«Άκυρο» ρίχνει η ΤτΕ στο ενδεχόμενο επιβολής φόρου στα κέρδη των τραπεζών.
Επιφυλάξεις αναφορικά με την επιβολή φόρου στα κέρδη των τραπεζών εκφράζει η μελέτη που περιλαμβάνεται στην ετήσια έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα.
Αν και οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν σήμερα υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια και επαρκή ρευστότητα, το υπόδειγμα της μελέτης αναδεικνύει τους δυνητικούς κινδύνους που θα μπορούσε να προκαλέσει μια τέτοια φορολογική πολιτική, τόσο στο χρηματοπιστωτικό σύστημα όσο και στην πραγματική οικονομία.
Η μελέτη, η οποία βασίζεται σε θεωρητικό μακροοικονομικό υπόδειγμα διαμορφωμένο για την ελληνική οικονομία, εξετάζει τις πιθανές επιδράσεις από την επιβολή ενός προσωρινού φόρου 1% στα τραπεζικά κέρδη. Ειδικότερα, αναλύεται πώς ένας τέτοιος φόρος μπορεί να επηρεάσει την πιστοδοτική ικανότητα των τραπεζών, τις επενδυτικές δαπάνες, την αξία των περιουσιακών στοιχείων και, κατ’ επέκταση, το ΑΕΠ και τα εισοδήματα των νοικοκυριών.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης, η επιβολή φόρου μειώνει την κερδοφορία των τραπεζών και περιορίζει την ικανότητά τους να αντλήσουν νέα μετοχικά κεφάλαια, κάτι που οδηγεί σε περιορισμό των δανείων. Οι τράπεζες, επιχειρώντας να αντισταθμίσουν τη μείωση των εσόδων τους, ενδέχεται να αυξήσουν τα επιτόκια δανεισμού, γεγονός που πλήττει τη ζήτηση για επενδύσεις και δάνεια, με αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα.
Η μελέτη επισημαίνει ακόμη την ύπαρξη τριών επιπέδων στρατηγικής αθέτησης υποχρεώσεων, μέσω των οποίων αποτυπώνεται η μετάδοση των επιδράσεων από την πραγματική οικονομία προς το χρηματοπιστωτικό σύστημα και αντίστροφα. Η μείωση της αξίας του φυσικού και οικιστικού κεφαλαίου, που λειτουργεί ως εξασφάλιση για τη χορήγηση δανείων, αυξάνει το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων, επιβαρύνοντας περαιτέρω τους τραπεζικούς ισολογισμούς.
Επιπρόσθετα, σημειώνεται ότι το αυξημένο ρίσκο που προκαλείται από τις αθετήσεις ενισχύει το κόστος άντλησης καταθέσεων, καθώς αυξάνεται το επιτόκιο που ζητούν οι καταθέτες. Το υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης μετακυλίεται ξανά στα επιτόκια δανεισμού, περιορίζοντας περαιτέρω τη ζήτηση για δάνεια και εντείνοντας τη συρρίκνωση της οικονομίας.
Παρότι η αναδιανομή των φορολογικών εσόδων προς τα νοικοκυριά λειτουργεί εν μέρει ως αντισταθμιστικός μηχανισμός, δεν αρκεί για να εξουδετερώσει τις αρνητικές επιδράσεις του φόρου στο συνολικό εισόδημα και την εγχώρια ζήτηση. Το καθαρό αποτέλεσμα είναι αρνητικό, όπως καταγράφεται και στο ΑΕΠ.
Η έκθεση τονίζει ότι, αν και στην παρούσα φάση οι ελληνικές τράπεζες εμφανίζουν ενισχυμένη ανθεκτικότητα και επαρκή κεφαλαιακή ευρωστία, τα ευρήματα της μελέτης προσφέρουν μια σημαντική υπενθύμιση των κινδύνων που μπορεί να ανακύψουν από την εφαρμογή μιας τέτοιας πολιτικής. Η ανάγκη προσεκτικής αξιολόγησης της σκοπιμότητας και του timing ενός τέτοιου μέτρου καθίσταται κρίσιμη, ιδίως σε ένα περιβάλλον διεθνούς αβεβαιότητας και πιθανής επιδείνωσης των χρηματοπιστωτικών συνθηκών.
Σύμφωνα με την έκθεση, η κερδοφορία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος δέχεται ήδη πιέσεις από την πορεία των επιτοκίων. Η αναμενόμενη αποκλιμάκωση των επιτοκίων πολιτικής της ΕΚΤ ενδέχεται να οδηγήσει σε μείωση των τραπεζικών εσόδων από τόκους, παρά την ενίσχυση της ζήτησης για δάνεια. Το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο ενδέχεται να συρρικνωθεί, επηρεάζοντας τα λειτουργικά αποτελέσματα των τραπεζών.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η έκθεση υπογραμμίζει την ανάγκη στρατηγικής προσαρμογής των τραπεζών. Προτείνεται η ενίσχυση των χορηγήσεων προς τις επιχειρήσεις, αξιοποιώντας ευρωπαϊκούς χρηματοδοτικούς πόρους όπως το Ταμείο Ανάκαμψης, καθώς και η αύξηση των μακροχρόνιων δανείων σταθερού επιτοκίου. Παράλληλα, επισημαίνεται η ανάγκη διαφοροποίησης των πηγών εσόδων μέσω της προώθησης ασφαλιστικών και επενδυτικών προϊόντων.
Η βελτίωση της ποιότητας των εποπτικών κεφαλαίων και η μείωση των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTCs) παραμένουν κρίσιμες προκλήσεις για το τραπεζικό σύστημα, με στόχο τη διασφάλιση της χρηματοδοτικής του λειτουργίας στην οικονομία.