Νέα αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών το 2028.
Σε μια στρατηγική επιλογή με έντονο πολιτικό άρωμα, η κυβέρνηση αποφάσισε να μεταθέσει για το 2028 την επόμενη αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων, προκειμένου να αποφύγει το ενδεχόμενο λαϊκής δυσαρέσκειας ενόψει της εκλογικής αναμέτρησης του 2027.
Η διατήρηση των σημερινών τιμών ζώνης, παρά τις έντονες αποκλίσεις από τις εμπορικές τιμές, στοχεύει στην αποτροπή επιβαρύνσεων για ιδιοκτήτες και αγοραστές, οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν εκλογικό κόστος.
Παρότι ο αρχικός σχεδιασμός προέβλεπε σύγκλιση των αντικειμενικών με τις πραγματικές τιμές της αγοράς και τακτικές αυτόματες αναθεωρήσεις για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής, η υλοποίηση αυτού του πλάνου μετατίθεται ουσιαστικά για τουλάχιστον επτά χρόνια.
Σήμερα, το χάσμα μεταξύ εμπορικών και αντικειμενικών τιμών φτάνει μεσοσταθμικά το 30%, με ακόμη μεγαλύτερες αποκλίσεις σε δημοφιλείς περιοχές όπως το κέντρο της Αθήνας, τα νότια και τα βόρεια προάστια, αλλά και σε τουριστικούς προορισμούς.
Πηγές του οικονομικού επιτελείου αναφέρουν ότι η στεγαστική κρίση που βρίσκεται σε εξέλιξη δεν επιτρέπει καμία αύξηση στις αντικειμενικές αξίες. Αντίθετα, μια τέτοια εξέλιξη θα οδηγούσε σε ντόμινο αυξήσεων όχι μόνο στις τιμές πώλησης και τα ενοίκια, αλλά και στους φόρους και τα τέλη που συνοδεύουν την κατοχή και τη μεταβίβαση ακινήτων.
Ο ΕΝΦΙΑ θα αυξανόταν αναλογικά, ενώ και τα έξοδα μεταβίβασης – συμβολαιογραφικά, μεσιτικά, τέλη κτηματολογίου – θα γίνονταν δυσβάσταχτα ακόμη και για τους φορολογούμενους που δεν υπερβαίνουν τα αφορολόγητα όρια.
Η κυβέρνηση επιλέγει επομένως να «παγώσει» τις αντικειμενικές αξίες, παρά τη θεσμοθετημένη υποχρέωση για συχνή επικαιροποίηση. Στόχος, όπως αναφέρεται, είναι να αποκλιμακωθούν οι τιμές στην αγορά και να ενισχυθεί η προσφορά, ιδίως μέσω κινήτρων για την αξιοποίηση των κλειστών διαμερισμάτων.