Δείγματα ιστών και βιολογικού υλικού από διενεργηθείσες νεκροψίες-νεκροτομές «στοιβάζονται» στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία της Πάτρας, μετά την ισχύ της απόφασης του Πανεπιστημίου Αθηνών για την επ’ αόριστον αναστολή αποστολής υλικού, προς εξέταση, σε εργαστήριά του.
Στην πράξη, επί του παρόντος, θα παραμείνουν «ανοικτές» ιατροδικαστικές εκθέσεις σε βάθος χρόνου με τις δυσοίωνες προβλέψεις ακόμα και για μια 10ετία.
Από την 1η Σεπτεμβρίου 2022, σταμάτησαν να αποστέλλονται δείγματα για ιστοπαθολογικές εξετάσεις, ενώ από 18 Οκτωβρίου 2023 «μπλόκο» υπάρχει και για τις τοξικολογικές εξετάσεις.
Οπως αποκαλύπτει σήμερα η «Πελοπόννησος της Δευτέρας», το αποτέλεσμα είναι, εδώ και πλέον του ενός χρόνου, να βρίσκονται σε εκκρεμότητα τουλάχιστον 55 υποθέσεις για ιστοπαθολογικές εξετάσεις, ενώ στις 50 ανέρχονται από τα τέλη του περασμένου μήνα οι περιπτώσεις που τελούν σε αναμονή για τοξικολογική διερεύνηση με τον αριθμό, σύμφωνα με ιατροδικαστικές πηγές, να αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο. Και αυτό γιατί σχεδόν η πλειοψηφία των νεκροψιών-νεκροτομών συνοδεύονται από αιτήματα διενέργειας τοξικολογικής εξέτασης.
Τον τελευταίο χρόνο, δείγματα ιστών φυλάσσονται σε φορμόλη στους περιορισμένους χώρους που διαθέτει η Ιατροδικαστική Υπηρεσία Πατρών, ωστόσο κρούεται ο «κώδωνας του κινδύνου» για τη συντήρηση του μεγάλου όγκου υλικού που έχει συγκεντρωθεί προς τοξικολογική εξέταση, η φύλαξη του οποίου απαιτεί την ύπαρξη διαθέσιμων ψυκτικών θαλάμων. Ειδικοί θάλαμοι που δεν υπάρχουν στο νεκροτομείο Πατρών, καθώς μέχρι σήμερα δεν είχε προκύψει, και κατ’ επέκταση δεν είχε προβλεφθεί, η φύλαξη δειγμάτων για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα.
Το θέμα που έχει προκύψει με την Ιατροδικαστική Πατρών και αφορά εν γένει στις αντίστοιχες Υπηρεσίες Πελοποννήσου και Νήσων εγείρει σημαντικά ζητήματα, με πρωταρχικό την αξιοπιστία των αποτελεσμάτων.
«Ο καθένας θα μπορεί να θέσει αιτιάσεις, τόσο για τις συνθήκες και τον χρόνο φύλαξης του υλικού και το σημαντικότερο της αμφισβήτησης του αποτελέσματος» ανέφεραν στην «ΠτΔ» ιατροδικαστικοί κύκλοι.
Μείζον θέμα προκύπτει και για την πορεία της διερεύνησης υποθέσεων, ως προς την προανακριτική διαδικασία από τις αστυνομικές και εισαγγελικές Αρχές, αλλά και την απονομή δικαιοσύνης για την τέλεση εγκληματικών πράξεων και όχι μόνο.«Για να υπάρξει ενημέρωση των αρμόδιων υπηρεσιών, αλλά και των πολιτών που ζητούν απαντήσεις, θα πρέπει να έρθουν τα αποτελέσματα από τα εργαστήρια, το οποία πια αρνούνται την οποιαδήποτε συνεργασία» τονίζεται από ιατροδικαστικές πηγές.
Από τις αρχές φθινοπώρου του 2022 μέχρι και σήμερα, η Ιατροδικαστική Υπηρεσία Πατρών έχει αποστείλει στο υπουργείο Δικαιοσύνης αλλεπάλληλα έγγραφα με κοινοποίηση προς τις αρμόδιες εισαγγελικές αρχές, ζητώντας λύση, χωρίς να υπάρξει ανταπόκριση.
Υπερκοστολόγηση και «ψαλίδι»
Σύμφωνα με το υπουργείο Δικαιοσύνης, κατόπιν ελέγχου, το πρόβλημα έγκειται στα υπέρογκα ποσά που απαιτούνται για τη διενέργεια των εξετάσεων από τα εξειδικευμένα κρατικά εργαστήρια. Συγκεκριμένα, σε ανακοίνωσή του, αναφέρεται πως τη διετία 2020 -2021 είχαν καταβληθεί μόνο προς το Πανεπιστήμιο Αθηνών 800.000€. Σε έλεγχο το 2022, διαπιστώθηκαν υπερβολικά ποσά για τις προσφερόμενες υπηρεσίες και ζητήθηκε από το υπουργείο Υγείας η κοστολόγηση των εν λόγω εργασιών, όπου προέκυψε κατά το υπ. Δικαιοσύνης υπερκοστολόγηση στα αντιδραστήρια. Ετσι, στο πλαίσιο του ορθολογισμού για την αντιμετώπιση της μεγάλης δημοσιονομικής δαπάνης, υπήρξε «ψαλίδι» στη χρηματοδότηση.
Ο ποινικολόγος Περικλής Πασχάκης σχολίασε: «Πρόκειται για μία εξέλιξη, η οποία αγγίζει τα όρια της αρνησιδικίας στην ποινική δικαιοσύνη», επισημαίνοντας πως «η παραγγελία από προανακριτικούς υπαλλήλους ή από ανακριτές διενέργειας τοξικολογικών ή ιστοπαθολογικών εξετάσεων αποτελούν ανακριτικές πράξεις με σκοπό τη διακρίβωση της αλήθειας, η οποία τελικώς κατατείνει στην αποκάλυψη του ενόχου και την τιμωρία του ή ενίοτε στην απαλλαγή κατηγορουμένου, ο οποίος κατηγορείται άδικα. Συνήθως, οι εξετάσεις αυτές παραγγέλλονται στο πλαίσιο ποινικής διερεύνησης σοβαρών εγκλημάτων κατά της ζωής, π.χ. ανθρωποκτονίες, κατά της σωματικής ακεραιότητας, κατά της γενετήσιας ελευθερίας π.χ. βιασμοί, αλλά και άλλων εγκλημάτων». Οπως τονίζεται, από τον έγκριτο νομικό «τις περισσότερες φορές τα αποτελέσματα των εξετάσεων αυτών κρίνουν σε πολύ μεγάλο βαθμό την εξέλιξη της ποινικής διερεύνησης τόσο σοβαρών εγκλημάτων, αφού αποτελούν αντικειμενικά ευρήματα, τα οποία τις περισσότερες φορές δεν μπορούν εύκολα τουλάχιστον να ανατραπούν.
«Μειωμένη αξιοπιστία»
Ταυτόχρονα, όμως, είναι ζωτικής σημασίας για την αξιοπιστία τους η συλλογή υλικού και η εξέτασή του όσο το δυνατόν πιο κοντά χρονικά στον χρόνο τέλεσης του διερευνώμενου εγκλήματος. Αντιστρόφως, όσο οι ενέργειες αυτές απομακρύνονται χρονικά από τον χρόνο τέλεσης του εγκλήματος τόσο καθίσταται μειωμένη η αξιοπιστία τους». Χαρακτηρίζει μάλιστα, ως «πλήγμα» στην ταχύτητα και την ποιότητα της απονομής δικαιοσύνης, καθώς «γίνεται εύκολα κατανοητό ότι πλήττει τόσο τα θύματα αξιόποινων πράξεων που αξιώνουν την πρόοδο της ποινικής διαδικασίας και την τιμωρία του δράστη, όσο και κατηγορούμενους, οι οποίοι εξαρτούν την απαλλαγή τους από τα αποτελέσματα των εξετάσεων αυτών. Πλήττει, δηλαδή, την ταχύτητα και την ποιότητα της απονομής της δικαιοσύνης ιδίως σε μία περίοδο που και τα δύο είναι ζητούμενα της νομοθετικής εξουσίας». Παράλληλα «δίνει στέρεο έρεισμα σε διαδίκους προκειμένου να στραφούν κατά του ελληνικού κράτους στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ασκώντας προσφυγή, αιτούμενοι αποζημίωσης, καθώς πρόκειται για σαφή παράβαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη» καταλήγει ο κ. Πασχάκης.