Οριστικό τέλος σε μια φορολογική διαμάχη που διαρκεί πάνω από δύο δεκαετίες έβαλε το ΣΤ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, απορρίπτοντας την αίτηση του Θεόδωρου Κασσελάκη – πατέρα του προέδρου του κόμματος « Κίνημα Αλλαγής», Στέφανου Κασσελάκη, με την οποία ζητούσε να αναιρεθεί η απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών που του είχε καταλογίσει φόρους ύψους 4.016.269 ευρώ, συν προσαυξήσεις.
Η απόφαση του ΣτΕ (υπ’ αριθμ. 1355/2025), που ελήφθη κατά πλειοψηφία (3-2), έκρινε πως ο καταλογισμός έγινε νομίμως, καθώς ο Θ. Κασσελάκης «ασκούσε τη διοίκηση της υπεράκτιας εταιρείας κατά τον χρόνο διακοπής της δραστηριότητάς της στην Ελλάδα» και συνεπώς «θεωρήθηκε αλληλέγγυος προς αυτήν, ευθυνόμενος ως προς τις ταμειακές βεβαιώσεις».
Το σκεπτικό
Σύμφωνα με το σκεπτικό της πλειοψηφίας, η ευθύνη του κ. Κασσελάκη απορρέει από τις διατάξεις του άρθρου 115 παρ. 2 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ΚΦΕ), σε συνδυασμό με το άρθρο 101, ενώ η ερμηνεία αυτή, όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά, «υπαγορεύεται από την αρχή του ρεαλισμού που οφείλει να διέπει το φορολογικό δίκαιο, όσο και από την αρχή της φορολογικής διαφάνειας».
Αντιθέτως, η μειοψηφία των συμβούλων Επικρατείας εκτίμησε ότι κατά τον χρόνο διάλυσης της επίμαχης offshore υπήρχε «νομοθετικό κενό», και πρότεινε την αναίρεση και την επιστροφή της υπόθεσης στο Εφετείο.
Οι μεταβιβάσεις από offshore σε offshore
Η υπόθεση αφορά σε διώροφη πολυτελή βίλα στην Εκάλη, που είχε αποδοθεί σε υπεράκτια εταιρεία με έδρα τη Λιβερία («Oswego Estates Limited»), ενώ ο Θεόδωρος Κασσελάκης εμφανιζόταν ως ενοικιαστής και όχι ως ιδιοκτήτης.
Ωστόσο, από την έρευνα των φορολογικών Αρχών προέκυψε πως οι πραγματικοί ιδιοκτήτες («beneficial owners») της offshore ήταν ο ίδιος και η σύζυγός του, Ευαγγελία Κασσελάκη, κατά 50%.
Από το 2004 και για πάνω από 20 χρόνια, η ακίνητη περιουσία μεταβιβαζόταν από offshore σε offshore, ενώ ο ίδιος ο Θ. Κασσελάκης για μια περίοδο δεν είχε δηλωμένη διαμονή, γεγονός που δυσχέρανε τις διαδικασίες καταλογισμού και εκτέλεσης των φορολογικών επιταγών.
Ο κ. Κασσελάκης είχε προσφύγει τόσο στο Διοικητικό Πρωτοδικείο όσο και στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, χωρίς επιτυχία. Η προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας ήταν η τελευταία νομική δυνατότητα ανατροπής της υπόθεσης, η οποία πλέον κλείνει οριστικά υπέρ του Δημοσίου.