Παρά τις κυβερνητικές εξαγγελίες περί ενεργειακής ασφάλειας, η προώθηση νέων μονάδων φυσικού αερίου αποκαλύπτεται ως ακριβό και αχρείαστο σχέδιο: με περιορισμένο ρόλο στο μέλλον και ανάγκη κρατικής ενίσχυσης για να επιβιώσουν, τα έργα φαίνεται να εξυπηρετούν επενδυτικά συμφέροντα και όχι τις πραγματικές ανάγκες του ενεργειακού συστήματος.
Το αφήγημα περί ανάγκης νέων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με καύσιμο το φυσικό αέριο δεν αντέχει σε σοβαρή τεχνική και οικονομική ανάλυση, ειδικά στο μεταβαλλόμενο ενεργειακό τοπίο όπου οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) καταλαμβάνουν πλέον κυρίαρχη θέση. Παρά τις επενδύσεις ύψους 1,6 δισ. ευρώ και την επιμονή του ΥΠΕΝ ότι οι μονάδες φυσικού αερίου είναι κρίσιμες για την ενεργειακή ασφάλεια, η πραγματικότητα του μέλλοντος τις καταδικάζει σε ρόλο επικουρικό, περιορισμένο σε λίγες ώρες λειτουργίας ετησίως. Με άλλα λόγια, δεν πρόκειται να αποτελούν μονάδες βάσης — αλλά εφεδρείες για αιχμές.
Όταν οι ίδιες οι κυβερνητικές παραδοχές αναφέρουν πως ότι οι ώρες λειτουργίας των εν λόγω μονάδων θα υποδιπλασιαστούν μέχρι το 2030 (από 3.200 σε μόλις 1.280 ώρες τον χρόνο) και η παραγωγή θα συρρικνωθεί από 17 TWh σε 10 TWh, τότε η συζήτηση για νέες μονάδες δεν αφορά στην ενεργειακή ανάγκη, αλλά τη διασφάλιση αποδόσεων για επενδυτές μέσω κρατικών μηχανισμών ενίσχυσης. Η πρόβλεψη για μηχανισμούς όπως τα Contracts for Difference ή τα Strategic Reserves επιβεβαιώνει ότι το μοντέλο δεν είναι βιώσιμο με όρους αγοράς – απαιτεί επιδότηση για να σταθεί.
Αυτό που πλέον διαφαίνεται ξεκάθαρα είναι ότι πίσω από την κατασκευή αυτών των μονάδων βρίσκεται η πρόθεση ορισμένων επιχειρηματικών κύκλων να εξασφαλίσουν κέρδη μέσα από έργα που, στην πράξη, δεν έχουν λόγο ύπαρξης. Ο στόχος δεν είναι η κάλυψη πραγματικών ενεργειακών αναγκών, αλλά η δημιουργία τεχνητής ζήτησης, ώστε μέσω των κρατικών επιδοτήσεων να μεταφερθεί το βάρος στους Έλληνες φορολογούμενους. Πρόκειται για μια μορφή παρασιτικής επιχειρηματικότητας, όπου το ρίσκο κοινωνικοποιείται και το κέρδος ιδιωτικοποιείται – ένα γνώριμο, παλιό μοντέλο που οδηγεί σε ενεργειακές στρεβλώσεις και μακροχρόνια οικονομική επιβάρυνση.
Η υποτιθέμενη συμβολή τους στην ενεργειακή επάρκεια ακούγεται εύλογη μόνο αν κανείς αγνοήσει τις τεχνολογικές εξελίξεις στην αποθήκευση ενέργειας, την ενίσχυση των διασυνδέσεων και τις δυνατότητες διαχείρισης της ζήτησης. Επιπλέον, η επιμονή στην ανάπτυξη θερμικών μονάδων λειτουργεί ανασταλτικά για επενδύσεις σε πιο σύγχρονες λύσεις — ενισχύει την εξάρτηση από ορυκτά καύσιμα και έρχεται σε αντίθεση με τους στόχους της πράσινης μετάβασης.