«Στιγμή της αλήθειας» για την Ευρωπαϊκή Ένωση η νέα προεδρία Τραμπ
Η επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών αποτελεί ένα ορόσημο για την Ευρωπαϊκή Ένωση, μια πρόκληση που απαιτεί στρατηγική αναπροσαρμογή, ενότητα και ηγετική καθοδήγηση.
Ο Τραμπ, με τις προστατευτικές οικονομικές του πολιτικές, τις απειλές για δασμούς και την επιθετική στάση του απέναντι στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, υπογραμμίζει τα κενά στη διαχείριση κρίσεων και τη χάραξη πολιτικής της Ε.Ε.
Ταυτόχρονα, η πολιτική του ατζέντα θέτει σε αμφισβήτηση θεμελιώδεις αξίες και πρακτικές της διεθνούς συνεργασίας, προκαλώντας σοβαρά διλήμματα για την ευρωπαϊκή ηγεσία.
Ο προστατευτισμός του Τραμπ δεν είναι απλώς μια οικονομική στρατηγική, αλλά μια δήλωση πολιτικής ισχύος που στοχεύει στη διασφάλιση της ηγεμονίας των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι απειλές για δασμούς στα ευρωπαϊκά προϊόντα, οι κατηγορίες περί άδικων εμπορικών πρακτικών, καθώς και η επιμονή του στην προσέλκυση επενδύσεων στις ΗΠΑ με ελκυστικά φορολογικά κίνητρα (όπως ο συντελεστής φορολόγησης 15%), βάζουν την Ε.Ε. σε θέση άμυνας.
Ο Τραμπ κατηγόρησε την Ευρώπη ότι μεταχειρίζεται άδικα τις αμερικανικές εταιρείες, όπως η Google και η Apple, με «εξοργιστικά υψηλούς φόρους» και απείλησε με εμπορικό πόλεμο αν δεν υπάρξει συμμόρφωση.
Παράλληλα, οι διπλωματικές προσεγγίσεις του Τραμπ προς την Κίνα και τη Ρωσία, καθώς και η θέση του για μείωση των πυρηνικών οπλοστασίων, περιπλέκουν το γεωπολιτικό σκηνικό. Η Ε.Ε. αντιμετωπίζει το δίλημμα να ισορροπήσει ανάμεσα στη διατήρηση των σχέσεων με έναν ιστορικό σύμμαχο, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, και την ανάγκη να υπερασπιστεί την ανεξαρτησία και τα συμφέροντά της στη διεθνή σκηνή.
Το έλλειμμα ηγεσίας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθιστά δυσκολότερη την αποτελεσματική αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπό την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν έχει επικριθεί για την έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού και την αδυναμία να διαχειριστεί κρίσεις με ενιαίο και αποφασιστικό τρόπο. Σε αυτό το περιβάλλον, η ανάγκη για ένα ισχυρό Συμβούλιο Ηγετών καθίσταται πιο επείγουσα από ποτέ.
Οι τακτικές συνεδριάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ακόμη και μέσω τηλεδιασκέψεων, είναι απαραίτητες για τη διαμόρφωση μιας συνεκτικής ευρωπαϊκής πολιτικής. Η αυξημένη συχνότητα των επαφών μεταξύ των ηγετών θα επιτρέψει καλύτερο συντονισμό σε καίρια ζητήματα, όπως η ενεργειακή στρατηγική, η διαχείριση της μετανάστευσης και η κοινή εξωτερική πολιτική. Οι συνεδριάσεις αυτές μπορούν να λειτουργήσουν ως πλατφόρμα για την επίλυση διαφορών μεταξύ των κρατών-μελών, μειώνοντας τις φυγόκεντρες τάσεις που απειλούν την ενότητα της ΕΕ.
Πέρα από τη συχνότητα, όμως, απαιτείται ουσιαστικός συντονισμός και στρατηγική. Η καθιέρωση ειδικών ομάδων εργασίας υπό το Συμβούλιο, οι οποίες θα ασχολούνται με ζητήματα όπως η εμπορική πολιτική ή η ενεργειακή ασφάλεια, θα μπορούσε να ενισχύσει τη δυνατότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις σε πραγματικό χρόνο. Ο διορισμός ειδικών συντονιστών σε κρίσιμους τομείς θα μπορούσε να αποτελέσει μια λύση για τη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ των εθνικών κυβερνήσεων και των ευρωπαϊκών θεσμών.
Η Ευρώπη δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στις προκλήσεις αν δεν επαναπροσδιορίσει την ταυτότητά της και αν δεν αναδείξει ηγετικές προσωπικότητες που μπορούν να εμπνεύσουν και να καθοδηγήσουν. Ο Μάριο Ντράγκι αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Με τη φράση του «Whatever it takes» απέδειξε ότι η ηγεσία μπορεί να κάνει τη διαφορά σε κρίσιμες στιγμές, δημιουργώντας τις συνθήκες για την επιβίωση και την ενίσχυση της ευρωζώνης. Η ανάδειξη τέτοιων προσωπικοτήτων, ικανών να γεφυρώσουν τις διαφορές και να προωθήσουν ένα κοινό όραμα, είναι κρίσιμη για τη διατήρηση της συνοχής της Ε.Ε.
Μπορεί η αποκαλούμενη κοινή ευρωπαϊκή ταυτότητα να μην είναι σήμερα προτεραιότητα για πολλές ευρωπαϊκές ηγεσίες, ωστόσο αυτό μπορεί να αλλάξει απέναντι στις προκλήσεις που αναφύονται από το νέο status quo.
Αρκεί να υπάρχει ένα πειστικό αφήγημα που να υπερβαίνει τις εθνικές διαφορές και να ενισχύει την αίσθηση της κοινής ευρωπαϊκής μοίρας.
Η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών δεν συνιστά από μόνη της έναν άμεσο κίνδυνο για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ωστόσο, οι πολιτικές του, αν αφεθούν ανεξέλεγκτες ή αν δεν αντιμετωπιστούν με σύνεση, μπορούν να εξελιχθούν σε σοβαρή απειλή για τη συνοχή και την στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να δει την πρόκληση αυτή ως ευκαιρία για ενδυνάμωση των θεσμών της, ενίσχυση της ενότητάς της και αναβάθμιση της ηγεσίας της.
Ο Τραμπ δεν είναι πρόβλημα ανυπέρβλητο· το πραγματικό ρίσκο για την Ευρώπη προκύπτει από την πιθανότητα αδράνειας, εσωτερικών διαφωνιών και έλλειψης συλλογικής δράσης.