Ο τραπεζικός κίνδυνος δεν αφορά μόνο μεμονωμένες περιπτώσεις, αλλά αποκτά διαστάσεις που αγγίζουν οριζόντια ολόκληρο το επενδυτικό χαρτοφυλάκιο στον τομέα των ΑΠΕ.
Ο κλάδος των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), δηλαδή τα φωτοβολταϊκά και τα αιολικά πάρκα, αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα. Ήδη από τους πρώτους μήνες του 2025, οι περικοπές στην παραγωγή «πράσινου» ρεύματος είναι σχεδόν ίδιες με ολόκληρο το 2024.
Αυτό σημαίνει ότι πολλές εταιρείες που έχουν επενδύσει στην πράσινη ενέργεια, μικρές και μεγάλες, βλέπουν τα έσοδά τους να μειώνονται δραματικά.
Αλλά τι σημαίνει «περικοπή»; Ότι η παραγόμενη ενέργεια από τις ΑΠΕ δεν φτάνει στο δίκτυο, δεν πωλείται και άρα δεν πληρώνεται. Αυτό συμβαίνει επειδή το δίκτυο ηλεκτροδότησης δεν μπορεί να απορροφήσει όλο το ρεύμα που παράγεται, κυρίως τις ώρες που η ζήτηση είναι χαμηλή (π.χ. μεσημέρι, Κυριακές, κ.λπ.). Έτσι, η παραγόμενη ενέργεια «πετάγεται», και μαζί της χάνονται και τα αντίστοιχα έσοδα για τους παραγωγούς.
Οι παραγωγοί βρίσκονται σε αδιέξοδο. Βλέπουν ότι το πρόβλημα χειροτερεύει, αλλά δεν υπάρχει κάποιο σαφές σχέδιο από την Πολιτεία για να το αντιμετωπίσει. Αυτό που θα μπορούσε να βοηθήσει, είναι η αποθήκευση της ενέργειας – δηλαδή η χρήση μεγάλων μπαταριών, ώστε το ρεύμα να μην χάνεται αλλά να αποθηκεύεται και να χρησιμοποιείται αργότερα. Ωστόσο, ούτε αυτό προχωρά όπως θα έπρεπε.
Οι μπαταρίες που έχουν προγραμματιστεί να κατασκευαστούν, προχωρούν με πολύ αργούς ρυθμούς. Και ενώ υπάρχουν προσκλήσεις για νέες εγκαταστάσεις, δεν υπάρχουν οικονομικά κίνητρα – δηλαδή επιδοτήσεις ή χρηματοδοτήσεις – για να ξεκινήσουν άμεσα. Ειδικά οι μπαταρίες που θα μπορούσαν να μπουν σε ήδη υπάρχοντα φωτοβολταϊκά δεν προχωρούν, γιατί χωρίς ενίσχυση το κόστος είναι απαγορευτικό.
Οι περικοπές στην παραγωγή και οι συστηματικές απώλειες εσόδων για τους επενδυτές διαμορφώνουν ένα κλίμα αβεβαιότητας, το οποίο δεν αφήνει ανεπηρέαστες τις τράπεζες, που έχουν εκτεθεί σημαντικά στον συγκεκριμένο τομέα μέσω χρηματοδοτήσεων έργων φωτοβολταϊκών και αιολικών σταθμών. Καθώς τα έργα αποδίδουν πολύ χαμηλότερα από τις αρχικές προβλέψεις, εξαιτίας της μειωμένης απορρόφησης της παραγόμενης ενέργειας από το δίκτυο, αυξάνεται ο κίνδυνος αδυναμίας αποπληρωμής δανείων από μικρές και μεσαίες κυρίως εταιρείες του κλάδου.
Πολλοί παραγωγοί δηλώνουν ήδη αδυναμία κάλυψης των χρηματοδοτικών τους υποχρεώσεων, καθώς δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν δάνεια που είχαν στηριχθεί σε προβολές εσόδων οι οποίες πλέον δεν ισχύουν. Ο τραπεζικός κίνδυνος, όπως επισημαίνουν πηγές του χώρου, δεν αφορά μόνο μεμονωμένες περιπτώσεις, αλλά αποκτά διαστάσεις που αγγίζουν οριζόντια ολόκληρο το επενδυτικό χαρτοφυλάκιο στον τομέα των ΑΠΕ.
Η κατάσταση επιδεινώνεται περαιτέρω από τη ραγδαία πτώση της εμπορικής αξίας των έργων που πλήττονται από συνεχείς περικοπές. Τα φωτοβολταϊκά πάρκα και οι ανεμογεννήτριες, που έχουν χρησιμεύσει ως ενέχυρα για την έκδοση δανείων, χάνουν πλέον μέρος της αξίας τους, καθώς δεν αποφέρουν τα αναμενόμενα έσοδα. Αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση αθέτησης πληρωμών, οι τράπεζες ενδέχεται να βρεθούν με εξασφαλίσεις μειωμένης απόδοσης, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε ζημιές.
Ήδη, στην αγορά καταγράφεται έντονη κινητικότητα πώλησης έργων, κυρίως φωτοβολταϊκών, από ιδιοκτήτες που προσπαθούν να περιορίσουν τις απώλειες ή να αποχωρήσουν εγκαίρως από τον κλάδο. Οι συναλλαγές αυτές, πολλές φορές κάτω από την αρχική αξία των έργων, επιβεβαιώνουν την τάση υποτίμησης περιουσιακών στοιχείων που απειλεί και την τραπεζική σταθερότητα.
Παράλληλα, η τραπεζική διστακτικότητα ως προς την έγκριση νέων δανείων σε έργα ΑΠΕ γίνεται ήδη ορατή, με τις διαδικασίες αξιολόγησης να γίνονται αυστηρότερες και τα επιτόκια να διαμορφώνονται σε υψηλότερα επίπεδα, γεγονός που αναμένεται να φρενάρει περαιτέρω τις επενδύσεις στον τομέα. Μπροστά σε αυτή τη κατάσταση οι τράπεζες, αν και παραμένουν προσηλωμένες στους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης και πράσινης χρηματοδότησης, καλούνται να επανεξετάσουν τον τρόπο στήριξης έργων ΑΠΕ, καθώς ο κίνδυνος επισφαλειών αποκτά πλέον δομικά χαρακτηριστικά.