Το νέο γαλάζιο τιμολόγιο που βρίσκεται υπό διαβούλευση, φιλοδοξεί να φέρει νέα δεδομένα στην τιμολόγηση της ηλεκτρικής ενέργειας, λειτουργώντας ως ενδιάμεση επιλογή ανάμεσα στα σταθερά και τα κυμαινόμενα προγράμματα.
Με προκαθορισμένο κόστος για συγκεκριμένο όγκο κατανάλωσης, το νέο μοντέλο υπόσχεται σαφήνεια και ευκολία στον οικονομικό προγραμματισμό των καταναλωτών. Ωστόσο, τα οφέλη του δεν κατανέμονται ισόρροπα σε όλους.
Οι μεγάλοι κερδισμένοι από τη νέα μορφή τιμολόγησης είναι τα νοικοκυριά με σταθερές μηνιαίες ανάγκες σε ηλεκτρική ενέργεια. Για αυτούς, το γαλάζιο τιμολόγιο προσφέρει προβλεψιμότητα στο κόστος και προστασία από τις διακυμάνσεις της χονδρεμπορικής αγοράς.
Πρόκειται κυρίως για οικογένειες που γνωρίζουν επακριβώς τις ενεργειακές τους συνήθειες, έχουν χαμηλό ρίσκο υπέρβασης του συμφωνημένου ορίου και επιθυμούν συμβόλαια με συγκεκριμένες οικονομικές παραμέτρους, χωρίς την αβεβαιότητα που συνοδεύει τις ρήτρες αναπροσαρμογής.
Η συγκεκριμένη ομάδα καταναλωτών αποκτά έτσι ένα εργαλείο σταθερότητας για τον οικογενειακό προϋπολογισμό, σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται συχνά από ενεργειακή αστάθεια.
Αντίθετα, λιγότερο ωφελημένοι — ή ακόμη και ζημιωμένοι — ενδέχεται να βγουν όσοι έχουν ασυνεπή ή υψηλή κατανάλωση ρεύματος. Για παράδειγμα, μεγάλα νοικοκυριά, σπίτια με ενεργοβόρες συσκευές ή καταναλωτές που δεν έχουν σαφή εικόνα των ενεργειακών τους αναγκών, κινδυνεύουν να υπερβούν το συμφωνημένο όριο και να επιβαρυνθούν με επιπλέον χρεώσεις.
Επιπλέον, για όσους καταναλώνουν ρεύμα εποχικά ή προσωρινά — όπως εξοχικές κατοικίες ή φοιτητικά διαμερίσματα — το «πακέτο» ενδέχεται να αποδειχθεί δυσανάλογο σε σχέση με τις πραγματικές τους ανάγκες, επιβαρύνοντας τους με μη αναγκαίο κόστος.
Η αγορά παρακολουθεί με ενδιαφέρον τη διαβούλευση που έχει ήδη ξεκινήσει, καθώς η νέα μορφή τιμολόγησης δεν αποτελεί απλώς μία τεχνική αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού των χρεώσεων, αλλά μια προσπάθεια μετάβασης σε ένα πιο ελεγχόμενο και διαφανές μοντέλο λειτουργίας.
Εφόσον θεσμοθετηθεί, το γαλάζιο τιμολόγιο αναμένεται να είναι διαθέσιμο στους καταναλωτές το φθινόπωρο του 2025, δίνοντας μία επιπλέον επιλογή στη διαρκώς εξελισσόμενη αγορά ενέργειας.