Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα αντίκρισαν τον θάνατο να τους χτυπάει με τον πιο βίαιο τρόπο την πόρτα. Άκουσαν ανθρώπους γύρω τους να ουρλιάζουν και να εκλιπαρούν για βοήθεια, όσο καίγονταν ζωντανοί, και είδαν άλλους να πεθαίνουν μπροστά στα μάτια τους. Από ανυποψίαστοι επιβάτες ενός τρένου, έγιναν «ζωντανοί-νεκροί». Τέσσερις επιζώντες της σιδηροδρομικής τραγωδίας στα Τέμπη, μίλησαν στο enikos.gr, για το πώς άλλαξε ριζικά η ζωή τους, δύο χρόνια μετά το δυστύχημα, για τους εφιάλτες που ακόμη τους στοιχειώνουν, αλλά και την Δικαιοσύνη που ζητούν.
Ρεπορτάζ: Κωνσταντίνα Χαϊνά
Τη μοιραία νύχτα της 28ης Φεβρουαρίου 2023, ο -τότε- 24χρονος Αντώνης Αντωνίου, ταξίδευε με μία φίλη του, στο βαγόνι 4 στην θέση 95, όταν το τρένο του συγκρούστηκε με την εμπορική αμαξοστοιχία. Βρέθηκε ανάμεσα στις φλόγες, μαζί με τους εκατοντάδες συνεπιβάτες του, προσπαθώντας να βγουν ζωντανοί από την κόλαση. 57 όμως δεν τα κατάφεραν. Εκείνος, έσπασε το δεξί του χέρι, τα πλευρά του, έγινε τρία κομμάτια η γνάθος του, και χρειάστηκε να νοσηλευτεί επί 24 ημέρες στο νοσοκομείο της Λάρισας.
«Δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ για εμάς»
«Οι πρώτες μου σκέψεις ήταν ότι πήρα τη θέση κάποιου άλλου. Ουσιαστικά, έκλεισα τη θέση κάποιου άλλου ανθρώπου, που δεν ξέρω, τι μπορεί να του έχει συμβεί. Νιώθω φονιάς, επειδή επέζησα. Νιώθω ένοχος, ακόμη και δύο χρόνια μετά. Δεν φεύγει από το συναίσθημα. Μπορεί σε κάποια πράγματα να άλλαξα προς το καλύτερο ως άνθρωπος μετά το δυστύχημα, αλλά δεν με ρώτησε, ποτέ, κανένας, εάν θέλω να κάνω αυτή την αλλαγή, με αυτόν τον τρόπο. Είναι λίγο περίεργη η θέση που μας έχουν βάλει. Είμαστε ζωντανοί νεκροί. Οι άνθρωποι που μας έφεραν σε αυτή τη θέση, δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ για εμάς».
Όπως λέει ο Αντώνης, με την υποστήριξη από τον ψυχολόγο του, κατάφερε να διαχειριστεί το “άγνωστο”, ζητώντας απαντήσεις σε πολλαπλά ερωτήματα. «Η πρώτη εβδομάδα μετά το δυστύχημα ήταν γεμάτη από αυτό το συναίσθημα, ήμουν στο νοσοκομείο. Τι το προκάλεσε όλο αυτό; Ποιος; Γιατί; Τι είναι αυτό που μου συμβαίνει; Πόσο καιρό θα μου πάρει; Τι θα αντικρίσω όταν βγω έξω;». Η ζωή του πέρασε μπροστά από τα μάτια του, όταν τα άνοιξε, και κοίταξε το ταβάνι του θαλάμου. «Εκείνη την στιγμή άλλαξα ως άνθρωπος μέσα μου. Βλέπω πιο συλλογικά τα πράγματα πλέον. Από όλη αυτή την κόλαση, πλέον με νοιάζει να μην υπάρξουν καινούργια Τέμπη, πουθενά και για κανέναν λόγο. Πέρασα μέχρι και από την φάση, που ένιωθα ένοχος επειδή πήρα το τρένο και δεν ήξερα την κατάσταση. Κανείς όμως δεν την ήξερε, πέρα από ορισμένους».
Για τον Αντώνη, το να τιμωρηθεί έστω ένας πολιτικός, δεν θα αποτελέσει δικαίωση για εκείνον, αφού θεωρεί πως «θα τους κάνουμε χάρη. Θα βρουν ένα εξιλαστήριο θύμα. Αλλά το ζήτημα είναι πιο βαθύ πλέον. Είναι πολύ σημαντικό να καταλάβει η κοινωνία, πώς λειτουργεί το κράτος και το παρακράτος. Δύο χρόνια μετά, κυριαρχεί το συναίσθημα της αισιοδοξίας μέσα μου. Έχουν χαθεί τόσοι άνθρωποι, και είναι άλλοι τόσοι που δεν έχουν μπορέσει να το διαχειριστούν, και είναι απόλυτα λογικό. Αλλά, αυτή τη στιγμή, οι επιζώντες φροντίζουμε ο ένας τον άλλον, και θεωρώ πως και ο κόσμος έχει καταλάβει τι έχει γίνει. Θέλω να πιστεύω ότι θα υπάρχει ένα θετικό αποτέλεσμα».
«Προσπαθούσαμε με χίλια ζόρια να αναπνεύσουμε»
Η Αλεξάνδρα Τσακίρη ήταν στο 5ο βαγόνι της μοιραίας αμαξοστοιχίας την στιγμή της σύγκρουσης, προσπαθώντας να βρει οξυγόνο για να ζήσει και να καταφέρει να γλιτώσει από την φρίκη. «Προσπαθούσαμε με χίλια ζόρια να αναπνεύσουμε. Κάποιος, κάποια στιγμή, φώναξε “ψυχραιμία”, και ήταν και το μοναδικό που χρειαζόμουν για να καταφέρω να βγω έξω. Όταν βγήκαμε, είδαμε την φωτιά δίπλα μας».
Όταν επιβιβάστηκε στο λεωφορείο με κατεύθυνση προς Θεσσαλονίκη, μαζί με άλλους επιζώντες και τραυματίες, προσπαθούσαν να κρατήσουν ο ένας τον άλλον ξύπνιο, «για να μην έχουμε κάποια εσωτερική αιμορραγία και πεθάνουμε. Είχαμε τέτοιες μεγάλες ευθύνες εκείνο το βράδυ, που δεν το καταλαβαίναμε», εξηγεί.
Δύο χρόνια αργότερα, θεωρεί ότι «είμαστε σε μία άβολη κατάσταση», και εξηγεί «γιατί, υπό κανονικές συνθήκες, θα περιμέναμε διαφορετική αντιμετώπιση, κι όχι, αυτή την συγκάλυψη. Στην αρχή μας θεωρούσαν τρελούς όταν λέγαμε για εκρήξεις και περίεργες μυρωδιές. Έχω απογοητευτεί από όλη αυτή την διαδικασία, αλλά βλέπω ταυτόχρονα ότι ο κόσμος πλέον ενώνεται και έχει ανοίξει τα μάτια του. Οπότε, πιστεύω πως τώρα ξεκινάμε».
Ακόμη, πιάνει να κατηγορεί τον εαυτό της για τις κινήσεις που έκανε εκείνη την νύχτα. Που δεν πήγε μπροστά σε άλλο βαγόνι να βοηθήσει. Οι σκέψεις αυτές, όπως λέει, δεν τελειώνουν. «Αλλά καταλαβαίνω ότι αυτό είναι το τραύμα του επιζώντα. Θα ήθελα να αλλάξει κάποια στιγμή η αβεβαιότητα που νιώθω, πρέπει να αλλάξει. Προσπαθώ να σκέφτομαι αισιόδοξα, διαφορετικά, δεν θα αντέξω. Από το πρώτο βράδυ, όταν ήμουν στο λεωφορείο, συνειδητοποίησα πως θα σκοτωνόμουν, και δεν έχω προλάβει να κάνω τα όνειρά μου πραγματικότητα. Οπότε, κατάλαβα πως η ζωή είναι μικρή. Εγώ έζησα, οι γονείς μου με ακούν, μιλάμε στο τηλέφωνο, και δεν με ψάχνουν, όπως άλλα παιδιά».
Παράλληλα, για την Αλεξάνδρα είναι προσβολή η συμπεριφορά ορισμένων πολιτικών προσώπων, «απέναντι στα παιδιά που χάθηκαν. Γενικά μου δείχνουν ότι μας θεωρούν μέχρι και σήμερα χαζούς, αλλά η κοινωνία έχει ξυπνήσει σε μεγάλο βαθμό. Με όλα αυτά που γίνονται, από την μία νιώθω ότι το δυστύχημα έγινε χθες, και από την άλλη, είναι σαν να έχουν περάσει 10 χρόνια. Είναι πολύ δύσκολο να το διαχειριστείς όλο αυτό».
«Σήμερα θα πάω στα Τέμπη, εκεί θα συναντήσω τον παλιό μου εαυτό, που πέθανε»
Ο ∆ημήτρης Κωσταρέλος καθόταν με τον φίλο του στο 4ο βαγόνι, που ήταν μετά το κυλικείο και κάηκε. Κυριευμένος από το αίσθημα της επιβίωσης, εκείνο το βράδυ, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ασυναίσθητα, ήταν να σβήσει την φωτιά για να μην καούν ζωντανοί. «Την σβήναμε με γυμνά χέρια, δεν νιώθαμε καν πόνο. Δύο χρόνια μετά, δεν έχει περάσει ούτε μία ημέρα, που να μην σκεφτώ, την νύχτα τη 28ης Φεβρουαρίου. Και με κουράζει πλέον, απίστευτα όλο αυτό. Συμβαίνει ακόμη και σε άκυρες στιγμές. Έχω συγκεκριμένες εικόνες. Τη μητέρα που βοήθησα με το παιδί της, τη στιγμή που περνάω από τις φωτιές και τα χαλάσματα… Οι δίδυμες, ήταν λίγα εκατοστά δίπλα μου, από τη θέση που ήμουν. Μπορεί και εγώ αν ήμουν εκεί ακριβώς, να είχα πεθάνει. Αυτά τα έχω συνέχεια στο μυαλό μου».
Όπως λέει, δεν έχει ξαναμπεί σε τρένο. Δεν είναι μόνο η ιδέα του τρένου, όμως, που του προκαλεί φόβο. Την ίδια ανασφάλεια νιώθει και σε άλλες στιγμές, κατά την διάρκεια της ημέρας. «Προχθές, γυρνούσα με αεροπλάνο από την Αμερική, και σκεφτόμουν ότι θα συγκρουστούμε με άλλο αεροπλάνο, και θα ακολουθήσει πανικός. Οι επόμενες σκέψεις μου, ήταν εάν θα πεθάνω επιτόπου ή θα βασανιστώ, ή θα ζήσω πάλι έπειτα από κάτι τόσο τραγικό. Σκέψεις που καταλαβαίνω ότι είναι στην σφαίρα του τραύματος. Είναι πολύ δύσκολο αυτό που βιώνω. Από την μία νιώθω πως τα πράγματα πηγαίνουν καλύτερα, και από την άλλη, ότι τίποτα δεν πάει καλά».
Η μεγαλύτερη προσβολή για τον Δημήτρη, έπειτα από δύο χρόνια που επέζησε, από την μεγαλύτερη σιδηροδρομική τραγωδίας της χώρας, είναι ότι ακούει πράγματα, τα οποία αντικρούουν, όσα έζησε εκείνη την νύχτα. «Είναι τρέλα όλο αυτό. Να σου λέει κάποιος ότι δεν ισχύει, αυτό που λες, ενώ είσαι σίγουρος ότι ισχύει, γιατί το βίωσες. Δεν νιώθω ένοχος που είμαι ζωντανός. Εκείνη την στιγμή, τρέχεις να σώσεις τον εαυτό σου. Δεν έφταιξα σε απολύτως τίποτα για την τροπή που πήρε η ζωή μου, ώστε να νιώσω ένοχος. Αυτό που με έσωσε, ήταν ότι έβαλα από την αρχή, εμένα στο επίκεντρο. Και έτσι, κατάφερα να σκέφτομαι, όσο μπορώ, με καθαρό μυαλό».
Το γεγονός που τον ανησυχεί και τον κάνει ωστόσο να νιώθει ένοχο, είναι εάν θα καταφέρει να το παλέψει μέχρι τέλους. Εάν, θα κερδίσει αυτή την μάχη, που αναγκάστηκε, να δίνει καθημερινά. «Αυτό θέλω να το πετύχω. Δεν είναι εύκολο να συνεχίσεις έπειτα από αυτό το συμβάν. Δικαιοσύνη για εμένα, αρχικά θα είναι, να μπορέσω να ζω με αυτό, χωρίς να με επηρεάζει. Χωρίς να έχω κρίσεις πανικού. Τον τελευταίο μήνα, μου συμβαίνει κάτι διαφορετικό και συνδυάζεται με την έκφραση “δεν έχω οξυγόνο”. Υπάρχουν στιγμές μες την ημέρα, και κυρίως το βράδυ, που η ανάσα μου, δεν μου φτάνει. Γνωρίζω πως είναι ψυχολογικό όλο αυτό, ξέρω ότι δεν είναι η πραγματικότητα. Παίρνω όμως βαθιές ανάσες από το στόμα, για να νιώσω ότι όντως έχω αέρα. Δύο χρόνια μετά, δεν μπορώ να κοιμηθώ σαν άνθρωπος. Παίρνω χάπια, γιατί τα όνειρα είναι έντονα. Δεν υπάρχει ηρεμία».
Όπως λέει, για εκείνον, η κατάσταση που βιώνει είναι χειρότερη, από αυτήν, πριν από δύο χρόνια, καθώς έχει συνειδητοποιήσει πολλά περισσότερα γεγονότα σχετικά με το δυστύχημα και την λειτουργία του ελληνικού σιδηρόδρομου. «Δεν τελειώνει ποτέ όλο αυτό. Σήμερα, εάν όντως αγγίξουμε τους αριθμούς που ακούγονται, κλείσουν μαγαζιά, και παραλύσει όλη η χώρα, για εμένα θα είναι ένα είδος δικαίωσης. Γιατί δεν ξεχνάει κανείς τι έγινε εκείνο το βράδυ» αναφέρει και προσθέτει πως:
«Μετά το νοσοκομείο, είχα αναφέρει μακάρι να μην φτάσω ποτέ στο σημείο να πω “εύχομαι να πέθαινα εκείνο το βράδυ”. Ο κόσμος έχει συμβάλλει τόσο πολύ ώστε να μην φτάσω εκεί. Είναι ο ίδιος κόσμος που θα κατέβει σήμερα στους δρόμους. Αυτό είναι το πιο σημαντικό. Ότι η κοινωνία κατάλαβε και αντιδρά πλέον. Σήμερα θα πάω στα Τέμπη, οφείλω να το κάνω. Θα πάω να συναντήσω τον παλιό μου εαυτό που πέθανε εκείνο το βράδυ».
«Ζω εκείνη την νύχτα σε επανάληψη»
Ο Λάζαρος Παπαζήσης, επιζών μέσα από τα συντρίμμια του 2ου βαγονιού, ακόμη και σήμερα είναι κυριευμένος από τους εφιάλτες που έζησε. Δεν μπορεί να κοιμηθεί στο σκοτάδι γιατί τρομάζει, και δεν έχει καταφέρει να επανέλθει στην καθημερινότητά του. «Τότε, έγινε ένα δυνατό μπαμ και χτύπησα το κεφάλι μου. Είχα αίματα από άλλο άτομο πάνω μου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις φωνές των κοριτσιών να ζητάνε βοήθεια και να τσιρίζουν επειδή καιγόντουσαν. Είναι πάρα πολύ ζόρικη η κατάσταση για εμένα. Ζω εκείνη την νύχτα σε επανάληψη».
Ο κ. Παπαζήσης, αναφέρει πως δεν μπορεί να αποδεχθεί, μέχρι και σήμερα, ότι έφυγαν από την ζωή εκείνο το βράδυ, δεκάδες νέα παιδιά. «Όλες αυτές οι ψυχούλες… Πρέπει να δικαιωθούν με οποιονδήποτε τρόπο. Το μόνο που ζητώ είναι να τιμωρηθούν όσοι στέρησαν την ζωή τους, και δυσκόλεψαν σε απίστευτο βαθμό την δική μας. Δεν μπορώ να ξεχάσω τίποτα από οτιδήποτε συνέβη. Δεν μπορώ να κοιμηθώ καλά. Κοιμάμαι πάντα με το φως ανοιχτό, παίρνοντας φάρμακα».
Ερωτηθείς για το συναίσθημα που κυριαρχεί μέσα του, δύο χρόνια μετά, απάντησε πως είναι η αβεβαιότητα. «Τα πράγματα τα βλέπω πολύ δύσκολα. Υπάρχει εμφανής συγκάλυψη και παλεύουμε με τα θηρία. Εύχομαι να κερδίσουμε την μάχη».