Όλες οι τράπεζες εμφανίζουν δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας άνω του 15%, ενώ τρεις από τις τέσσερις υπερβαίνουν το όριο του 18% στον δείκτη CET1.
Καθώς οι διεθνείς ισορροπίες στο τραπεζικό εποπτικό πλαίσιο μεταβάλλονται, με τις ΗΠΑ να ακολουθούν επιθετική στρατηγική απορρύθμισης και την Ευρωπαϊκή Ένωση να καθυστερεί στην πλήρη εφαρμογή της Βασιλείας III, οι ελληνικές συστημικές τράπεζες καταγράφουν εντυπωσιακή πρόοδο στην κεφαλαιακή τους ενίσχυση, αναδεικνυόμενες σε σταθεροποιητικούς παράγοντες στο ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Τα οικονομικά αποτελέσματα του πρώτου τριμήνου του 2025 επιβεβαιώνουν αυτή τη δυναμική, καθώς όλες οι τράπεζες εμφανίζουν δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας άνω του 15%, ενώ τρεις από τις τέσσερις υπερβαίνουν το όριο του 18% στον δείκτη CET1, γεγονός που καταδεικνύει τη συνεπή εφαρμογή των εποπτικών μεταρρυθμίσεων και τη θωράκιση έναντι ενδεχόμενων μελλοντικών αναταράξεων.
Η Εθνική Τράπεζα καταγράφει την ισχυρότερη θέση με δείκτη CET1 στο 18,7% και συνολικό δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας στο 21,5%. Η Alpha Bank έχει δείκτη CET1 στο 16,3% και συνολικό δείκτη στο 22,7%, αποδεικνύοντας ανθεκτικότητα έναντι των απαιτήσεων του CRR III. Αντίστοιχα, η Eurobank σημειώνει CET1 στο 15,5% και συνολικό δείκτη στο 18,9%, με ενίσχυση από τις διεθνείς της δραστηριότητες. Η Πειραιώς εμφανίζει συνολικό δείκτη στο 19,5%, με το CET1 στο 14,4%.
Η εικόνα αυτή αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα στο τρέχον παγκόσμιο περιβάλλον ρυθμιστικής αβεβαιότητας. Η τελική φάση της Βασιλείας III – γνωστή και ως Basel IV – έχει σχεδιαστεί για να ενισχύσει τις τραπεζικές κεφαλαιακές βάσεις και να αποτρέψει την επανάληψη συστημικών κρίσεων.
Ωστόσο, η πίεση για χαλάρωση των προτύπων, κυρίως από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, δημιουργεί ένα επικίνδυνο προηγούμενο ανταγωνιστικής απορρύθμισης. Σε αυτό το πλαίσιο, η συνεπής προσήλωση των ελληνικών τραπεζών στις διεθνείς εποπτικές αρχές δεν αποτελεί μόνο ένδειξη θεσμικής αξιοπιστίας, αλλά και στρατηγική άμυνα έναντι αστάθειας.