Στις 30 Μαρτίου 1952, ο Νίκος Μπελογιάννης εκτελείται στο στρατόπεδο του Γουδή, αφήνοντας ανεξίτηλο το αποτύπωμά του στην ελληνική ιστορία. Περισσότερο από επτά δεκαετίες αργότερα, το όνομά του παραμένει συνδεδεμένο με την έννοια της πολιτικής αφοσίωσης, της αντίστασης και της θυσίας.
Ο Μπελογιάννης γεννήθηκε το 1915 στην Αμαλιάδα και από νεαρή ηλικία εντάχθηκε στο κομμουνιστικό κίνημα. Η δράση του κορυφώθηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής, όταν συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση μέσω του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Στα μετεμφυλιακά χρόνια, η Ελλάδα βρισκόταν σε κλίμα έντονου αντικομμουνισμού, με το κράτος να καταδιώκει συστηματικά τους ηττημένους του Εμφυλίου. Σε αυτό το πλαίσιο, το 1950, ο Μπελογιάννης επιστρέφει παράνομα στη χώρα για να αναδιοργανώσει το παράνομο δίκτυο του ΚΚΕ, αλλά συλλαμβάνεται και παραπέμπεται σε δίκη με την κατηγορία της κατασκοπείας.
Η δίκη του Μπελογιάννη υπήρξε σημείο καμπής στη μετεμφυλιακή πολιτική ζωή της Ελλάδας. Παρά την έλλειψη ουσιαστικών αποδείξεων, καταδικάστηκε σε θάνατο, γεγονός που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Πνευματικές προσωπικότητες όπως ο Πάμπλο Πικάσο, ο Πωλ Ελυάρ και ο Τσάρλι Τσάπλιν τάχθηκαν υπέρ του, αναδεικνύοντας τη δίκη του ως μια υπόθεση με διεθνείς διαστάσεις. Ωστόσο, το ελληνικό κράτος επέλεξε να προχωρήσει στην εκτέλεσή του τα ξημερώματα της 30ής Μαρτίου 1952, σε μια προσπάθεια καταστολής των κομμουνιστικών εστιών αντίστασης.
Η δίκη του Μπελογιάννη υπήρξε σημείο καμπής στη μετεμφυλιακή πολιτική ζωή της Ελλάδας. Παρά την έλλειψη ουσιαστικών αποδείξεων, καταδικάστηκε σε θάνατο, γεγονός που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Πνευματικές προσωπικότητες όπως ο Πάμπλο Πικάσο, ο Πωλ Ελυάρ και ο Τσάρλι Τσάπλιν τάχθηκαν υπέρ του, αναδεικνύοντας τη δίκη του ως μια υπόθεση με διεθνείς διαστάσεις. Ωστόσο, το ελληνικό κράτος επέλεξε να προχωρήσει στην εκτέλεσή του τα ξημερώματα της 30ής Μαρτίου 1952, σε μια προσπάθεια καταστολής των κομμουνιστικών εστιών αντίστασης.