Ο Αντισυμβατικός Pedro Almodóvar | Της Σοφία Κουραπίδη
Ο Pedro Almodóvar Caballero γεννήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου του 1949 στην επαρχία της Λα Μάντσα στην Ισπανία, την πατρίδα του Δον Κιχώτη. Καταξιωμένος σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός, ο Almodóvar είχε καλλιτεχνικές επιρροές από πολύ μικρή ηλικία, καθώς η μητέρα του είχε ιδιαίτερη ευαισθησία σε καλλιτεχνικά θέματα, και γενικότερα απετέλεσε πρότυπο και έμπνευση για το μικρό Pedro. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την υπέρμετρη φαντασία του, οδήγησε τον Almodóvar να πλάθει ιστορίες και να τις διηγείται στις αδελφές του. Οι γυναικείες φιγούρες στη ζωή του, έπαιξαν δραστικό ρόλο στη δημιουργία των μετέπειτα χαρακτήρων των ταινιών του, και ιδιαίτερα η μητέρα είναι ένα θέμα, με το οποίο ο Almodóvar καταπιάνεται στις περισσότερες ταινίες του.
Μια επίσης έντονη επιρροή στο έργο του Almodóvar, υπήρξε και η επαφή του με την αυστηρή καθολική εκκλησία. Το καθολικό σχολείο, στο οποίο αναγκάστηκε να πάει ο Almodóvar, ήταν η ευκαιρία για να αναπτύξει -ακόμη περισσότερο- την επαναστατική και ασυμβίβαστη φύση του, αφού δεν ήταν καθόλου δεκτικός στα πρωτόκολλα και τους κανόνες των ιερέων. Η περιφρόνηση και η απαξίωση της καθολικής εκκλησίας, ολοκληρώθηκε, όταν ο Pedro κατάλαβε τη μεγάλη αδυναμία που είχαν ορισμένοι ιερείς στα μικρά αγόρια. Αν και ο ίδιος δεν κακοποιήθηκε ποτέ σεξουαλικά, είχε γίνει μάρτυρας σε περιστατικά παιδεραστίας.
Μεγαλώνοντας κατά την περίοδο της δικτατορίας του Φράνκο, ο Almodóvar ξεκίνησε να αμφισβητεί κάθε είδος εξουσίας και να εκφράζεται μέσα από άρθρα και σατιρικά σχέδια και προκλητικά κόμικς για διάφορες εφημερίδες και περιοδικά. Είχε μία εβδομαδιαία στήλη, στην οποία υπέγραφε ως «η πορνοστάρ Πάτι Ντιφούζα». Η αρθρογραφία του είχε τεράστια απήχηση στο νεανικό και επαναστατικό κοινό. Μία από τις καλλιτεχνικές του εκφράσεις ήταν το ντουέτο που έκανε με τον Φάμπιο ΜακΝαμάρα, γνωστό και ως «Φάνι». Το συγκρότημα ονομαζόταν «Αλμοδόβαρ και Μακναμάρα». Στη σκηνή έβγαινε με διχτυωτά καλσόν, μαύρο eyeliner και περούκες. Η μεγαλύτερη επιτυχία τους είχε ένα τίτλο -εξίσου ανατρεπτικό- με την εμφάνιση τους: «Ρούφα το μου».
Η αρχή
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ο Almodóvar ενδιαφέρεται για τον πειραματικό κινηματογράφο και το θέατρο. Συνεργάστηκε με την πρωτοποριακή θεατρική ομάδα Los Goliardos, στην οποία έπαιξε τους πρώτους επαγγελματικούς ρόλους της και συναντήθηκε με την ηθοποιό Carmen Maura. Η άνθηση της εναλλακτικής πολιτιστικής σκηνής της Μαδρίτης έγινε το τέλειο σενάριο για τις κοινωνικές ανησυχίες του Almodóvar, αποτελώντας κρίσιμη φιγούρα στην La Movida Madrileña, την πολιτιστική αναγέννηση που ακολούθησε το θάνατο του δικτάτορα Φράνκο.
Ο Almodóvar αγόρασε την πρώτη του κάμερα, όταν ήταν 22 ετών, και άρχισε να κάνει ταινίες μικρού μήκους. Το 1974 έκανε την πρώτη του ταινία μικρού μήκους με θεματολογία σεξουαλικές αφηγήσεις. Τις πρώτες του ταινίες, τις έδειχνε σε μπαρ και νυχτερινά στέκια και η απήχηση που είχαν στο κοινό ήταν μεγάλη, καθώς τα στοιχεία που υπήρχαν από τότε στις ταινίες του ήταν οι ανατρεπτικοί χαρακτήρες, οι τραβεστί, οι υπέροχοι διάλογοι, το απρόβλεπτο σεξ, οι κραιπάλες και η ξέφρενη νεολαία. Έτσι, σταδιακά, ο Almodóvar άρχισε να γίνεται γνωστός στη Μαδρίτη.
Ο δρόμος προς την καταξίωση
Η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία είναι το «Η Πέπι, η Λούσι, η Μπομ και τα άλλα κορίτσια» που ολοκληρώθηκε με πολλές δυσκολίες το 1980. Ακολούθησαν πολλές ταινίες, στις οποίες υπογράφει ο ίδιος και το σενάριο, και οι οποίες του έφεραν διεθνή αναγνώριση ως σκηνοθέτη. Η πρώτη εξ’ αυτών είναι η μαύρη κομεντί-δραματική ταινία «Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης» (1988), η οποία προτάθηκε για βραβείο Όσκαρ Καλύτερης Ξένης ταινίας και συνέχισε με την ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία, τη σκοτεινή κωμωδία «Δέσε με!» (1990) και τα μελοδράματα «Ψηλά τακούνια» (1991) και «Ζωντανή σάρκα» (1997).
Το «Όλα για τη μητέρα μου» (1999) έλαβε το βραβείο Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσας Ταινίας, ενώ το «Μίλα της» (2002), απέσπασε το βραβείο Καλύτερης Πρωτότυπης Σκηνοθεσίας. Ακολούθησαν το δράμα «Volver» (2006), το ρομαντικό θρίλερ «Ραγισμένες αγκαλιές» (2009), το ψυχολογικό θρίλερ «Το δέρμα που κατοικώ» (2011) και το δράμα «Julieta» (2016), τα οποία προτάθηκαν όλα για το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών.
Ο Almodóvar είναι ένας από τους πιο επιτυχημένους σκηνοθέτες της Ισπανίας και οι ταινίες του έχουν κερδίσει το παγκόσμιο ενδιαφέρον. Οι περισσότεροι, μάλιστα, ανέπτυξαν μια ιδιαίτερη λατρεία για το είδος του. Έχει κερδίσει συνολικά δύο Βραβεία Όσκαρ, τέσσερα Βραβεία Βρετανικής Ακαδημίας, έξι Ευρωπαϊκά Βραβεία Κινηματογράφου, δύο Χρυσές Σφαίρες, εννέα βραβεία Goya και τέσσερα βραβεία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών. Το 1997 έλαβε τη Γαλλική Λεγεώνα της Τιμής, και το 1999, το Χρυσό Μετάλλιο των Καλών Τεχνών από το Υπουργείο Πολιτισμού της Ισπανίας. Εκλέχθηκε Τιμητικό Μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών το 2001 και έχει λάβει επίτιμο διδακτορικό δίπλωμα το 2009 από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και το 2016 από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης για τη συμβολή του στις τέχνες. Το 2013 έλαβε επίτιμο Ευρωπαϊκό Βραβείο της Ακαδημίας Κινηματογράφου, ενώ τον Ιανουάριο του 2017 επιλέχθηκε ως Πρόεδρος της Κριτικής Επιτροπής για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών του ιδίου έτους.
Ο δημιουργός
«Ο Almodóvar έχει εδραιώσει το δικό του, πολύ αναγνωρίσιμο σύμπαν, σφυρηλατημένο από επαναλαμβανόμενα θέματα και στιλιστικά χαρακτηριστικά», γράφει ο Gerard A. Cassadó στο Φωτόγραμμα, ισπανικό κινηματογραφικό περιοδικό. Ο συγγραφέας εντόπισε κάποια βασικά χαρακτηριστικά που επαναλαμβάνονται στις ταινίες του, όπως η ομοφυλοφυλία, η σεξουαλική διαστροφή, οι γυναίκες ηρωίδες, ο καθολικισμός, τα οικογενειακά δράματα, το υπερβολικό κιτς. Επιπλέον, ο Almodóvar έχει διακριθεί για τη χρήση τολμηρών χρωμάτων και εφευρετικών γωνιών κάμερας, καθώς και για τη χρήση «κινηματογραφικών αναφορών, τραγουδιών και εικόνων που εξυπηρετούν την ίδια λειτουργία με τα τραγούδια ενός μουσικού, για να εκφράσουν αυτά που δε μπορούν να ειπωθούν». Η προβολή της διακόσμησης και της μόδας στις ταινίες του, είναι επιπρόσθετες σημαντικές πτυχές, που καθιερώνουν το στίγμα του. Η μουσική είναι, επίσης, ένα βασικό χαρακτηριστικό.
Πολλοί έχουν επικρίνει τον Almodóvar για την επιστροφή του στα ίδια θέματα και τα ίδια στυλιστικά χαρακτηριστικά, άλλοι τον χειροκρότησαν, διότι είχε «τη δημιουργικότητα, για να ξανακερδίσει, κάθε φορά που έρχεται πίσω σε αυτά». Σε διεθνές επίπεδο, έχει χαιρετιστεί ως σκηνοθέτης από κριτικούς κινηματογράφου, οι οποίοι μάλιστα έχουν δημιουργήσει τον όρο «Almodóvariano» για να καθορίσουν το μοναδικό στυλ του.
Το γυναικείο στοιχείο
Η θεματολογία των ταινιών του Almodóvar είναι αυτή που τον έκανε διάσημο, καθώς αποτελείται κυρίως από ιστορίες γυναικών. Έχει επηρεαστεί -σε μεγάλο βαθμό- από τις κλασσικές ταινίες του Χόλιγουντ, στις οποίες τα πάντα συμβαίνουν γύρω από ένα γυναικείο κύριο χαρακτήρα και έχει μιλήσει συχνά για το πώς επηρεάστηκε από ισχυρές γυναίκες στην παιδική του ηλικία: «Οι γυναίκες ήταν πολύ χαρούμενες, δούλευαν σκληρά και πάντα μιλούσαν, μου έδωσαν τις πρώτες αισθήσεις και σφυρηλάτησαν το χαρακτήρα μου. Δεν εκπροσωπούσα ποτέ την αρσενική φιγούρα: η μητρότητα με εμπνέει περισσότερο από την πατρότητα». Η απεικόνιση των γυναικών στις ταινίες του έχει επαινεθεί από τους περισσότερους κριτικούς, αλλά υπήρχαν και μερικοί που τον κατηγόρησαν για μισογυνισμό. Ένας κριτικός από την Popmatters έγραψε ότι «αυτό που πολλές από τις γυναίκες στις ταινίες του Almodóvar έχουν κοινό, παρά το χαρακτηρισμό τους ως θύμα ή μάρτυρας ή ηρωίδα, είναι ότι είναι επιζώντες», σημειώνοντας, ότι ο Almodóvar ενδιαφέρεται να απεικονίσει τις γυναίκες να ξεπερνούν τις τραγωδίες και τις αντιξοότητες, καθώς και τη δύναμη των στενών γυναικείων σχέσεων.
Οι συνεργασίες
Ο Almodóvar διατηρεί πιστές σχέσεις με τους συνεργάτες του, αφού υπάρχουν αρκετοί ηθοποιοί, οι οποίοι έχουν εμφανιστεί σε 3 ή και περισσότερες ταινίες, είτε ως πρωταγωνιστές, είτε σε υποστηρικτικούς ρόλους. Μερικοί από αυτούς είναι: ο Chus Lampreave, η Carmen Maura, η Cecilia Roth, η Rossy de Palma, η Kiti Manver, ο Fabio MacNamara, η Marisa Paredes, η Julieta Serrano, η Eva Siva, ο Lupe Barrado, ο Loles León και ο Javier Cámara. Επίσης, έχει αναδείξει και παγκόσμιους σταρ, όπως η Penélope Cruz, ο Javier Bardem και ο Antonio Banderas. Οι γυναίκες πρωταγωνίστριες του είναι γνωστές ως «chicas Almodóvar» (οι γυναίκες του Almodóvar).
Οι πιστές συνεργασίες του Almodóvar επεκτείνονται και πέρα από τους ηθοποιούς. Από το 1986, ο Agustín Almodóvar, ο αδελφός του Pedro, είναι ο παραγωγός των ταινιών του, ενώ στην παραγωγή, έχει επίσης συμμετάσχει και η Esther García. Παράλληλα, και οι δύο εμφανίζονται τακτικά στις ταινίες σε δεύτερους ρόλους, ενώ και η μητέρα του Almodóvar, Francisca Caballero, έκανε εμφάνιση σε 4 ταινίες πριν πεθάνει.
Ο συνθέτης José Salcedo είναι υπεύθυνος για την επεξεργασία όλων των ταινιών του Almodóvar από το 1980 και ο κινηματογραφιστής José Luis Alcaine συνεργάστηκε μαζί του σε συνολικά 6 ταινίες. Ο Angel Luis Fernández υπήρξε κινηματογραφιστής σε 5 ταινίες του Almodóvar στη δεκαετία του 1980, ενώ στη δεκαετία του 1990, συνεργάστηκε με τον Alfredo Mayo σε δύο ταινίες και τον Affonso Beato σε τρεις ταινίες.
Ο συνθέτης Bernardo Bonezzi έγραψε τη μουσική για 6 ταινίες του, ενώ τη σύνθεση όλων των υπολοίπων έχει αναλάβει ο Alberto Iglesias. Η καλλιτεχνική διεύθυνση ανήκει στον Antxón Gomez τα τελευταία χρόνια, αν και έχουν συμμετάσχει και άλλοι συνεργάτες, όπως οι Román Arango, Javier Fernández και Pin Morales. Οι συχνότεροι συνεργάτες του για τα κοστούμια περιλαμβάνουν τους José María de Cossío, Sonia Grande και Paco Delgado. Ο Almodóvar συνεργάστηκε, επίσης, με τους σχεδιαστές Jean Paul Gaultier και Gianni Versace σε κάποιες ταινίες του.
Το σκάνδαλο
Τον Απρίλιο του 2016, μια εβδομάδα πριν από την επίσημη παρουσίαση της ταινίας «Julieta» στην Ισπανία, ο Pedro και ο Agustín Almodóvar βρέθηκαν υπόλογοι μετά τη διαρροή των Panama Papers, καθώς τα ονόματά τους εμφανίζονται ότι μετείχαν σε μια εταιρεία που εδρεύει στις Βρετανικές Παρθένους Νήσους μεταξύ του 1991 και του 1994. Ως αποτέλεσμα, ο Pedro ακύρωσε τις προγραμματισμένες συνεντεύξεις και εκδηλώσεις που είχε προετοιμάσει για την παρουσίαση του «Julieta». Ο Agustín δημοσίευσε μια δήλωση στην οποία δήλωνε ότι είναι πλήρως υπεύθυνος, λέγοντας ότι τα οικονομικά θέματα ήταν αποκλειστικά δική του ευθύνη, ενώ ο Pedro ήταν αφιερωμένος στη δημιουργική πλευρά, και ήλπιζε ότι αυτό δε θα αμαυρώσει τη φήμη του αδελφού του. Τόνισε επίσης, ότι οι δυο τους πάντα τηρούν τους ισπανικούς φορολογικούς νόμους. «Στο νομικό μέτωπο δεν υπάρχουν ανησυχίες», εξήγησε. «Είναι ένα πρόβλημα φήμης για το οποίο είμαι υπεύθυνος, λυπάμαι πολύ που ο Pedro έπρεπε να υποστεί τις συνέπειες. Έχω αναλάβει την πλήρη ευθύνη για ό,τι συνέβη, όχι επειδή είμαι ο αδελφός του ή επιχειρηματικός συνεργάτης του, αλλά επειδή η ευθύνη είναι όλη δική μου, ελπίζω ότι ο χρόνος θα θέσει τα πράγματα στη θέση τους, δεν είμαστε υπό φορολογική επιθεώρηση». Την εβδομάδα μετά την παρουσίαση της «Julieta», ο Pedro έδωσε μια συνέντευξη, στην οποία ανέφερε ότι δε γνώριζε τίποτα σχετικά με τις μετοχές, καθώς τα οικονομικά θέματα τα χειριζόταν ο αδελφός του Agustín. Ωστόσο τόνισε, ότι η άγνοιά του δεν ήταν δικαιολογία και πήρε την πλήρη ευθύνη. Ο Agustín παραδέχτηκε -αργότερα- ότι όλη αυτή η υπόθεση είχε ως αντίκτυπο τα κέρδη του box office της «Julieta» στην Ισπανία να είναι πολύ χαμηλά, καθώς η ταινία είχε το χειρότερο άνοιγμα ταινίας Almodóvar στο ισπανικό box office μέσα σε 20 χρόνια.
Τον Απρίλιο του 2016, μια εβδομάδα πριν από την επίσημη παρουσίαση της ταινίας «Julieta» στην Ισπανία, ο Pedro και ο Agustín Almodóvar βρέθηκαν υπόλογοι μετά τη διαρροή των Panama Papers, καθώς τα ονόματά τους εμφανίζονται ότι μετείχαν σε μια εταιρεία που εδρεύει στις Βρετανικές Παρθένους Νήσους μεταξύ του 1991 και του 1994. Ως αποτέλεσμα, ο Pedro ακύρωσε τις προγραμματισμένες συνεντεύξεις και εκδηλώσεις που είχε προετοιμάσει για την παρουσίαση του «Julieta». Ο Agustín δημοσίευσε μια δήλωση στην οποία δήλωνε ότι είναι πλήρως υπεύθυνος, λέγοντας ότι τα οικονομικά θέματα ήταν αποκλειστικά δική του ευθύνη, ενώ ο Pedro ήταν αφιερωμένος στη δημιουργική πλευρά, και ήλπιζε ότι αυτό δε θα αμαυρώσει τη φήμη του αδελφού του. Τόνισε επίσης, ότι οι δυο τους πάντα τηρούν τους ισπανικούς φορολογικούς νόμους. «Στο νομικό μέτωπο δεν υπάρχουν ανησυχίες», εξήγησε. «Είναι ένα πρόβλημα φήμης για το οποίο είμαι υπεύθυνος, λυπάμαι πολύ που ο Pedro έπρεπε να υποστεί τις συνέπειες. Έχω αναλάβει την πλήρη ευθύνη για ό,τι συνέβη, όχι επειδή είμαι ο αδελφός του ή επιχειρηματικός συνεργάτης του, αλλά επειδή η ευθύνη είναι όλη δική μου, ελπίζω ότι ο χρόνος θα θέσει τα πράγματα στη θέση τους, δεν είμαστε υπό φορολογική επιθεώρηση». Την εβδομάδα μετά την παρουσίαση της «Julieta», ο Pedro έδωσε μια συνέντευξη, στην οποία ανέφερε ότι δε γνώριζε τίποτα σχετικά με τις μετοχές, καθώς τα οικονομικά θέματα τα χειριζόταν ο αδελφός του Agustín. Ωστόσο τόνισε, ότι η άγνοιά του δεν ήταν δικαιολογία και πήρε την πλήρη ευθύνη. Ο Agustín παραδέχτηκε -αργότερα- ότι όλη αυτή η υπόθεση είχε ως αντίκτυπο τα κέρδη του box office της «Julieta» στην Ισπανία να είναι πολύ χαμηλά, καθώς η ταινία είχε το χειρότερο άνοιγμα ταινίας Almodóvar στο ισπανικό box office μέσα σε 20 χρόνια.
Παρακάτω, ακολουθεί η μεγαλύτερη επιτυχία του συγκροτήματος «Αλμοδόβαρ και Μακναμάρα» με τον ανατρεπτικό τίτλο «Ρούφα το μου».
Της Σοφίας Κουραπίδη
Πηγές
http://www.maxmag.gr/afieromata/o-antisymvatikos-pedro-almodovar/
https://en.wikipedia.org/
http://www.mixanitouxronou.gr