Τι εντοπίζει η ΑΑΔΕ σε ελέγχους το τελευταίο διάστημα.
Σε εντατικούς φορολογικούς ελέγχους που διενεργούνται το τελευταίο διάστημα, η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων εντοπίζει πλήθος περιπτώσεων όπου πιστώσεις σε τραπεζικούς λογαριασμούς φυσικών προσώπων που συμμετέχουν ως εταίροι ή μέτοχοι σε νομικά πρόσωπα, θεωρούνται εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες.
Η πρακτική αυτή αφορά περιπτώσεις κατά τις οποίες ο εταίρος έχει και ενεργή εργασιακή σχέση με την επιχείρηση, δηλαδή προσφέρει υπηρεσίες με αμοιβή, ακόμη κι αν δεν υπάρχει τυπική σύμβαση μισθωτής απασχόλησης.
Στο πλαίσιο των ελέγχων, οι φορολογικές αρχές εντοπίζουν συχνά χρηματικές καταθέσεις στους τραπεζικούς λογαριασμούς των εταίρων, προερχόμενες από τις ίδιες τις εταιρείες στις οποίες αυτοί συμμετέχουν. Όταν για τις κινήσεις αυτές δεν προσκομίζονται επαρκείς αποδείξεις ή τεκμηριωμένα παραστατικά που να αιτιολογούν τον χαρακτήρα των ποσών – όπως δανειακές συμβάσεις, αποδείξεις επιστροφής ποσών ή άλλα έγγραφα – η ελεγκτική υπηρεσία τις αξιολογεί ως αμοιβές που απορρέουν από την εργασιακή τους σχέση. Κατά συνέπεια, τα ποσά αυτά θεωρούνται εισόδημα από μισθωτή εργασία και υπόκεινται στις αντίστοιχες φορολογικές υποχρεώσεις.
Συνηθισμένη είναι η περίπτωση όπου οι φορολογούμενοι επικαλούνται ότι πρόκειται για ιδιωτικά δάνεια από τις επιχειρήσεις προς αυτούς, τα οποία έχουν την πρόθεση να επιστρέψουν. Ωστόσο, ελλείψει έγγραφων συμφωνιών ή άλλης τεκμηρίωσης, οι ισχυρισμοί αυτοί χαρακτηρίζονται από τη φορολογική αρχή ως αόριστοι και μη επαρκώς αιτιολογημένοι. Στην πράξη, αυτό οδηγεί στον καταλογισμό φόρων και προσαυξήσεων, καθώς θεωρείται ότι επιχειρείται απόκρυψη φορολογητέου εισοδήματος.
Η συγκεκριμένη προσέγγιση των φορολογικών αρχών βασίζεται στη συνολική εικόνα της συναλλακτικής σχέσης του εταίρου με την εταιρεία, στη διάρκεια και το ύψος των πιστώσεων, καθώς και στην ύπαρξη ή μη επαναλαμβανόμενου χαρακτήρα στις καταθέσεις.