Οι αρμόδιες ΔΟΥ δύνανται να προχωρήσουν σε μηνυτήριες αναφορές για το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, ενώ παράλληλα εξετάζονται περιπτώσεις για τις οποίες υπάρχουν ενδείξεις εμπλοκής σε ξέπλυμα χρήματος, με βάση τον Ν. 4557/2018.
Σαρωτικούς ελέγχους για πιθανές παραβάσεις της νομοθεσίας περί νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες πραγματοποίησε η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) το τετράμηνο Ιανουαρίου–Απριλίου 2025, με επίκεντρο δεκάδες φορολογούμενους με σημαντικές οφειλές προς το Δημόσιο. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΑΑΔΕ, συνολικά 910 φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις που είχαν ληξιπρόθεσμα χρέη συνολικού ύψους 1,16 δισ. ευρώ τέθηκαν υπό στενό φορολογικό και οικονομικό έλεγχο, με την υποψία συμμετοχής σε ξέπλυμα «μαύρου» χρήματος.
Οι έλεγχοι πραγματοποιήθηκαν σε στενή συνεργασία με την Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, η οποία κατά το ίδιο διάστημα διαβίβασε στην ΑΑΔΕ 13 αναφορές πληροφοριών που αφορούσαν 46 εμπλεκόμενα πρόσωπα. Οι πληροφορίες αυτές αποτέλεσαν τη βάση για το άνοιγμα 48 υποθέσεων, εκ των οποίων 19 έχουν ήδη ολοκληρωθεί. Από τους ελέγχους βεβαιώθηκαν φόροι ύψους περίπου 11,5 εκατ. ευρώ, ενώ το ποσό που τελικά εισπράχθηκε ανήλθε σε μόλις 737 χιλιάδες ευρώ.
Ιδιαίτερα αυξημένος είναι ο κίνδυνος ποινικών διώξεων για φορολογούμενους με οφειλές άνω των 50.000 ευρώ, οι οποίοι έχουν καθυστερήσει την αποπληρωμή για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών από την καταληκτική προθεσμία. Οι αρμόδιες ΔΟΥ δύνανται να προχωρήσουν σε μηνυτήριες αναφορές για το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, ενώ παράλληλα εξετάζονται περιπτώσεις για τις οποίες υπάρχουν ενδείξεις εμπλοκής σε ξέπλυμα χρήματος, με βάση τον Ν. 4557/2018.
Η σχετική νομοθεσία υποχρεώνει τις ΔΟΥ, τα Ελεγκτικά Κέντρα και το ΣΔΟΕ να υποβάλλουν αναφορές στην Αρχή για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, όταν διαπιστώνονται φορολογικές παραβάσεις που επιδέχονται ποινική δίωξη. Μέσω των αναφορών αυτών, επιδιώκεται η πλήρης διαλεύκανση των οικονομικών δραστηριοτήτων των υπόπτων και η ενδεχόμενη επιβεβαίωση της τέλεσης αδικημάτων σχετικών με το ξέπλυμα παράνομων χρημάτων.