«Ο Διαμαντόπουλος αναδιαμορφώνει με προσοχή τις καθιερωμένες ιστορικές μας προσλήψεις για τον Μεσοπόλεμο… υπό την έννοια αυτή καταφέρνει να παραμείνει στο κέντρο της γενικότερης ιστορικής μεσοπολεμικής προβληματικής και να αποτελέσει κομμάτι της, ίσως το κορυφαίο».
Το μετέωρο βήμα της Αβασίλευτης Δημοκρατίας
Την τελευταία τριετία έχει εκδηλωθεί μια έντονη βιβλιογραφική τάση για επαναδιαπραγμάτευση μεγάλων ιστορικών γεγονότων–τομών, με αφορμή τις επετείους τους. Η τάση αυτή εκδηλώθηκε με τους εορτασμούς για την διακοσαετηρίδα από την επανάσταση του 1821 και συνεχίστηκε με την εκατονταετηρίδα της Μικρασιατικής Καταστροφής και την συμπλήρωση 50 ετών από τα δραματικά γεγονότα του Πολυτεχνείου. Είναι σαφές ότι οι αφορμές αυτές εμπλούτισαν την βιβλιογραφία μας με νέα σημαντικά έργα, ενώ παράλληλα εκσυγχρόνισαν τον σύγχρονο ελληνικό ιστορικό λόγο. Ταυτόχρονα πρόσφεραν το πλαίσιο στην ιστορική κοινότητα συνολικά να διεξάγει έναν, έστω έμμεσο, διάλογο με το ευεργετικό αποτέλεσμα ενός δημιουργικού ιστορικού αναστοχασμού.
Η νέα μελέτη του Θανάση Διαμαντόπουλου προφανώς βρίσκεται ευθυγραμμισμένη με την τάση αυτή, καθώς στις 25 Μαρτίου αυτού του έτους συμπληρώνονται 100 χρόνια από την ανακήρυξη της θνησιγενούς Αβασίλευτης Δημοκρατίας. Το νέο του βιβλίο «Χωρίς Στέμμα» των εκδόσεων Παττάκη έρχεται πρακτικά ως συνέχεια της μονογραφίας του για την εκτέλεση των Έξι, ωστόσο η συνέχεια αυτή δεν είναι μόνο θεματική, αλλά και στο τρόπο γραφής και ανάλυσης. Είναι γεγονός ότι η διπλή αυτή συμβολή του Διαμαντόπουλου έχει αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον για την περίοδο σε ένα πολύ ευρύτερο αναγνωστικό κοινό από τον στενό κύκλο όσων ασχολούνται συστηματικά με την μεσοπολεμική περίοδο.
Κατά την γνώμη μου, το κύριο χαρακτηριστικό της νέας μελέτης του Διαμαντόπουλου είναι η σαφής πρόθεσή του να κινηθεί πιο ισορροπημένα μεταξύ των δύο παρατάξεων του Μεσοπολέμου, του βενιζελισμού και αντιβενιζελισμού. Πριν από όλα τις εξετάζει ισότιμα και τους δίνει περίπου τον ίδιο χώρο, ενώ αντιμετωπίζει τον αντιβενιζελισμό πιο έντιμα ακόμη και από τους ίδιους τους οπαδούς του, που πολλές φορές αδίκησαν τον εαυτό τους και την ιδεολογία τους παρασυρμένοι από τα πολιτικά πάθη της εποχής. Αν μετά την Μεταπολίτευση επικράτησε βιβλιογραφικά ένα μοντέλο υπέρ μιας διακριτικής -ή, ενίοτε, όχι και τόσο διακριτικής- δικαίωσης του βενιζελισμού (με κύριους εκπροσώπους τους Σβολόπουλο, Αλιβιζάτο, Βερέμη και Μαυρογορδάτο, που ανακαίνισαν το κλασσικό μεταπολεμικό έργο του Δαφνή και του έδωσαν βάθος και επιστημονική εγκυρότητα), την τελευταία δεκαετία επικράτησαν πιο ψύχραιμες και ισορροπημένες αναλύσεις με κορυφαία αυτή του Ριζά. Αλλά και, πρόσφατα, αυτές των Κλάψη, Συρίγου και Χατζηβασιλείου. Στο κλίμα αυτό ενός ήπιου αναθεωρητισμού της περιόδου, κινείται και η νέα μελέτη του Διαμαντόπουλου, κάτι που γίνεται φανερό σχεδόν σε κάθε κεφάλαιο του βιβλίου. Είναι και αυτό μια πρόσθετη πολύ σημαντική συνεισφορά του συγγραφέα, η οποία συμπληρώνει τις συνολικές τομές που αυτός μας προτείνει με την εν λόγω ρηξικέλευθη και τολμηρή εργασία.
Η δομή του βιβλίου διαρθρώνεται γραμμικά, εξετάζοντας όλες τις φάσεις του πολιτειακού ζητήματος από την πρώτη του εμφάνιση, κατά τον Εθνικό Διχασμό, μέχρι την κορύφωσή του μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Νομίζω ότι η ιδιαιτερότητά του συνίσταται στο γεγονός ότι κάθε κομμάτι της αφήγησης είναι μεν οργανικά συνδεδεμένο με το προηγούμενο και το επόμενο, αλλά μπορεί να διαβαστεί και αυτόνομα. Και αυτό γιατί ο Διαμαντόπουλος ακολουθεί μια τακτική ανάλυση πλήρη επισημάνσεων και εύστοχων παρατηρήσεων, τεκμηριωμένων από έγκυρη βιβλιογραφία, και βασισμένων σε πλούσιο υλικό που βρίσκεται στον εκτενή σχολιασμό. Εκεί ο Διαμαντόπουλος προβαίνει και σε μια κριτική επεξεργασία των ισχυρισμών της σχετικής βιβλιογραφίας, που τους διασταυρώνει με τα νέα δικά του ευρήματα, δίνοντας μια νέα ματιά στην περίοδο.
Η διαδοχή των ιστορικών γεγονότων τα οποία οδήγησαν στην ανακήρυξη της Αβασίλευτης δεν είναι αυστηρή, καθώς ο συγγραφέας δεν έχει ως βασικό στόχο την ξηρή επανάληψή τους, που άλλωστε είναι ήδη γνωστή και από άλλα έργα, αλλά κυρίως προβαίνει στην αποτίμησή τους, προσπαθώντας μέσα από μικρές νέες ψηφίδες και λεπτομέρειες να δώσει στον αναγνώστη και μια ικανή γεύση της εποχής, προσπάθεια που ξεκινάει ήδη από το …οπισθόφυλλο του βιβλίου. Υπό αυτή την έννοια, το έργο είναι περισσότερο πολιτικό παρά ιστορικό και ο Διαμαντόπουλος επιμένει ιδιαίτερα στην ανάδειξη του κομματικού ψηφιδωτού της εποχής, ως συνισταμένη και των νέων κοινωνικών συσχετισμών που διαμορφώθηκαν με την δραματική ένταξη 1,5 εκατομμυρίου Μικρασιατών προσφύγων στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας.
Αναμφίβολα μια βασική επιδίωξη του συγγραφέα είναι να τονιστεί και να δικαιωθεί ιστορικά ο ρόλος του Γεώργιου Καφαντάρη στις εξελίξεις της εποχής, ρόλος ο οποίος είχε συσκοτιστεί λόγω της μορφής του Βενιζέλου που δεσπόζει στην περίοδο. Ο Διαμαντόπουλος τονίζει τον πρωταγωνιστικό και ευεργετικό ρόλο του Καφαντάρη την περίοδο των κυβερνήσεων συνεργασίας 1927-8, αλλά και την εξαιρετικά άδικη μεταχείρισή του από τον Βενιζέλο με το διπλό άδειασμα το 1924, αλλά και το καλοκαίρι 1928.
Ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο της νέας μελέτης είναι αναμφίβολα η ανάλυση του Διαμαντόπουλου για το Σύνταγμα του 1925/6 που δημιούργησε -προσπάθησε δε με επιμονή να προωθήσει την ψήφιση και θέσπισή του- ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου. Το νομοθετικό αυτό κείμενο είχε μείνει ως τώρα κρυφό καθώς πρακτικά επί ελάχιστο διάστημα ίσχυσε ως σύνολο, ενώ κάποιες διατάξεις του επιβίωσαν στο Σύνταγμα του 1927. Ο Διαμαντόπουλος αναλύει τις πιο κρίσιμες διατάξεις του, όπως την ίδρυση Γερουσίας, ενός πολιτειακού παράγοντα που αν και θνησιγενής έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στις μεσοπολεμικές πολιτικές εξελίξεις, ειδικά κατά την περίοδο 1932-1935. Αλλά η πιο εντυπωσιακή διάταξη είναι αυτή που τελικά δεν ίσχυσε ποτέ: η ετήσια θητεία του εκάστοτε πρωθυπουργού, που ίσως θεωρητικά είχε ως στόχο την διάχυση της εξουσίας και την αποφυγή καταστάσεων πολιτικής κυριαρχίας ενός πολιτικού προσώπου, αλλά πρακτικά οδηγούσε στον αποκλεισμό του Ελευθέριου Βενιζέλου από την επιστροφή του στην εξουσία. Ο Διαμαντόπουλος δεν μας δίνει μόνο το περίγραμμα των επίμαχων διατάξεων, αλλά κυρίως ανιχνεύει την πολιτική σκοπιμότητα πίσω από αυτές, στο κομμάτι της μελέτης που ιστοριοδιφικά τουλάχιστον, μοιάζει να είναι το πιο πρωτότυπο όλων.
Ο Διαμαντόπουλος, ίσως λόγω ατομικής πολιτικής ιδεολογίας, αντιμετωπίζει με αυξημένη πολιτική και ιστορική ευαισθησία τους ανελεύθερους νόμους του Μεσοπολέμου, το Κατοχυρωτικό (ποινικοποίηση ακόμη και των καθαρά θεωρητικών φιλικών προς τη δυναστεία απόψεων) και το Ιδιώνυμο. Αναλύει τους δύο νόμους και εξηγεί τους λόγους γιατί αυτοί δεν ήταν μόνο αντιδημοκρατικοί, αλλά και εντελώς παράλογοι, η δε ψήφισή τους αποτέλεσε έναν αναχρονιστικό ξεπερασμένο αυταρχικό πολιτικό προϊόν, που παρήγαγε νομικές τερατογενέσεις. Εκτός από τις πρόσθετες πλούσιες ιστοριοδιφικές λεπτομέρειες που προσφέρει, ο Διαμαντόπουλος ακριβώς αναδεικνύει την αντίφαση ένα δημοκρατικό καθεστώς να στηρίζεται σε αυταρχικούς και αντιδημοκρατικούς νόμους, οι οποίοι είχαν συγκεκριμένη πολιτική και κοινωνική στόχευση με φωτογραφικές διατάξεις.
Πρακτικά σύμφωνα με την ανάλυση της μελέτης, ο νεότευκτος θεσμός της Αβασίλευτης Δημοκρατίας δεν κινήθηκε ενωτικά τείνοντας χείρα φιλίας στην δεύτερη τότε μεγαλύτερη πολιτική παράταξη της Χώρας, προϋπόθεση απαραίτητη για την στερέωση και ομαλή λειτουργία του. Αντίθετα φανερώθηκε ως πολιτικό προπύργιο επιβολής όλων των Φιλελευθέρων, είτε με πολιτική είτε με στρατιωτική στολή, επί των αντιπάλων τους. Υπό αυτό το πρίσμα εξέτασης, η μεγαλύτερη αποτυχία της Αβασίλευτης υπήρξε η καταστρατήγηση του Συντάγματος του 1927 στις παραμονές των εκλογών του 1928 υπέρ του Βενιζέλου. Η καταστρατήγηση αυτή που είχε τρεις πτυχές (εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, διάλυση βουλής, και εκ των υστέρων αλλαγή εκλογικού νόμου με …προεδρικό διάταγμα) συντελέστηκε από τους Βενιζέλο και Κουντουριώτη και νομίζω ότι ως τώρα έχει υποτιμηθεί από την ιστορική κοινότητα, καθώς ο Βενιζέλος θριάμβευσε στις εκλογές του 1928, άρα και οι όποιες αυθαιρεσίες νομιμοποιήθηκαν από τη λαϊκή ψήφο. Αλλά η καταστρατήγηση αυτή των όρων του παιχνιδιού, ενώ φαινομενικά υποτίθεται ότι στερέωσε την Αβασίλευτη, δίνοντας μια ισχυρή κυβέρνηση με μεγάλη λαϊκή αποδοχή, ουσιαστικά την διάβρωσε, καθώς διέλυσε τους -τότε- μετριοπαθείς πολιτειακά Ελευθερόφρονες έστρεψε δε και τους μετριοπαθείς αντιβενιζελικούς πολιτευτές εναντίον της Αβασίλευτης.
Όπως ανέδειξε με ευκρίνεια ο Διαμαντόπουλος, την πολιτική νομιμοποίηση της Αβασίλευτης δεν βοήθησαν ούτε οι αντιφάσεις του Βενιζέλου την περίοδο της παντοδυναμίας του (1928-1930) σε σχέση με το κομμάτι του Εθνικού Διχασμού που παρέμενε ακόμη υπαρκτό – έστω εν υπνώσει. Τα αρχικά του εντυπωσιακά ανοίγματα στον Τσαλδάρη υπέρ της μνήμης των Έξι, φάνηκαν ότι δεν υπαγορεύτηκαν από ειλικρίνεια, αλλά από σκοπιμότητα και εκ του ασφαλούς. Μόλις δύο έτη μετά, όταν ενέσκηψε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και -αρκετά αργότερα- η συνεπακόλουθη ελληνική πτώχευση, η καταφυγή Βενιζέλου στα αντανακλαστικά του Εθνικού Διχασμού, προς αποκόμιση μικροπολιτικών κερδών, αποτέλεσε μια (ακόμη) ολέθρια επιλογή που υπονόμευσε αποφασιστικά τα θεμέλια της Αβασίλευτης.
Εν κατακλείδι, θα έλεγα ότι η ματιά του Διαμαντόπουλου στην περίοδο της Αβασίλευτης δεν είναι ριζοσπαστικά αναθεωρητική, είναι όμως σαφές ότι κρατά αποστάσεις από πολλές ενέργειες και αποφάσεις του Βενιζέλου, τον οποίο υποβάλλει σε ισχυρή κριτική για την γενικότερη στάση του. Για να είμαστε δίκαιοι με τον Διαμαντόπουλο και σε παλαιότερα έργα του είχε τηρήσει κριτική στάση απέναντι στον βενιζελισμό της περιόδου (ενδεικτικά: Η ελληνική πολιτική ζωή: Εικοστός αιώνας, Παπαζήσης, 1997). Νομίζω όμως ότι στο παρόν του έργο, (τολμώ να πω προϊόν μεγαλύτερης ωριμότητας και περίσκεψης), κάνει την υπέρβαση, αποτινάσσοντας κάποιες μεταπολιτευτικές προσλήψεις και επιρροές που ήταν μοιραία πολύ ισχυρές εκείνη την εποχή, παρέχει δε μια αντικειμενικότερη ανάλυση.
Όπως και στην προηγούμενη μελέτη του για την εκτέλεση των Έξι, ο Διαμαντόπουλος αναδιαμορφώνει με προσοχή τις καθιερωμένες ιστορικές μας προσλήψεις για τον Μεσοπόλεμο, υποβάλλοντας σε κριτική επεξεργασία πολλές κατεστημένες αντιλήψεις μας για την περίοδο 1924-1935. Σε τελική ανάλυση, το «Χωρίς Στέμμα» καταφέρνει να προσφέρει όχι ακριβώς μια εναλλακτική, αλλά αναμφίβολα μια πιο ψύχραιμη και ισορροπημένη εκτίμηση προσώπων και γεγονότων της μεσοπολεμικής περιόδου με φόντο το πολιτειακό. Ο Διαμαντόπουλος εγκολπώνεται και εντάσσει στο υλικό του ευρήματα και διεργασίες της ιστορικής έρευνας της τελευταίας δεκαετίας και υπό την έννοια αυτή καταφέρνει να παραμείνει στο κέντρο της γενικότερης ιστορικής μεσοπολεμικής προβληματικής και να αποτελέσει κομμάτι της, ίσως το κορυφαίο.
Ο σύντομος επίλογος του Διαμαντόπουλου συμπυκνώνει εύστοχα όλα τα αμαρτήματα της Αβασίλευτης που ευτυχώς δεν επανέλαβε η Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία, αλλά κυρίως υπογραμμίζει μια απαραίτητη συνθήκη για μια ομαλή πολιτειακή αλλαγή που ίσχυε το 1974, αλλά εμφανώς απουσίαζε το 1924: την ωριμότητα των πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών.