Στο συμπέρασμα ότι τα έλαια των μηχανών (έλαια σιλικόνης) υπό τις συνθήκες του σιδηροδρομικού δυστυχήματος που σημειώθηκε στα Τέμπη με 57 νεκρούς, μπορεί να δημιουργήσουν την πυρόσφαιρα που προκλήθηκε έπειτα από την σύγκρουση των δύο μοιραίων τρένων, καταλήγει ο καθηγητής του ΕΜΠ, Δημήτρης Καρώνης, στο πόρισμά του, καθώς, σύμφωνα με τον ίδιο, το έλαιο αυτό μπορεί να αναφλέγεται, υπό θερμοκρασίες 330 βαθμών Κελσίου και άνω.
Ρεπορτάζ: Κωνσταντίνα Χαϊνά
Στην προσπάθειά του να δώσει απαντήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα, και κυρίως τι προκάλεσε την έκρηξη και την πυρόσφαιρα που δημιουργήθηκαν, ο καθηγητής του ΕΜΠ, βασίστηκε σε αναλύσεις και δεδομένα του Γενικού Χημείου του Κράτους, σε αυτοψίες και λήψη υλικών από τον χώρο του τραγικού σιδηροδρομικού δυστυχήματος, σε διεθνή επιστημονικά δεδομένα, καθώς και σε σχετικές συγκρίσεις και αξιολογήσεις, καταλήγοντας στο πόρισμά του που αριθμεί 123 σελίδες, και παραδόθηκε σήμερα (13/05) στον εφέτη ανακριτή Σωτήρη Μπακαϊμη.
Μεταξύ άλλων, στο πόρισμα αναφέρεται ότι το έλαιο σιλικόνης -υπό συνθήκες ηλεκτρικού τόξου, όπως συνέβη στο δυστύχημα στα Τέμπη, μπορεί να δημιουργήσει πυρόσφαιρα, ενώ αναφερόμενος στα τρία βίντεο που προσκομίστηκαν στον εφέτη ανακριτή από τον δικηγόρο της εταιρείας φύλαξης (σ.σ. Interstar) του δικτύου του ΟΣΕ, κ. Βασίλη Καπερνάρο, έπειτα από σχεδόν δύο χρόνια από την ημέρα που σημειώθηκε η σιδηροδρομική τραγωδία, ο καθηγητής του ΕΜΠ Δημήτρης Καρώνης, επισημαίνει πως δεν φαίνεται να υπήρχε στην εμπορική αμαξοστοιχία φορτίο με πτητικό υλικό, από το οποίο θα μπορούσε να σχηματιστεί νέφος εύφλεκτων ατμών που θα οδηγούσε σε σχηματισμό πύρινης σφαίρας.
Εντός της δικογραφίας, υπάρχουν και άλλες σχετικές εκθέσεις τεχνικών συμβούλων συγγενών των θυμάτων της τραγωδίας, που καταλήγουν σε ανάλογο συμπέρασμα, καθώς και της Πυροσβεστικής αλλά έχουν κατατεθεί και αντίθετες που αποδίδουν την έκρηξη και την πυρόσφαιρα σε αρωματικούς υδρογονάνθρακες.
Στο κεφάλαιο 5.4 υπάρχουν 6 ερωτήματα, στα οποία ο κ. Καρώνης απαντά αναλυτικά, σχετικά με το:
- Εάν δικαιολογούνται τα ευρήματα των αναλύσεων του ΓΧΚ από την ίδια την σύσταση των υλικών των δειγμάτων που αναλύθηκαν,
- Εάν δικαιολογούνται τα ευρήματα των αναλύσεων του ΓΧΚ από τα φορολογικά και λοιπά στοιχεία-έγγραφα φόρτωσης της εμπορικής αμαξοστοιχίας,
- Εάν δικαιολογούνται τα ευρήματα των αναλύσεων του ΓΧΚ από τα υλικά κατασκευής των συγκρουσθεισών επιβαταμαξών, φορταμαξών και ηλεκτραμαξών
- Εάν δικαιολογούνται τα ευρήματα των αναλύσεων του ΓΧΚ από τη σύσταση και τα ειδικότερα χαρακτηριστικά του ελαίου (σιλικόνης) ψύξης των μετασχηματιστών (Μ/Σ) των ηλεκτραμαξών των συγκρουσθεισών αμαξοστοιχιών,
- Σε τι κατά την γνώμη του οφείλεται το καταγραφέν από τις κάμερες φαινόμενο «πύρινης σφαίρας» (fireball) και με ποιο μηχανισμό εκδηλώθηκε αυτό, και
- Εάν είναι δυνατή η καύση του ελαίου (σιλικόνης) ψύξης των μετασχηματιστών των ηλεκτραμαξών των συγκρουσθεισών αμαξοστοιχιών, και εάν ναι, υπό ποιες συνθήκες.
Στο δεύτερο ερώτημα, ο καθηγητής του ΕΜΠ επισημαίνει: «Οι θύρες των εμπορευματοκιβωτίων, βρέθηκαν σφραγισμένες χωρίς ίχνη φωτιάς και λαμβάνοντας υπόψη πως πλην ενός, όλα τα εμπορευματοκιβώτια βρέθηκαν σφραγισμένα, τα αποτελέσματα των αναλύσεων του ΓΧΚ δεν μπορούν να συσχετιστούν με το περιεχόμενο της εμπορικής αμαξοστοιχίας».
Στο τρίτο ερώτημα, το οποίο εστιάζει στα υλικά κατασκευής των βαγονιών, ο κ. Καρώνης υπογραμμίζει πως το κύριο υλικό κατασκευής λογικά είναι ο χάλυβας, ο οποίος φέρει εξωτερική επίστρωση με χρώμα. «Τα χρώματα αποτελούνται από ρητίνες, πιγμέντα, διαλύτες και πρόσθετα. Κατά την εφαρμογή του χρώματος, ο διαλύτης εξατμίζεται και απομακρύνεται σχεδόν στο σύνολό του», ενώ όπως αναφέρει ο καθηγητής του ΕΜΠ, στον χώρο της ηλεκτράμαξας υπάρχουν καλωδιώσεις, διακόπτες, πλακέτες και άλλος ηλεκτρολογικός και ηλεκτρονικός εξοπλισμός που περιέχει πολυμερή υλικά.
«Οι επιβατάμαξες διαθέτουν καθίσματα, παράθυρα, επιστρώσεις, διακόπτες, που επίσης είναι κατασκευασμένα από πολυμερή υλικά. Επίσης υπάρχουν υφάσματα (κουρτίνες, καλύμματα καθισμάτων) καθώς και ξύλινες επενδύσεις. Το βαγόνι κυλικείο περιείχε αντίστοιχα αντικείμενα καθώς και τραπέζια, πάγκους, ηλεκτρικές συσκευές (για ζέσταμα τροφίμων και παρασκευή ζεστών ροφημάτων). Οι φορτάμαξες πέραν της μεταλλικής κατασκευής διαθέτουν και ξύλινες επιφάνειες (αυτές επί των οποίων είχαν φορτωθεί τα μεταλλικά ελάσματα. Πολλά από αυτά τα είδη και αντικείμενα συμμετείχαν στην πυρκαγιά που εκδηλώθηκε μετά τη σύγκρουση των αμαξοστοιχιών. Κατά την καύση πολυμερών εκπέμπονται διάφορες ενώσεις της κατηγορίας των πτητικών οργανικών ενώσεων όπως μονοαρωματικοί υδρογονάνθρακες, πτητικές αλδεΰδες και κετόνες, όπως επίσης και πολυαρωματικοί υδρογονάνθρακες. Αντίστοιχες κατηγορίες ενώσεων έχουν ανιχνευθεί στις αναλύσεις που διεξήγαγε το ΓΧΚ, οπότε είναι πιθανόν κάποιες από τις παρατηρηθείσες ενώσεις να οφείλονται στην καύση αυτών των υλικών».
Σχετικά με το κατά πόσο είναι πιθανόν να προκλήθηκε από εύφλεκτο υλικό, ο καθηγητής του ΕΜΠ, βασιζόμενος στις εκθέσεις της ΕΛ.ΑΣ., καθώς και στα τρία βίντεο της εταιρείας φύλαξης του δικτύου του ΟΣΕ, Interstar, επισημαίνεται πως «δε φαίνεται να υπήρχε στην εμπορική αμαξοστοιχία φορτίο με πτητικό υλικό από το οποίο θα μπορούσε να σχηματιστεί νέφος εύφλεκτων ατμών που θα οδηγούσε σε σχηματισμό πύρινης σφαίρας».
Αναφορικά με το ενδεχόμενο δημιουργίας εύφλεκτων συστατικών σε συνθήκες ηλεκτρικού τόξου, στην σελίδα 119 του πορίσματος, ο καθηγητής του ΕΜΠ αναφέρεται στην έκθεση του ΕΟΔΑΣΑΑΜ, ο οποίος έχει διερευνήσει διεξοδικά το σιδηροδρομικό δυστύχημα, κατά την οποία αναγράφεται πως «καταγράφηκαν στα βίντεο τρεις έντονες αναλαμπές που χαρακτηρίζονται ως ηλεκτρικό τόξο, οι οποίες σταμάτησαν μετά την ενεργοποίηση της αυτόματης προστασίας από υπερφόρτωση που καταγράφηκε (χειροκίνητα) στον σταθμό ελέγχου ισχύος που παρακολουθεί εξ’ αποστάσεως όλα τα δεδομένα στη Θεσσαλονίκη.
Με βάση τις παρατηρήσεις ο σχηματισμός πύρινης σφαίρας, υπό συνθήκες ηλεκτρικού τόξου υψηλής έντασης ρεύματος, είναι εφικτός. Αυτό σημαίνει πως και στην περίπτωση του υπό διερεύνηση τραγικού δυστυχήματος, είναι ένα πιθανό ενδεχόμενο, αφού έχουν καταγραφεί αναλαμπές που αποδίδονται σε ηλεκτρικό τόξο».
Για τα έλαια σιλικόνης τονίζει πως σε φυσιολογικές συνθήκες δεν μπορούν να σχηματίσουν πύρινη σφαίρα, ωστόσο, με αυτά τα χαρακτηριστικά, όσον αφορά την καύση, «μπορούν να αναφλεγούν όταν η θερμοκρασία στο χώρο υπερβεί τους 300 βαθμούς Κελσίου, και εν συνεχεία να καούν. Σύμφωνα με τον κατασκευαστή θεωρείται υπερβολική όταν υπερβαίνει τους 155 βαθμούς Κελσίου στην περιέλιξη του μετασχηματιστή και τους 90 Κελσίου στο υγρό σιλικόνης. Επομένως, η θερμοκρασία των ελαίων πρέπει να ήταν στην περιοχή των 90 °C και κατά συνέπεια πολύ χαμηλότερη του σημείου ανάφλεξης των ελαίων. Άρα, όσον αφορά την καύση, είναι λογικό να υποτεθεί ότι τα έλαια σιλικόνης συμμετείχαν στην πυρκαγιά λόγω των υψηλών θερμοκρασιών που επικρατούσαν μετά την ανάπτυξη της πύρινης σφαίρας».
Διαβάστε εδώ το πόρισμα του καθηγητή Δημήτρη Καρώνη