Λίγο πριν τις φθινοπωρινές βροχές και μετά από το βραδινό φαγητό μπροστά στο τζάκι του αγροτικού σπιτιού, οι μεγάλοι αλλά και οι μικρότεροι, οι συγγενείς και οι γείτονες συγκεντρώνονται μπροστά στην εστία για να ξεχωρίσουν το βαμβάκι από τα καρύδια του φυτού που μαζεύτηκαν βιαστικά για να μη χαλάσουν. Το περισσότερο έχει ήδη μαζευτεί αλλά αν το καρύδι, το κέλυφος, βραχεί τότε ο λευκός πολύτιμος καρπός θα χάσει την ποιότητά του. Όλοι κάθονται δίπλα στη φωτιά, στις ξύλινες καρέκλες ενώ τα παιδιά πιάνουν θέση στα μικρά καρεκλάκια και σιγά σιγά τα τσουβάλια, γνωστά και ως χαράρια, μεταφέρονται στο κέντρο του δωματίου, κοντά στον σοφρά, το ξύλινο χαμηλό τραπέζι. Η διαδικασία δεν τελειώνει σε μια νύχτα αλλά κρατάει μέρες. Τη μια φορά γίνεται στο σπίτι μιας οικογένειας και την άλλη σε κάποιο από τα γειτονικά σπίτια, με το φως πάντα από το λυχνάρι, αφού ηλεκτρικό ρεύμα δεν υπάρχει. Όσο περνάει η ώρα ακούγονται ιστορίες και αστεία και τα παιδιά, από την πλευρά τους, χτίζουν στο μυαλό και την ψυχή αναμνήσεις που θα τους συνοδεύουν στην ενήλικη ζωή τους.
Στον ίδιο χώρο βρίσκονται συγκεντρωμένα διάφορα αντικείμενα απαραίτητα για την καθημερινότητα, όπως η πήλινη γάστρα, οι πινακωτές – λαξευμένες σε κορμούς δέντρων -, η ζυγαριά ή καντάρι, ο χειρόμυλος, οι μυλόπετρες, η πλαστήρα και τα εργαλεία για την παρασκευή του τραχανά. Λίγο μακρύτερα φυλάσσονται το αλέτρι, εργαλείο – σύμβολο της αγροτικής ζωής, η σβάρνα για τον θρυμματισμό των σβώλων στο όργωμα, οι αδοκάνες, για το σπάσιμο του φλοιού του σπόρου σιταριού, τα δρεπάνια για τον θερισμό, η χλιάμπουρα για το λίχνισμα που άφηνε στον άνεμο το άχυρο για να μείνει στο έδαφος ο σπόρος για το αλεύρι του σπιτιού…
Το σκηνικό αυτό από το παρελθόν της αγροτικής ζωής της χώρας, αλλά χωρίς τους ανθρώπους, αναπαριστάται στο «σπίτι των εργαλείων της παράδοσης» έναν χώρο στην Αμερικανική Γεωργική Σχολή αφιερωμένο στη διατήρηση και προβολή της πλούσιας ελληνικής αγροτικής κληρονομιάς. Το διόροφο σπίτι χτίστηκε το 1929 για να φιλοξενήσει τον Πρόεδρο της Σχολής και αφού ανακαινίστηκε πολλές φορές, υποδέχτηκε τη μοναδική συλλογή από ιστορικά αγροτικά εργαλεία, τα οποία συνέλεγε από το 1950 ο Παύλος Κοντέλλης, δωρητής και έφορος της Σχολής, ο οποίος εισήγαγε αγροτικά εργαλεία και ήταν εκείνος που έφερε τα γνωστά μπλέ τρακτέρ στην Ελλάδα.
«Υπάρχει κρασί του Κυρ – Γιάννη Μπουτάρη που ονομάζεται μπλε τρακτέρ και είναι αφιερωμένο στο τρακτέρ που είχε πάρει ο ίδιος από τον Κοντέλλη» εξηγεί η υπεύθυνη των εξωτερικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων της Σχολής, Ειρήνη Αργυριάδου. Η ίδια αφηγείται την ιστορία για το πώς ξεκίνησε η συλλογή και αναφέρει: «Όταν ο Παύλος Κοντέλλης, μετά τις σπουδές του στην Αγγλία, γύρισε στην Ελλάδα, ήρθε σε επαφή με τους αγρότες στη Μυτιλήνη. Εκεί είδε πόσο δύσκολη είναι η ζωή τους και αποφάσισε να κάνει τη δική του επιχείρηση, μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο οποίος εισήγαγε στην χώρα τα αυτοκίνητα Ford. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στη Λάρισα και κάθε μέρα έφευγε προς διάφορες περιοχές, την Ελασσόνα, τα Τρίκαλα, την Καρδίτσα για να πουλήσει τα μηχανήματά του. Έτσι γνώρισε τον Τάκη Τλούπα, τον φωτογράφο της ελληνικής υπαίθρου, ο οποίος έγινε πολύ διάσημος για τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες του, στις οποίες αποτύπωνε την καθημερινή ζωή, τα ήθη και τα έθιμα των ανθρώπων, τα επαγγέλματα που έχουν χαθεί. Ο Τλούπας ζήτησε από τον Κοντέλλη να τον παίρνει μαζί του όπου πήγαινε και ο Κοντέλλης τον ρώτησε: ‘γιατί τα φωτογραφίζεις όλα αυτά;’. Η απάντηση που πήρε από τον γνωστό φωτογράφο ήταν: ‘γιατί με τα σίδερα που τους πουλάς σε λίγο όλα αυτά θα τα έχουμε χάσει’».
«Υπάρχει κρασί του Κυρ – Γιάννη Μπουτάρη που ονομάζεται μπλε τρακτέρ και είναι αφιερωμένο στο τρακτέρ που είχε πάρει ο ίδιος από τον Κοντέλλη» εξηγεί η υπεύθυνη των εξωτερικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων της Σχολής, Ειρήνη Αργυριάδου. Η ίδια αφηγείται την ιστορία για το πώς ξεκίνησε η συλλογή και αναφέρει: «Όταν ο Παύλος Κοντέλλης, μετά τις σπουδές του στην Αγγλία, γύρισε στην Ελλάδα, ήρθε σε επαφή με τους αγρότες στη Μυτιλήνη. Εκεί είδε πόσο δύσκολη είναι η ζωή τους και αποφάσισε να κάνει τη δική του επιχείρηση, μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο οποίος εισήγαγε στην χώρα τα αυτοκίνητα Ford. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στη Λάρισα και κάθε μέρα έφευγε προς διάφορες περιοχές, την Ελασσόνα, τα Τρίκαλα, την Καρδίτσα για να πουλήσει τα μηχανήματά του. Έτσι γνώρισε τον Τάκη Τλούπα, τον φωτογράφο της ελληνικής υπαίθρου, ο οποίος έγινε πολύ διάσημος για τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες του, στις οποίες αποτύπωνε την καθημερινή ζωή, τα ήθη και τα έθιμα των ανθρώπων, τα επαγγέλματα που έχουν χαθεί. Ο Τλούπας ζήτησε από τον Κοντέλλη να τον παίρνει μαζί του όπου πήγαινε και ο Κοντέλλης τον ρώτησε: ‘γιατί τα φωτογραφίζεις όλα αυτά;’. Η απάντηση που πήρε από τον γνωστό φωτογράφο ήταν: ‘γιατί με τα σίδερα που τους πουλάς σε λίγο όλα αυτά θα τα έχουμε χάσει’».