Η ΕΕ αναθεωρεί το πλαίσιο για τον έλεγχο των άμεσων ξένων επενδύσεων, την ώρα που η Ελλάδα επιχειρεί μόλις τώρα να το εφαρμόσει.
Την ώρα που η Ευρωπαϊκή Ένωση ενισχύει το θεσμικό της οπλοστάσιο απέναντι σε επενδυτικούς κινδύνους για την ασφάλεια και τη δημόσια τάξη, η Ελλάδα επιχειρεί, με πέντε χρόνια καθυστέρηση, να ευθυγραμμιστεί με τον ευρωπαϊκό Κανονισμό του 2019 για τον έλεγχο των άμεσων ξένων επενδύσεων. Παρά το γεγονός ότι το σχετικό πλαίσιο εφαρμόζεται ήδη από τον Οκτώβριο του 2020, η χώρα παρέμεινε θεσμικά απροστάτευτη, αποτελώντας την τελευταία στην Ένωση που κινείται προς εναρμόνιση – με μοναδικές εξαιρέσεις, έως πρόσφατα, την Κύπρο και την Κροατία.
Την ίδια στιγμή, στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που συνεδριάζει την επόμενη εβδομάδα στο Στρασβούργο, θα τεθεί προς ψήφιση νέα πρόταση Κανονισμού που προχωρά ακόμα πιο πέρα: εισάγει υποχρεωτικούς ελέγχους για επενδύσεις σε τομείς στρατηγικής σημασίας όπως τα μέσα ενημέρωσης, οι κρίσιμες πρώτες ύλες και οι υποδομές μεταφορών. Η ΕΕ, δηλαδή, αναθεωρεί το πλαίσιο του 2019 την ώρα που η Ελλάδα επιχειρεί μόλις τώρα να το εφαρμόσει.
Με καθυστέρηση λοιπόν πέντε ετών η Ελλάδα είναι η τελευταία χώρα που κινείται επιτέλους προς την πλήρη εναρμόνιση με το ενωσιακό πλαίσιο για τον έλεγχο των άμεσων ξένων επενδύσεων. Ο σχετικός νόμος, που έρχεται να εφαρμόσει τον ευρωπαϊκό Κανονισμό (ΕΕ) 2019/452, τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση από το υπουργείο Εξωτερικών. Η διαβούλευση ολοκληρώθηκε επιτυχώς τη Μεγάλη Πέμπτη, 17 Απριλίου. Ωστόσο, είναι άγνωστο πότε το νομοσχέδιο θα μπει στη Βουλή.
Με την ψήφιση του νομοσχεδίου, θα δημιουργηθεί ένας εθνικός μηχανισμός ελέγχου των ξένων επενδύσεων για λόγους εθνικής ασφάλειας και δημόσιας τάξης. Παρότι ο ευρωπαϊκός κανονισμός δεν επιβάλλει υποχρεωτικά τη σύσταση τέτοιου μηχανισμού, προβλέπει την ενίσχυση της διακρατικής συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών, στοιχείο κρίσιμο για την προστασία στρατηγικών υποδομών και περιουσιακών στοιχείων σε όλη την Ένωση. Η απουσία σχετικού πλαισίου καθιστούσε την Ελλάδα αδύναμο κρίκο στην κοινή ευρωπαϊκή άμυνα απέναντι σε ενδεχόμενους κινδύνους από μη φιλικές επενδυτικές πρακτικές.
Ο μηχανισμός αφορά άμεσα επιχειρήσεις, επενδυτές – φυσικά ή νομικά πρόσωπα – καθώς και τους δημόσιους φορείς που εμπλέκονται στην αδειοδότηση και παρακολούθηση των επενδυτικών κινήσεων. Παράλληλα, ενισχύει την κοινή ευρωπαϊκή προσπάθεια για την προστασία ευαίσθητων τομέων όπως η ενέργεια, οι μεταφορές, η τεχνολογία και οι επικοινωνίες.
Η νομοθετική παρέμβαση της ελληνικής κυβέρνησης, ωστόσο, έρχεται με καθυστέρηση, καθώς οι ευρωπαϊκοί θεσμοί κινούνται πλέον προς αυστηρότερη κατεύθυνση. Την επόμενη εβδομάδα, στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο, αναμένεται να τεθεί προς ψήφιση πρόταση νέου κανονιστικού πλαισίου, με υποχρεωτικούς ελέγχους για ξένες επενδύσεις σε στρατηγικούς τομείς, όπως τα μέσα ενημέρωσης, οι κρίσιμες πρώτες ύλες και οι μεταφορές.
Η ψήφιση, που είναι προγραμματισμένη για την Πέμπτη 8 Μαΐου, θα καθορίσει τη διαπραγματευτική θέση του Κοινοβουλίου έναντι των κρατών μελών, ανοίγοντας τον δρόμο για τελικές συνομιλίες σχετικά με τη μορφή που θα λάβει το νέο θεσμικό πλαίσιο. Η πρόταση ενισχύει τη δυνατότητα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να παρεμβαίνει σε επενδύσεις που ενδέχεται να προκαλέσουν ανησυχίες για την ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη, διαμορφώνοντας ένα πιο συνεκτικό και δεσμευτικό σύστημα ελέγχου σε ολόκληρη την ΕΕ.
Σύμφωνα με τους νέους κανόνες, περισσότεροι τομείς – όπως οι υπηρεσίες μέσων ενημέρωσης, οι κρίσιμες πρώτες ύλες και οι υποδομές μεταφορών – θα υπόκεινται σε υποχρεωτικό έλεγχο από τα κράτη μέλη, προκειμένου να εντοπίζονται και να αντιμετωπίζονται οι κίνδυνοι για την ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη που σχετίζονται με ξένες επενδύσεις. Οι διαδικασίες που εφαρμόζονται στους εθνικούς μηχανισμούς ελέγχου θα εναρμονιστούν, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα έχει την εξουσία να παρεμβαίνει είτε με δική της πρωτοβουλία είτε σε περιπτώσεις διαφωνίας μεταξύ κρατών μελών για πιθανούς κινδύνους.
Εάν η αρμόδια αρχή ελέγχου διαπιστώσει ότι ένα σχεδιαζόμενο επενδυτικό έργο ενδέχεται να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη, θα πρέπει είτε να το εγκρίνει υπό την προϋπόθεση λήψης μέτρων μετριασμού, είτε να το απορρίψει.