Η πρόκληση για την επόμενη διετία είναι να προστατευθεί η θετική πορεία των δημόσιων οικονομικών από την προεκλογική δυναμική.
Η εντυπωσιακή δημοσιονομική επίδοση της Ελλάδας το 2024, με σχεδόν μηδενική καθαρή αύξηση δαπανών παρά τις πολλές νέες παροχές και φοροελαφρύνσεις, άνοιξε τον δρόμο για την πιο γενναία αύξηση κρατικών δαπανών της τελευταίας δεκαετίας.
Το όριο αύξησης των δαπανών για το 2025 φτάνει πλέον το 4,5%, χάρη στην αναγνώριση από την Κομισιόν μόνιμων εσόδων 2 δισ. ευρώ που «αφαιρούνται» από το όριο δαπανών.
Ο συνδυασμός φορολογικών υπερεσόδων, ενίσχυσης ασφαλιστικών εισφορών και αποτελεσματικής διαχείρισης δημοσίου χρήματος επέτρεψε τη δημιουργία σημαντικού δημοσιονομικού χώρου, με δυνατότητα υπέρβασης έως και 0,3% του ΑΕΠ ετησίως μέχρι και το 2026.
Ωστόσο, όσο πλησιάζει η χρονιά-ορόσημο του 2026, που δεν αποκλείεται να έχει έντονο προεκλογικό χαρακτήρα, ο κίνδυνος δημοσιονομικής εκτροπής επανέρχεται στο προσκήνιο. Το πολιτικό σύστημα ενδέχεται να υποκύψει σε πιέσεις για παροχές, αυξήσεις μισθών και νέες προσλήψεις στο Δημόσιο, θεωρώντας τον δημοσιονομικό χώρο ως «πλεόνασμα προς διανομή». Ήδη, η ψυχολογία επιτυχίας του 2024 ενδέχεται να καλλιεργήσει προσδοκίες για μόνιμες παροχές, χωρίς αντίστοιχα διατηρήσιμες πηγές εσόδων.
Η επεκτατική δυναμική των δαπανών που δημιουργείται με ορίζοντα το 2026 δεν είναι απαραίτητα συμβατή με τη μακροπρόθεσμη δημοσιονομική σταθερότητα. Αν οι συνθήκες που ευνόησαν το υπερπλεόνασμα του 2024 αποδυναμωθούν – είτε λόγω επιβράδυνσης της ανάπτυξης είτε λόγω ανατροπών στις διεθνείς αγορές – τότε η αύξηση των δαπανών κινδυνεύει να μην μπορεί να καλυφθεί χωρίς νέο δανεισμό ή περικοπές.
Η πρόκληση για την επόμενη διετία είναι να προστατευθεί η θετική πορεία των δημόσιων οικονομικών από την προεκλογική δυναμική, χωρίς να χαθεί η ευκαιρία για στοχευμένες ενισχύσεις και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Το στοίχημα δεν είναι να καταναλωθεί απλώς ο δημοσιονομικός χώρος, αλλά να αξιοποιηθεί με σύνεση, ώστε να αποφευχθεί η επιστροφή σε μια λογική παροχολογίας που στο παρελθόν κόστισε ακριβά.