Η πραγματική αύξηση του ληξιπρόθεσμου χρέους, αφαιρώντας τα ανεπίδεκτα, φτάνει τα 3,58 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση, με το καθαρό υπόλοιπο να ανέρχεται σε 84,2 δισ. ευρώ.
Σημαντική αύξηση παρουσίασαν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο στο τέλος Ιανουαρίου 2025, σύμφωνα με την τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή. Το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο διαμορφώθηκε στα 110,6 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 3,6 δισ. ευρώ σε σχέση με έναν χρόνο πριν. Από το ποσό αυτό, τα 26,3 δισ. ευρώ – δηλαδή το 23,8% – χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτα είσπραξης, καθώς θεωρούνται πρακτικά αδύνατον να ανακτηθούν.
Η πραγματική αύξηση του ληξιπρόθεσμου χρέους, αφαιρώντας τα ανεπίδεκτα, φτάνει τα 3,58 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση, με το καθαρό υπόλοιπο να ανέρχεται σε 84,2 δισ. ευρώ.
Η αύξηση προέρχεται κυρίως από νέες οφειλές 8,6 δισ. ευρώ, αλλά και από βεβαιώσεις οφειλών ύψους 2,2 δισ. ευρώ που αφορούν παλαιότερες υποχρεώσεις. Αντισταθμιστικά, οι εισπράξεις και διαγραφές ανήλθαν στα 7,2 δισ. ευρώ.
Η ανάλυση των στοιχείων δείχνει ότι το 60,6% των πραγματικών ληξιπρόθεσμων οφειλών, δηλαδή 51,1 δισ. ευρώ, προέρχεται από φορολογικές υποχρεώσεις. Επιπλέον, 24,4 δισ. ευρώ αφορούν πρόστιμα, ενώ 8,8 δισ. ευρώ προκύπτουν από μη φορολογικές οφειλές όπως δάνεια και δικαστικά έξοδα. Από τις φορολογικές οφειλές, περίπου 8,7 δισ. ευρώ αντιστοιχούν σε αφερέγγυους οφειλέτες, ενώ 14,6 δισ. ευρώ σχετίζονται με οφειλές άνω της δεκαετίας.
Ενδεικτικό είναι ότι πάνω από το 90% των εισπράξεων προέρχεται μόλις από το 32,8% του συνολικού πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου. Αυτό δείχνει τη μεγάλη δυσκολία του Δημοσίου να αντλήσει έσοδα από το μεγαλύτερο μέρος των οφειλών.
Εξετάζοντας την κατανομή των οφειλετών και του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου διαπιστώνεται ότι το σύνολο σχεδόν των οφειλών (96,4%) πηγάζει από την κατηγορία άνω των 10.000 ευρώ. Ειδικότερα, στο εύρος οφειλής άνω του 1 εκατ. ευρώ συγκεντρώνεται το 76,2% του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου και μόλις το 0,3% των οφειλετών. Αντιθέτως, το 90% των οφειλετών συγκεντρώνεται στις οφειλές έως 10.000 ευρώ με το συνολικό τους ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο να αγγίζει το 3,6% των συνολικών οφειλών.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί η διαφορετική συμμετοχή φυσικών και νομικών προσώπων στη διαμόρφωση του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου. Συγκεκριμένα οι οφειλές των φυσικών προσώπων αποτελούν το 38,5% του συνόλου, αγγίζοντας τα 42,5 δισ. ευρώ, ενώ οι οφειλές των νομικών προσώπων διαμορφώνονται στα 68 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 61,5% του συνόλου.
Πάντως η τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή αναδεικνύει τη βελτίωση που καταγράφεται σε σχέση με το λεγόμενο Κενό Είσπραξης, δηλαδή τη διαφορά μεταξύ των επιβαλλόμενων και των πραγματικά εισπραττόμενων φόρων. Το Κενό Είσπραξης έχει μειωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, αγγίζοντας το 2024 το χαμηλότερο ποσοστό της τελευταίας 20ετίας, μόλις 0,8%, γεγονός που αποδίδεται στη βελτίωση της εισπρακτικής αποτελεσματικότητας της Φορολογικής Διοίκησης.
Κατά την περίοδο 2020-2024, παρατηρήθηκε αύξηση του μέσου φορολογικού συντελεστή κατά 11,8% και αντίστοιχη άνοδος του αποτελεσματικού φορολογικού συντελεστή κατά 15,7%, γεγονός που συνέβαλε στην ενίσχυση των εσόδων κατά 64%. Επιπλέον, καταγράφηκε αύξηση κατά 3,5% στον δείκτη εισπρακτικής απόδοσης, με αποτέλεσμα τη συνεχή μείωση του Κενού Είσπραξης.
Το 2014, εν μέσω βαθιάς οικονομικής κρίσης, το Κενό Είσπραξης είχε φτάσει στο υψηλότερο σημείο του (7,2%), καθώς ο μέσος φορολογικός συντελεστής είχε αυξηθεί κατακόρυφα, ενώ η φοροδοτική ικανότητα των πολιτών είχε μειωθεί δραστικά. Αντιθέτως, την περίοδο 2016-2019 η βελτίωση των οικονομικών συνθηκών οδήγησε σε σημαντική ενίσχυση των εισπράξεων, με το Κενό Είσπραξης να υποχωρεί στο 1,2%.