Αναλυτικά η πορεία και τα έσοδα των τεσσάρων συστημικών τραπεζών.
Αισθητές είναι οι διαφοροποιήσεις στη σύνθεση και την εξέλιξη των βασικών εσόδων των τεσσάρων συστημικών τραπεζών κατά το πρώτο τρίμηνο του 2025, τόσο ως προς τα καθαρά έσοδα από τόκους όσο και από προμήθειες. Τα αποτελέσματα αντανακλούν τις διακριτές στρατηγικές κατευθύνσεις και το διαφορετικό επίπεδο διαφοροποίησης των επιχειρηματικών τους μοντέλων.
Η Eurobank καταγράφει την ισχυρότερη επίδοση μεταξύ των τραπεζών, διατηρώντας την πρωτοκαθεδρία σε καθαρά έσοδα από τόκους, τα οποία ανήλθαν σε 638 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας άνοδο 11,7% σε ετήσια βάση. Η αύξηση αυτή οφείλεται κυρίως στην οργανική επέκταση των χορηγήσεων και στη θετική συνεισφορά των διεθνών δραστηριοτήτων, παρά τη μείωση του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου. Παράλληλα, η τράπεζα παρουσίασε τα υψηλότερα καθαρά έσοδα από προμήθειες, ύψους 169 εκατ. ευρώ, με ενίσχυση 24,8%, κυρίως λόγω του δικτύου και των υπηρεσιών διαχείρισης περιουσίας, γεγονός που υπογραμμίζει το διαφοροποιημένο και εξωστρεφές προφίλ των εσόδων της.
Η Εθνική Τράπεζα ακολούθησε με καθαρά έσοδα από τόκους στα 524 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας ωστόσο μείωση 9% σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο, ως αποτέλεσμα της πτώσης των επιτοκίων. Η Τράπεζα κατάφερε να περιορίσει τις απώλειες μέσω πιστωτικής επέκτασης και διαχείρισης των καταθέσεων. Τα έσοδα από προμήθειες ενισχύθηκαν κατά περίπου 13%, αγγίζοντας τα 102 εκατ. ευρώ, κυρίως μέσω της ενδυνάμωσης της λιανικής και εταιρικής τραπεζικής καθώς και των επενδυτικών προϊόντων. Το επιχειρηματικό της μοντέλο χαρακτηρίζεται από ισορροπία και προσαρμοστικότητα στο μεταβαλλόμενο επιτοκιακό περιβάλλον.
Η Τράπεζα Πειραιώς εμφάνισε καθαρά έσοδα από τόκους ύψους 481 εκατ. ευρώ, μειωμένα κατά 7%, κυρίως λόγω της καθοδικής πορείας του Euribor. Ωστόσο, σημείωσε αύξηση 10% στα έσοδα από προμήθειες, τα οποία ανήλθαν στα 160 εκατ. ευρώ. Η στρατηγική της εστιάζει στη διατήρηση της λειτουργικής αποδοτικότητας και στη διεύρυνση των μη επιτοκιακών εσόδων, με έμφαση στην τραπεζοασφάλιση και στη διαχείριση κεφαλαίων. Παρά τη μείωση των τόκων, η τράπεζα παρουσιάζει ισχυρή συνεισφορά από προμήθειες, οι οποίες αντιστοιχούν πλέον στο 25% των συνολικών εσόδων.
Η Alpha Bank, τέλος, καταγράφει τη χαμηλότερη επίδοση στα καθαρά έσοδα από τόκους, τα οποία διαμορφώθηκαν στα 395 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας πτώση 6,2% σε ετήσια βάση. Ωστόσο, ενίσχυσε τα καθαρά έσοδα από προμήθειες κατά 11%, φτάνοντας τα 107,5 εκατ. ευρώ. Η στρατηγική της τράπεζας επικεντρώνεται στην οργανική κερδοφορία και στη βελτίωση των λειτουργικών εξόδων, με άξονα την πιστωτική επέκταση. Παρά τη θετική πορεία του χαρτοφυλακίου, η εξάρτηση από τα επιτοκιακά έσοδα παραμένει μεγαλύτερη σε σύγκριση με τις υπόλοιπες τράπεζες, υποδηλώνοντας μικρότερο βαθμό διαφοροποίησης στο προφίλ των εσόδων της.