Στο «απυρόβλητο» το 92,5% των εσόδων των τραπεζών από προμήθειες
Στην πραγματικότητα, τα μέτρα επηρεάζουν μόλις το 7,5% των εσόδων των τραπεζών από προμήθειες, αφήνοντας το υπόλοιπο 92,5% ανέγγιχτο!
Οι πρόσφατες εξαγγελίες για τη μείωση των τραπεζικών χρεώσεων αποτελούν αναμφίβολα μια ανάσα για τους πολίτες, αλλά είναι ανεπαρκείς για να αντιμετωπίσουν τη συστηματική οικονομική επιβάρυνση που υφίστανται οι καταναλωτές. Στην πραγματικότητα, τα μέτρα επηρεάζουν μόλις το 7,5% των εσόδων των τραπεζών από προμήθειες, αφήνοντας το υπόλοιπο 92,5% ανέγγιχτο!
Οι αριθμοί είναι ξεκάθαροι. Με το συνολικό ύψος των εσόδων των τραπεζών από προμήθειες να ανέρχεται στα 2 δισ. ευρώ ετησίως, η «ανακούφιση» που προσφέρουν οι μειώσεις αυτές δεν ξεπερνά τα 150 εκατ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες θυσιάζουν μόλις το 7,5% των εσόδων τους, συνεχίζοντας να επωφελούνται από την υπέρμετρη χρέωση των πελατών τους. Ας αναλύσουμε, λοιπόν, τα μέτρα.
Η μηδενική χρέωση για πληρωμή λογαριασμών και οφειλών προς το δημόσιο και άλλους οργανισμούς μέσω web-banking και mobile-banking ακούγεται θετική. Ωστόσο, αφορά περίπου 58,3 εκατομμύρια συναλλαγές ετησίως, δηλαδή περίπου 160.000 καθημερινά. Με μια τυπική χρέωση 0,6 ευρώ ανά συναλλαγή, η «θυσία» των τραπεζών ανέρχεται σε μόλις 35 εκατ. ευρώ. Ενώ αυτό είναι όφελος για τους πολίτες, δεν αποτελεί επαρκή αντιστάθμιση για τα υπερκέρδη των τραπεζών από τις υπόλοιπες συναλλαγές.
Η μείωση των χρεώσεων για αποστολή χρημάτων σε άλλη τράπεζα, από 1 έως 2,5 ευρώ που κοστίζει σήμερα σε 0,5 ευρώ, εκτιμάται ότι προκαλεί ετήσια απώλεια εσόδων 95 εκατ. ευρώ. Παρόλο που αυτή η μείωση είναι σημαντική για τον πολίτη, αντιπροσωπεύει μόλις το 4,75% των συνολικών εσόδων των τραπεζών από προμήθειες. Παράλληλα, τα εμβάσματα μέχρι 5.000 ευρώ, που καλύπτονται από το μέτρο, είναι μόνο ένα κομμάτι του φάσματος των συναλλαγών.
Η κατάργηση των χρεώσεων για ανάληψη μετρητών σε περιοχές με ΑΤΜ μόνο μιας τράπεζας και για ερώτηση υπολοίπου είναι περισσότερο συμβολική παρά ουσιαστική. Η πραγματική εξοικονόμηση για τους πολίτες είναι περιορισμένη, ενώ οι τράπεζες συνεχίζουν να κερδίζουν από άλλες προμήθειες. Ομοίως, η μείωση των χρεώσεων για συναλλαγές μέσω POS από 10 ευρώ στα 20 ευρώ επεκτείνει την κάλυψη σε ένα μεγαλύτερο όγκο συναλλαγών, αλλά οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες εξακολουθούν να επιβαρύνονται από τις υψηλές προμήθειες που πληρώνουν οι ίδιες οι επιχειρήσεις.
Ακόμα και το μέτρο μηδενικής χρέωσης για φόρτιση προπληρωμένων καρτών έως 100 ευρώ, αν και θετικό, δεν έχει μεγάλο αντίκτυπο, καθώς οι περισσότερες συναλλαγές προπληρωμένων καρτών αφορούν μικροποσά και οι περισσότεροι καταναλωτές επιλέγουν προπληρωμένες κάρτες μη συστημικών τραπεζών για αυτές τις συναλλαγές. Επιπλέον, οι αλλαγές στο σύστημα IRIS, με την αύξηση των ορίων συναλλαγών και τη διεύρυνση της υποχρεωτικής χρήσης του, είναι ουσιαστικές αλλά στοχεύουν κυρίως στη μείωση των εξόδων των ίδιων των τραπεζών και στην αύξηση του όγκου ηλεκτρονικών συναλλαγών.
Η ουσία του ζητήματος είναι η εξής: ενώ η κυβέρνηση ανακοινώνει μέτρα που φαινομενικά ανακουφίζουν τους πολίτες, το συνολικό βάρος των προμηθειών παραμένει δυσανάλογα υψηλό. Με έσοδα από προμήθειες που ξεπερνούν τα 2 δισ. ευρώ ετησίως, οι μειώσεις αυτές είναι μόνο μια σταγόνα στον ωκεανό. Οι πολίτες και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις συνεχίζουν να επωμίζονται το μεγαλύτερο μέρος του κόστους, ενώ η κυβέρνηση παρουσιάζεται ως παρεμβατική με κινήσεις που κοστίζουν ελάχιστα στις τράπεζες συγκριτικά με τα κέρδη τους.