Οι μη-τραπεζικοί δανειστές αυξάνουν τη δραστηριότητά τους σε περιόδους όπου οι τράπεζες μειώνουν τη δανειοδότηση, ανταποκρινόμενες στους περιορισμούς που επιβάλλουν η άνοδος των επιτοκίων ή οι μακροπροληπτικοί κανόνες.
Σε μια εποχή εντεινόμενης νομισματικής σύσφιξης και αυστηρότερων ρυθμιστικών πλαισίων, η εταιρική χρηματοδότηση φαίνεται να μετατοπίζεται σταθερά από το τραπεζικό σύστημα προς τους μη-τραπεζικούς φορείς, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου με τίτλο «From Banks to Nonbanks: Macroprudential and Monetary Policy Effects on Corporate Lending». Η ανάλυση, που βασίζεται σε στοιχεία από περισσότερες από 750.000 δανειοδοτήσεις επιχειρήσεων σε 22 χώρες, καταγράφει σαφώς την αυξανόμενη σημασία των μη-τραπεζικών δανειστών – όπως ασφαλιστικές εταιρείες, επενδυτικά κεφάλαια και συνταξιοδοτικά ταμεία – στην παγκόσμια αγορά εταιρικής πίστωσης.
Η μελέτη αναδεικνύει ότι οι μη-τραπεζικοί δανειστές αυξάνουν τη δραστηριότητά τους σε περιόδους όπου οι τράπεζες μειώνουν τη δανειοδότηση, ανταποκρινόμενες στους περιορισμούς που επιβάλλουν η άνοδος των επιτοκίων ή οι μακροπροληπτικοί κανόνες.
Συγκεκριμένα, μια αύξηση των βασικών επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες συνδέεται με μείωση των τραπεζικών δανείων κατά 7,7%, ενώ την ίδια στιγμή οι μη-τραπεζικοί φορείς αυξάνουν τη χρηματοδότησή τους κατά περίπου 4,6%, λειτουργώντας ως παράλληλο κανάλι ρευστότητας.
Η τάση αυτή αποδίδεται εν μέρει στην αποδυνάμωση των τραπεζικών ισολογισμών. Σε αυτό το πλαίσιο, οι επιχειρήσεις στρέφονται σε εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης, με τις σχέσεις που έχουν αναπτύξει με μη-τραπεζικούς δανειστές να αποδεικνύονται ιδιαίτερα χρήσιμες σε περιόδους πίεσης. Η μελέτη σημειώνει ότι τέτοιες σχέσεις, ιδιαίτερα όταν είναι διαχρονικές, προσφέρουν συγκριτικά πλεονεκτήματα, όπως μεγαλύτερη ευελιξία και συχνά χαμηλότερο κόστος δανεισμού.
Ωστόσο, το φαινόμενο αυτό συνοδεύεται από σημαντικούς προβληματισμούς. Οι μη-τραπεζικοί δανειστές δεν υπόκεινται στις ίδιες ρυθμίσεις και εποπτικά πρότυπα με τις τράπεζες, με αποτέλεσμα να δανείζουν συχνότερα σε επιχειρήσεις υψηλότερου κινδύνου. Ενώ δεν καταγράφεται επί του παρόντος συστημική συγκέντρωση αυξημένου κινδύνου, η σταδιακή συσσώρευση τέτοιων εκθέσεων εγείρει ερωτήματα ως προς τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Παράλληλα, η μελέτη εντοπίζει ενδείξεις «πιστωτικής μετανάστευσης», ιδιαίτερα από τράπεζες με ασθενή κεφαλαιακή βάση ή υψηλή έκθεση σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η απόσυρση των τραπεζών από τη χρηματοδότηση οδηγεί σε μεγαλύτερη εξάρτηση από μη-τραπεζικά κανάλια, εντείνοντας την τάση αποκέντρωσης του πιστωτικού κινδύνου.
Το ΔΝΤ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι παραδοσιακές μακροπροληπτικές πολιτικές, επικεντρωμένες αποκλειστικά στο τραπεζικό σύστημα, χάνουν μέρος της αποτελεσματικότητάς τους σε ένα περιβάλλον όπου οι μη-τραπεζικοί δανειστές αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο στην εταιρική χρηματοδότηση. Στη βάση αυτή, η ανάγκη για επέκταση της εποπτείας σε αυτό το «σκιώδες» τμήμα του χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι επιτακτική, προκειμένου να αποτραπεί η απορρύθμιση, να διατηρηθεί η σταθερότητα και να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική μετάδοση της νομισματικής πολιτικής σε ολόκληρη την οικονομία.