Σε κρίσιμη κατάσταση βρίσκει την οικονομία της χώρας η τρέχουσα πολιτική αναταραχή στην Τουρκία με αφετηρία την σύλληψη και μετέπειτα καταδίκη του δημάρχου της Κωνσταντινούπολης, Ιμάμογλου.
Όπως αναφέρει δελτίο του γραφείου οικονομικών και εμπορικών υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στην Άγκυρα, σύμφωνα με Έκθεση του ΟΟΣΑ (δημοσίευση 04.12. τ.ε.), η οικονομία της Τουρκίας αναμενόταν να αναπτυχθεί κατά 3,5% το 2024 και 2,6% το 2025, καθώς η υλοποίηση αναγκαίων πολιτικών μακροοικονομικής σταθεροποίησης αναμένεται να επιβραδύνουν την εγχώρια ζήτηση.
Αντίστοιχα, ο ΟΟΣΑ προβλέπει ότι, η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής και η συνεχιζόμενη δημοσιονομική εξυγίανση θα περιορίσουν την κατανάλωση των νοικοκυριών, ενώ οι επενδύσεις και οι κρατικές δαπάνες θα επιβραδυνθούν, καθώς θα εξασθενίσουν οι επιπτώσεις ανοικοδόμησης από τον καταστροφικό σεισμό του Φεβρουαρίου 2023.
Ωστόσο, οι εξαγωγές αναμένεται να αυξηθούν, λόγω της βελτίωσης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και της συνεχιζόμενης αναζωογόνησης του διεθνούς τουρισμού. Περαιτέρω, σύμφωνα με την Έκθεση του ΟΟΣΑ, ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ αναμένεται να ανακάμψει το 2026, ο οποίος, σύμφωνα με προβλέψεις, θα ανέλθει σε 4%, δεδομένου ότι οι επιπτώσεις των πολιτικών σταθεροποίησης θα έχει μετριαστεί.
Επιπροσθέτως, σύμφωνα με την Έκθεση του ΟΟΣΑ, η υλοποίηση συσταλτικής δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής θα πρέπει να συνεχιστεί έως ότου ο πληθωρισμός αποκλιμακωθεί σε τροχιά επίτευξης του στόχου, που έχει θέση η τ/Κυβέρνηση.
Σε αυτό το πλαίσιο, επισημαίνεται ότι οι υψηλές προσδοκίες για τον πληθωρισμό διατηρούν τους κινδύνους περί μη αποκλιμάκωσης, παρά τη συνεχιζόμενη προσπάθεια συγκράτησης του γενικού επιπέδου των τιμών.
Ωστόσο, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, δύνανται να στηρίξουν περαιτέρω τις τρέχουσες προσπάθειες του οικονομικού επιτελείου για τη σταθεροποίηση του μακροοικονομικού πλαισίου και την ενίσχυση του μακροπρόθεσμου αναπτυξιακού δυναμικού της χώρας.
Σε αυτό το πλαίσιο, η τουρκική Κυβέρνηση δημοσίευσε το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα της, επιβεβαιώνοντας τη δέσμευση για μείωση του γενικού ελλείμματος το δημοσίου τομέα από 5,6% το 2023, σε 2,6% το 2026.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την Έκθεση του ΟΟΣΑ, την παρούσα φάση, η τουρκική οικονομία παρουσιάζει δείγματα επιβράδυνσης, και υπό αυτό το πρίσμα, η ετήσια αύξηση του ΑΕΠ κατά το α΄ τρίμηνο μειώνεται από το 5,3% στο 2,5% κατά το β΄ τρίμηνο.
Σύμφωνα με την ανάλυση του ΟΟΣΑ, σημαντικοί δείκτες, όπως η χρησιμοποίηση του παραγωγικού δυναμικού της μεταποίησης, η ζήτηση για παροχή υπηρεσιών, σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη συρρίκνωση σύναψης επιχειρηματικών δανείων, καταδεικνύουν ότι η οικονομική δραστηριότητα δύναται να επιβραδυνθεί περαιτέρω. Αν και ο πληθωρισμός ήδη από τον Σεπτέμβριο τ.ε. έχει μειωθεί κάτω από 50%, παραμένει σε υψηλό επίπεδο κυρίως λόγω της ανόδου των τιμών στις υπηρεσίες και σε σειρά αγαθών.
Αναφορικά με το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Τουρκίας, σύμφωνα με την Έκθεση του ΟΟΣΑ, αναμένεται η βελτίωση του, λόγω κυρίως των θετικών προοπτικών του τουρισμού, αλλά της αύξησης της παραγωγής φυσικού αερίου στο κοίτασμα Sakarya.
Ως προς τις εξαγωγές της χώρας, η προσπάθεια της τουρκικής Κυβέρνησης για ενίσχυση των εξαγωγών αναμένεται να αποδώσει και να βελτιωθεί περαιτέρω το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αν και από τις αρχές του έτους οι εξαγωγές παρουσίασαν σχετική στασιμότητα, κυρίως λόγω της κλιμάκωσης των περιφερειακών εντάσεων αλλά και εποχικών παραγόντων.
Σχετικά με τη νομισματική πολιτική της Τουρκίας, η Έκθεση του ΟΟΣΑ αναφέρει ότι, η Κεντρική Τράπεζα της χώρας υλοποιεί αυστηρή νομισματική πολιτική με κύριο στόχο της τη σταθερότητα των τιμών, διατηρώντας το βασικό επιτόκιο στο 50% και χρησιμοποιώντας αποφασιστικά όλα τα εργαλεία που διαθέτει για την επίτευξη του στόχου της, όπως η εισαγωγή μηνιαίου αύξησης 2% κατ΄ ανώτατο όριο, για τα δάνεια σε συνάλλαγμα, το οποίο στη συνέχεια μειώθηκε σε 1,5%.
Σύμφωνα με προβλέψεις του ΟΟΣΑ, ο πληθωρισμός της χώρας, σε ετήσια βάση, αναμένεται να ανέλθει σε 30,7% για το 2025 και να υποχωρήσει σε 17,2 το 2026.
Τέλος, σύμφωνα με προτάσεις του ΟΟΣΑ, σχετικά με την ενίσχυση της μακροοικονομικής κατάστασης της χώρας, επισημαίνεται ότι η Τουρκία πρέπει να συνεχίσει την υλοποίηση αυστηρής νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, μέχρι να επιτευχθεί ο στόχος αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού, ώστε να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των αγορών και να μειωθεί η αβεβαιότητα για την κατάσταση της τ/οικονομίας.
Παράλληλα, προτείνεται δέσμη διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας καθιστώντας τις συμβάσεις εργασίας πιο ευέλικτες, διασφαλίζοντας ότι οι κατώτατοι μισθοί είναι εφικτοί για τις επιχειρήσεις.
Γενικά στοιχεία
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του γραφείου οικονομικών και εμπορικών υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στην Άγκυρα, η Τουρκία:
- Κατατάσσεται 17η, κατά μέγεθος, οικονομία διεθνώς και 33η στη διευκόλυνση ανάπτυξης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων (στοιχεία: World Bank).
- Συγκαταλέγεται μεταξύ των χωρών μελών του ΟΟΣΑ, που αναπτύχθηκαν ταχύτατα κατά την 20ετία 2000-2021, σημειώνοντας μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης κατά κεφαλή εισοδήματος 6% (Έκθεση ΟΟΣΑ, 2022, κατά τρέχουσες τιμές και αγοραστική δύναμη).
Το 2024, η οικονομία της Τουρκίας βελτιώνει την αξιολόγησή της από τους τρεις κύριους διεθνείς οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης.
Συγκεκριμένα, η Fitch αύξησε την αξιολόγηση της Τουρκίας από B+ σε BB- με σταθερή προοπτική, εξαιτίας της βελτίωσης των εξωτερικών αποθεμάτων και της αναμενόμενης σταδιακής αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού.
Επιπροσθέτως, η Moody’s βελτίωσε την αξιολόγηση της από B3 σε B1, κάτι που συνέβη για πρώτη φορά μετά από 11 χρόνια, ενώ η S&P Global αύξησε την αξιολόγηση από B σε B+.
Η ανάπτυξη της Τουρκίας, το 2023, βασίστηκε σε δύο παράγοντες:
- στις θετικές εξαγωγικές επιδόσεις, κυρίως προς την ευρωπαική αγορά, η οποία είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος (40% των τουρκικών εξαγωγών περίπου κατευθύνεται στην Ε.Ε.)
- στην αύξηση των δαπανών διαρκών καταναλωτικών αγαθών,σε ένα πληθωριστικό περιβάλλον, με αρνητικά πραγματικά επιτόκια (τα νοικοκυριά προχώρησαν σε αυξημένες δαπάνες, προκειμένου να προστατεύσουν την αξία των αποταμιεύσεων) και οξεία κρίση κόστους διαβίωσης.
Σημειώνεται ότι παρά τις προκλήσεις των κυβερνητικών πολιτικών, τις διεθνείς πληθωριστικές πιέσεις και τον πόλεμο στην Ουκρανία, ο τουρκικός ιδιωτικός τομέας έδειξε ανθεκτικότητα και ικανότητα προσαρμογής, ειδικά στο πλαίσιο της μετατόπισης των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού.
Το 2023, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών παραμένει υψηλό σε 45 δισ. δολάρια, αν και μειώθηκε σε σχέση με το 2022, που ανήλθε σε 48,7 δισ. δολάρια.
Το δημοσιονομικό έλλειμμα ανήλθε σε 5,2% του ΑΕΠ για το 2023, κυρίως λόγω της αναγκαιότητας άσκησης επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής για την αποκατάσταση των ζημιών, που προέκυψαν από τον καταστροφικό σεισμό του Φεβρουαρίου 2023.
Επισημαίνεται ότι το κόστος των ζημιών, σύμφωνα με εκτιμήσεις της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Άγκυρα, θα ανέλθει σε 150 δισ. δολάρια.
Επενδύσεις
Από το 2003 η χώρα, κατέστη σημαντικός προορισμός ΑΞΕ διεθνώς, γεγονός που αποδίδεται στο ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον της περιόδου, στην εφαρμογή της Συμφωνίας Τελωνειακής Ένωσης με την Ε.Ε. και στην έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ε.Ε. το 2005. Την περίοδο 2003 – 2023 εκτιμάται ότι η Τουρκία προσέλκυσε, συνολικά, ΑΞΕ ύψους περίπου 262,2 δισ. δολαρίων. Ποσοστό 72,3% προέρχεται από την Ε.Ε. και 18,1% από την Ασία.
Η Τουρκία παραμένει ελκυστικός προορισμός για ξένους επενδυτές λόγω της βιομηχανικής της βάσης, του μορφωμένου εργατικού δυναμικού και της εγγύτητας στις αγορές.
Το τουρκικό καθεστώς για τις ΑΞΕ είναι φιλελεύθερο με ελάχιστους περιορισμούς ως προς τον τομέα και την εθνικότητα.
Σύμφωνα με την Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας, στη χώρα καταγράφηκαν άμεσες ξένες επενδύσεις ύψους 10,6 δισ. δολαρίων το 2023, έναντι 13,7 δισ. το 2022 σημειώνοντας μείωση κατά 22,7% σε σύγκριση με το 2023. Όμως, το μεγαλύτερο μέρος αυτών αποτελούνταν από απόκτηση ακινήτων και εισροές μετοχικού κεφαλαίου.
Η Τουρκία χρειάζεται περισσότερες εισροές στη μεταποίηση, τις υπηρεσίες και τη γεωργία, προκειμένου να προσαρμοστεί σε θεμελιώδεις αλλαγές, όπως η Πράσινη Συμφωνία και η ψηφιοποίηση.
Ωστόσο, ο υψηλός ρυθμός πληθωρισμού, σε συνδυασμό με τα αυξανόμενα επίπεδα χρέους έχουν βλάψει την εικόνα της χώρας ως ευνοϊκού προορισμού ΑΞΕ. Η συνεχιζόμενη διαρροή εγκεφάλων θέτει επίσης αμφιβολίες για το κατά πόσο τα δημογραφικά στοιχεία και το σχετικά καλά εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό θα συνεχίσουν να αποτελούν πλεονέκτημα για την ανταγωνιστικότητα της χώρας στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων.
Η σημαντικότερη χώρα προέλευσης των ΑΞΕ παραμένει διαχρονικά η Ολλανδία, με συνολικά επενδυμένο κεφάλαιο ύψους 32,3 δισ. και ποσοστό 18,% επί του συνόλου των ΑΞΕ στη χώρα. Την πρώτη πεντάδα των χωρών, το 2023, συμπλήρωσαν η Γερμανία, η Ισπανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ελβετία.
Σύμφωνα με στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας Ελλάδος, το 2023, το τ/απόθεμα ΑΞΕ στην Ελλάδα ανέρχεται σε 444 εκατ. δολάρια, ενώ το ε/απόθεμα ΑΞΕ στην Τουρκία ανέρχεται σε 339 εκατ. δολάρια.
Ελληνο – Τουρκικές οικονομικές σχέσεις
Το διμερές εμπόριο χαρακτηρίζεται διαχρονικά από την κυρίαρχη συμμετοχή (50% – 70%) των προϊόντων διύλισης πετρελαίου/καυσίμων και της ηλεκτρικής ενέργειας στη σύνθεση των ελληνικών εξαγωγών και την αυξανόμενη διεύρυνση του μείγματος των τουρκικών εξαγωγών. Επί μία δεκαετία, από το 2009, το εμπορικό ισοζύγιο των δύο χωρών ήταν πλεονασματικό υπέρ της Ελλάδας (με εξαίρεση το 2016).
Το 2023, οι ελληνικές εξαγωγές μειώθηκαν κατά 27,38%, κυρίως λόγω της σημαντικής μείωσης των εξαγωγών πετρελαιοειδών, που υποχώρησαν κατά 49,2% σε σχέση με το 2022, όπου ανήλθαν 570 εκατ. ευρώ έναντι 1,17 δισ. ευρώ το 2022.
Αντίστοιχα, τα εξαχθέντα πετρελαιοειδή στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 40,7% το 2023 σε σχέση με το 2022 και ανήλθαν σε 242 εκατ. ευρώ το 2023, έναντι 172 εκατ. ευρώ το 2022.
Επισημαίνεται ότι, η λειτουργία του διυλιστηρίου STAR στη Σμύρνη -επένδυση της αζερικής κρατικής εταιρείας SOCAR, καθώς και αντίστοιχες επενδύσεις, που υλοποιούνται με ταχύ ρυθμό σε άλλες περιοχές της Τουρκίας, αναμένεται ότι θα υποκαταστήσουν σε μεγάλο βαθμό τις ελληνικές εξαγωγές πετρελαιοειδών, τα επόμενα έτη.
Το 2023, το εμπορικό ισοζύγιο παρουσίασε επιδείνωση και διαμορφώθηκε για την Ελλάδα με έλλειμμα ύψους 907 εκατ. ευρώ, έναντι 389 εκατ. ευρώ το 2022, εξέλιξη η οποία οφείλεται κυρίως στη μείωση των τ/εξαγωγών πετρελαιοειδών (-49%).