής και της ανάγκης αντικατάστασης μετρητή. Ενδεικτικά, για μονοφασική παροχή χωρίς αντικατάσταση μετρητή η χρέωση διαμορφώνεται στα 294,54 ευρώ, ενώ φτάνει τα 407,07 ευρώ με αντικατάσταση.
Επιπλέον, ορίζεται ότι το χρονικό διάστημα εντός του οποίου μπορεί να καταλογιστεί μη καταγραφείσα ενέργεια δεν θα υπερβαίνει τα πέντε έτη πριν από τη διαπίστωση της ρευματοκλοπής. Ενισχύονται επίσης οι διατάξεις για την καταπολέμηση της υποτροπής και συστηματικής παραβατικότητας, ενώ προβλέπεται η δυνατότητα εμπλοκής εργολαβικού προσωπικού για την επιτάχυνση των διαδικασιών ελέγχου.