Έχει ανοίξει συζήτηση για την ανάγκη θεσμοθέτησης ενιαίων κανόνων που θα υποχρεώνουν τους φορείς να αποκαθιστούν το οδόστρωμα με τρόπο που να εξασφαλίζει τη μακροχρόνια αντοχή του.
Σοβαρές αντιδράσεις προκαλεί η απόφαση της ειδικής επιτροπής της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής να ακυρώσει κανονισμό του Δήμου Αλίμου που προέβλεπε αυστηρότερες προδιαγραφές αποκατάστασης οδοστρώματος μετά από τεχνικά έργα. Η υπόθεση φέρνει στο προσκήνιο ένα χρόνιο πρόβλημα για τους δήμους: τις πρόχειρες επεμβάσεις αποκατάστασης, τα γνωστά «μπαλώματα», που επιταχύνουν τη φθορά των δρόμων και οδηγούν σε υψηλές δαπάνες επισκευών από τις τοπικές αρχές.
Η σημερινή νομοθεσία προβλέπει ότι όταν ένας φορέας κοινής ωφελείας ή τηλεπικοινωνιών εκτελεί έργο που απαιτεί εκσκαφή σε δρόμο, υποχρεούται να αποκαταστήσει το σημείο όπου έγινε η τομή. Στην πράξη, η επαναφορά περιορίζεται σε μια στενή λωρίδα ασφάλτου στο άνοιγμα, χωρίς να αποκαθίσταται το σύνολο της επιφάνειας. Η μέθοδος αυτή δημιουργεί ασυνέχειες και αδύναμα σημεία στο οδόστρωμα, τα οποία φθείρονται γρήγορα, ιδίως υπό την πίεση κυκλοφορίας και καιρικών συνθηκών.
Τα «μπαλώματα» συχνά κατασκευάζονται με υλικά χαμηλής ποιότητας ή χωρίς επαρκή συμπίεση, με αποτέλεσμα την εμφάνιση καθιζήσεων, ρωγμών και ανωμαλιών μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Οι φθορές αυτές όχι μόνο υποβαθμίζουν την εικόνα και την ομαλότητα του δρόμου, αλλά μπορούν να προκαλέσουν ζημιές σε οχήματα και να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια πεζών και οδηγών. Για να επανέλθει ο δρόμος σε καλή κατάσταση, οι δήμοι αναγκάζονται να προχωρούν σε εκτεταμένες ασφαλτοστρώσεις, με σημαντικό κόστος για τα δημοτικά ταμεία.
Με στόχο να περιορίσει το πρόβλημα, ο Δήμος Αλίμου θέσπισε κανονισμό που προέβλεπε αυστηρότερες τεχνικές προδιαγραφές. Ο κανονισμός όριζε ότι για κάθε νέα βλάβη απαιτείται ξεχωριστή άδεια από τον δήμο, ότι το βάθος εκσκαφών για την τοποθέτηση οπτικών ινών πρέπει να είναι 50 εκατοστά –περισσότερο από τα 45 που προβλέπει η νομοθεσία– και ότι η αποκατάσταση πρέπει να περιλαμβάνει την ασφαλτόστρωση ολόκληρης της επιφάνειας του δρόμου στο σημείο της επέμβασης, και όχι μόνο της τομής. Η απαίτηση αυτή στόχευε στη δημιουργία ενιαίας και ομοιόμορφης επιφάνειας, χωρίς ασυνέχειες που ευνοούν τη φθορά.
Σύμφωνα με εκτενές ρεπορτάζ της Καθημερινής, κατά του κανονισμού προσέφυγε η εταιρεία Cosmote, υποστηρίζοντας ότι θεσπίστηκε χωρίς την προβλεπόμενη διαδικασία δημοσιότητας και χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση. Η εταιρεία επισήμανε ότι η νομοθεσία για τα έργα χαμηλής όχλησης δεν παρέχει στους δήμους τη δυνατότητα να επιβάλλουν ειδικότερους όρους πέρα από τους προβλεπόμενους σε εθνικό επίπεδο.
Η ειδική επιτροπή, εξετάζοντας την προσφυγή, έκρινε ότι οι δήμοι, αν και έχουν την ευθύνη συντήρησης του οδικού δικτύου, δεν διαθέτουν την αρμοδιότητα να επιβάλλουν πρόσθετες τεχνικές απαιτήσεις χωρίς σχετική εξουσιοδότηση από την πολιτεία. Με βάση αυτή την ερμηνεία, η επιτροπή ακύρωσε τον κανονισμό, θεωρώντας ότι παραβίαζε το ισχύον θεσμικό πλαίσιο.
Η απόφαση αυτή αναδεικνύει το θεσμικό κενό που αντιμετωπίζουν οι τοπικές αρχές. Από τη μια πλευρά, οι δήμοι έχουν την υποχρέωση να διατηρούν το οδικό δίκτυο σε καλή κατάσταση και φέρουν αστική ευθύνη σε περίπτωση ατυχημάτων λόγω κακοτεχνιών. Από την άλλη, η νομοθεσία τους στερεί τη δυνατότητα να καθορίζουν υψηλότερες προδιαγραφές αποκατάστασης, ακόμη κι αν αυτές κρίνονται απαραίτητες για την αποφυγή μελλοντικών βλαβών.
Η οικονομική επιβάρυνση για τους δήμους είναι σημαντική. Οι κακοτεχνίες στις επεμβάσεις τρίτων οδηγούν σε ανάγκη για πρόωρες ανακατασκευές δρόμων, οι οποίες απορροφούν πόρους που θα μπορούσαν να διατεθούν σε νέα έργα ή άλλες δημοτικές ανάγκες. Επιπλέον, η επαναλαμβανόμενη αποξήλωση και ανακατασκευή τμημάτων του οδοστρώματος αυξάνει την αναστάτωση στην κυκλοφορία και επιβαρύνει τους κατοίκους και τους επαγγελματίες.
Το πρόβλημα δεν είναι τοπικό αλλά πανελλαδικό. Σε πολλές πόλεις, τα συνεργεία που εκτελούν έργα για λογαριασμό οργανισμών κοινής ωφελείας ή τηλεπικοινωνιών εφαρμόζουν μεθόδους αποκατάστασης που, αν και τυπικά συμμορφώνονται με τον νόμο, δεν εξασφαλίζουν μακροχρόνια αντοχή. Η έλλειψη ενιαίων και αυστηρών τεχνικών προδιαγραφών αφήνει περιθώρια για πρακτικές που επιβαρύνουν την ποιότητα του οδικού δικτύου.
Η υπόθεση του Αλίμου έχει ανοίξει τη συζήτηση για την ανάγκη θεσμοθέτησης ενιαίων κανόνων που θα υποχρεώνουν τους φορείς να αποκαθιστούν το οδόστρωμα με τρόπο που να εξασφαλίζει τη μακροχρόνια αντοχή του. Χωρίς μια τέτοια μεταρρύθμιση, το κόστος των κακοτεχνιών θα συνεχίσει να μετακυλίεται στους δήμους και, τελικά, στους πολίτες.