Ποιοι φόροι απέδωσαν περισσότερο στο ενδεκάμηνο Ιανουαρίου – Νοεμβρίου 2024
Οι δαπάνες για δημόσιες επενδύσεις ανήλθαν σε 9,9 δισ. ευρώ, επίσης μειωμένες κατά 0,5 δισ. ευρώ από τον στόχο.
Σημαντική αύξηση σημείωσαν τα καθαρά έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού κατά την περίοδο Ιανουαρίου – Νοεμβρίου 2024, αγγίζοντας τα 66,7 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό είναι υψηλότερο κατά 0,3 δισ. ευρώ ή 0,46% σε σχέση με τον στόχο που είχε τεθεί για την ίδια περίοδο στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2025.
Τα συνολικά έσοδα του προϋπολογισμού ανήλθαν σε 73,3 δισ. ευρώ, ξεπερνώντας τον στόχο κατά 0,2 δισ. ευρώ ή 0,2%. Από αυτά, τα έσοδα από φόρους έφτασαν τα 60,6 δισ. ευρώ, αποτελώντας τον βασικό πυλώνα των κρατικών εσόδων. Οι εισπράξεις από ΦΠΑ ανήλθαν σε 23,6 δισ. ευρώ, υπερβαίνοντας τον στόχο κατά 0,05 δισ. ευρώ, ενώ οι Ειδικοί Φόροι Κατανάλωσης (ΕΦΚ) έφεραν 6,6 δισ. ευρώ, με αύξηση 0,01 δισ. ευρώ σε σχέση με τον στόχο. Τα έσοδα από φόρους ακίνητης περιουσίας ανήλθαν σε 2,3 δισ. ευρώ, ξεπερνώντας τον στόχο κατά 0,01 δισ. ευρώ, και οι φόροι εισοδήματος συνέβαλαν με 21,7 δισ. ευρώ, υπερβαίνοντας τον στόχο κατά 0,002 δισ. ευρώ.
Στις υπόλοιπες κατηγορίες εσόδων, τα ποσά από μεταβιβάσεις έφτασαν τα 5 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 0,02 δισ. ευρώ σε σχέση με τον στόχο, ενώ τα λοιπά τρέχοντα έσοδα διαμορφώθηκαν στα 3,5 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας υπέρβαση 0,1 δισ. ευρώ. Αντίθετα, τα έσοδα του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) υποχώρησαν στα 3,6 δισ. ευρώ, χαμηλότερα κατά 0,1 δισ. ευρώ από τον στόχο.
Στο σκέλος των δαπανών, το κράτος διέθεσε συνολικά 62,3 δισ. ευρώ, ποσό μειωμένο κατά 1,8 δισ. ευρώ από τον στόχο, κυρίως λόγω ετεροχρονισμού πληρωμών για εξοπλιστικά προγράμματα και μεταβιβάσεις προς ασφαλιστικά ταμεία. Οι δαπάνες για δημόσιες επενδύσεις ανήλθαν σε 9,9 δισ. ευρώ, επίσης μειωμένες κατά 0,5 δισ. ευρώ από τον στόχο.
Η εικόνα αυτή οδήγησε σε πρωτογενές πλεόνασμα 12 δισ. ευρώ, σημαντικά υψηλότερο από τον στόχο των 9,9 δισ. ευρώ, αλλά και από τα 5,8 δισ. ευρώ που είχαν καταγραφεί την αντίστοιχη περίοδο του 2023. Η αύξηση αυτή αποδίδεται αφενός στην είσπραξη της έκτακτης εισφοράς στους προμηθευτές ενέργειας, αφετέρου στη συγκράτηση δαπανών.