O Δένδιας «στάθηκε» πράγματι καλά απέναντι στον Τσαβούσογλου. Ήταν καλά «διαβασμένος» και προετοιμασμένος, προσεκτικός, καυστικός και κέρδισε τις εντυπώσεις απέναντι στους (ντεμέκ) συμμάχους και εταίρους (στους οποίους κυρίως απευθυνόταν).
Επικοινωνιακά τον νίκησε τον Τσαβούσογλου.
Εκτός όμως από την πρώτη ανάγνωση υπάρχει και το ζογκ πίσω από την κουρτίνα.
Πέρα από την «επικοινωνία» υπάρχει και η ουσία.
Αυτό που αγνόησαν οι πανηγυρίζοντες (προφανώς συγκρίνοντας την εμφάνιση Δένδια με την κατάντια και εξευτελισμό της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής από την προηγούμενη κυβέρνηση) είναι η δεύτερη ανάγνωση. Οι προηγούμενοι δεν μπορεί να είναι το κριτήριο. Ένα δολερό στοιχείο καταχωνιάστηκε στο περιεχόμενο πίσω από το όμορφο επικοινωνιακό περιτύλιγμα.
Κάτι πέρασε απαρατήρητο και θάφτηκε μέσα στον πρώιμο ενθουσιασμό. Η επίσημη θέση της Ελλάδας για το κυπριακό εκφράστηκε από τον υπουργό εξωτερικών της ως εξής: «Μοναδική λύση, που είναι αποδεκτή από το σύνολο της διεθνούς κοινότητας, είναι η διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία, στη βάση των σχετικών αποφάσεων του ΟΗΕ, λύση συμβατή και με το ευρωπαϊκό κεκτημένο».
Θυμίζω, ότι τόσο ο Γ. Παπανδρέου όσο και ο Δ. Χριστόφιας (του «περίεργου» ΑΚΕΛ) κατηγορήθηκαν ούτε λίγο ούτε πολύ ως προδότες για την στήριξή τους στο σχέδιο Ανάν και μάλιστα από τους ίδιους που σήμερα πανηγυρίζουν!
Η «λύση» της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας φαντάζει πια τόσο κακή, όσο και η περήφανη παρουσία του κ. Δένδια.
Διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία (ΔΔΟ) σημαίνει στρατηγική ομηρία της Ελλάδας και της Κύπρου από την Τουρκία. Σημαίνει de facto διχοτόμηση. Είναι μάλιστα κάτι χειρότερο από διχοτόμηση, διότι ενώ η τελευταία συνιστά νομιμοποίηση της τουρκικής εισβολής και κατοχής, η ΔΔΟ συνιστά επιπλέον πλήρη έλεγχο και κυριαρχία της Τουρκίας σε ολόκληρο το εύρος της Μεγαλονήσου. Η Ελλάς καθιστά τον εαυτό της πια εκβιάσιμο. Η «λύση» διζωνικής κοινότητας είναι η παράκαμψη που οδηγεί έτσι κι αλλιώς στην διχοτόμηση.
Η διζωνική λύση θα συνδέεται απαραίτητα με ένα αυστηρά ρυθμιστικό και κανονιστικό πλαίσιο, με έναν μεγάλο βαθμό συμβιβασμών και παραχωρήσεων και τελικά, γραφειοκρατικό και αντιδημοκρατικό παρεμβατισμό προς χάρη μιας κακώς εννοούμενης «ισότητας». Η Τουρκία θα μπορεί να μπλοκάρει μέσω της «τουρκοκυπριακής συνιστώσας πολιτείας» (sic) κάθε απόφαση και αυτοδιάθεση του «κυρίαρχου» κυπριακού κράτους. Θα είναι η σκιώδης κυβέρνηση πίσω από την κυβέρνηση.
Σας θυμίζω ότι το 2016 η διατλαντική συμφωνία εμπορίου της Ε.Ε. με τον Καναδά, γνωστή ως CETA, εμποδίστηκε από την τοπική Βουλή της γαλλόφωνης Βαλονίας, που αποτελεί μια από τις τρεις περιφέρειες του ομόσπονδου Βελγίου. Μία μικρή περιφέρεια της ΕΕ λοιπόν, μέσω της Κάτω Βουλής της, μπλόκαρε το αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων επτά ολόκληρων ετών της Ευρώπης των 28!
Έχουμε καταλάβει με ποιους έχουμε να κάνουμε ή δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει ακόμα; Παίζουμε με την φωτιά.
Όπως και με το δημοψήφισμα μαϊμού του 2015, καθώς και με την Συμφωνία των Πρεσπών, αγνοείται και σήμερα το 76% του κυπριακού Λαού με το περήφανο ΟΧΙ στο σχέδιο Ανάν. Τελικά, τίθεται για άλλη μια φορά σοβαρό ζήτημα της ποιότητας της Δημοκρατίας, η οποία στέκεται γυμνή κι εκτεθειμένη σε δημόσια θέα γελοιοποίησής της από το πολιτικό σύστημα, το οποίο και την αγνοεί επιδεικτικά και προκλητικά.
Η επικοινωνιακή στρατηγική των υπερασπιστών της διζωνικής «λύσης» ακολουθεί ένα γνωστό μοτίβο επιχειρηματολογίας, το οποίο χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον και στο παρελθόν σε αντίστοιχα μεγάλα θέματα εθνικής σημασίας (βλ. π.χ. Συμφωνία των Πρεσπών, μνημόνια κοκ). Είναι ένα μοτίβο «χειρισμού» των Ελλήνων, το οποίο αποτελείται από ένα βασικό στοιχεί:
Καλλιεργεί την φοβία του «χειρότερου ενδεχόμενου». Δηλαδή, η εργαλειοποίηση του «καταστροφικού σεναρίου»:
«Επιλέξτε το κακό για να μην έρθει το χειρότερο». Το κακό… ως λύση!
Με αυτόν τον τρόπο ποδηγετείται ο ελληνικός Λαός.
Δεν έχει το δικαίωμα να ελπίζει ποτέ σε ένα «καλό σενάριο». Αυτό, συνιστά προφανώς εμπόδιο στις συμβιβαστικές πολιτικές που προτείνει πάντα η «Βασιλίσσης Σοφίας» ως μέσο επικυριαρχίας στα κράτη «δορυφόρους» της.
Δυστυχώς, εκτός από τα παραπάνω, στα μεγάλα εθνικά θέματα, έχει διεισδύσει ένα σκουλήκι, το οποίο απ’ό,τι φαίνεται αρχίζει να διαβρώνει (πέρα από το πολιτικό σύστημα) και το διπλωματικό σώμα. Είναι το ιδεολόγημα των λεγόμενων «βαριδίων». Όπως θεωρήθηκε το «σκοπιανό», έτσι και το «κυπριακό», θεωρείται «βαρίδιο» από το οποίο «πρέπει να απαλλαγούμε πάσει θυσία, διότι καταναλώνει σημαντικό διπλωματικό κεφάλαιο».
Δεν ντρέπονται καν να το λένε. Τέτοιο θράσος.
Αρχίζει και διαδίδεται λοιπόν η άποψη, ακόμη κι από διπλωμάτες, ότι «πρέπει να αφήσουμε την Κύπρο μόνη της, ωρίμασε πια ως κράτος και μπορεί να διαπραγματεύεται χωρίς ελληνική βοήθεια, έχει αποκτήσει εμπειρία διεθνών διαπραγματεύσεων, δεν χρειάζεται πατρόνες και συμβουλάτορες» κοκ.
Τίποτα βέβαια δεν είναι τυχαίο. Είναι ακριβώς οι ίδιοι που ζητούν συμβιβαστικές λύσεις στις παράλογες απαιτήσεις της Τουρκίας.
Δημιουργούν μάλιστα τεχνηέντως και συντονισμένα σύγχυση με τον έναν να είναι επί παραδείγματι κατά της αποστρατικοποίησης νήσων, αλλά υπέρ της συνεκμετάλλευσης, με τον άλλον να είναι υπέρ της αποστρατικοποίησης, αλλά κατά της συζήτησης με την Τουρκία για κυριαρχία των νήσων κοκ.
Καταφέρνουν έτσι να μην απομονώνονται συνολικά, αλλά αναγκαστικά να πρέπει να διαφωνούμε μαζί τους μόνο εν μέρει.
Είναι η ίδια καλά συνεννοημένη ομάδα, η οποία υποδαυλίζει την δημιουργία μιας συμπαγούς εθνικής θέσης για να προετοιμάσει το μέλλον των υποχωρήσεων εφόσον δεν θα μας μένει πια καμία άλλη επιλογή από το να δεχτούμε το τετελεσμένο που επιτρέψαμε να δημιουργηθεί.
Όπως ακριβώς και με το σκοπιανό: «Τι θέλετε να κάνουμε τώρα, όλος ο κόσμος τους ονομάζει Μακεδονία». Καταντήσαμε δηλαδή πράγματι στο σημείο να χρησιμοποιούμε οι ίδιοι ως επιχείρημα, το «τετελεσμένο» που αρνηθήκαμε να αποτρέψουμε!
Η Κύπρος όμως δεν είναι μόνο ένα αυτάδελφο κράτος απέναντι στο οποίο έχουμε την ηθική και ιστορική υποχρέωση να το βοηθήσουμε και να το υπερασπιστούμε. Είναι ζωτικός χώρος κατά Κλαούσεβιτς για την Ελλάδα, το στρατηγικό βάθος της Ελλάδας στον πρωταγωνιστικό της ρόλο ως περιφερειακή δύναμη. Όπως και η Ελλάδα αντιστρόφως, συνιστά ακριβώς το ίδιο πράγμα για την Κύπρο μας, η οποία μέσα από την σχέση της με την Ελλάδα, θα καταστεί από ένα «μικρό και μακρινό νησί» γεωστρατηγική κορωνίδα στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η έννοια του στρατηγικού βάθους λοιπόν, δηλαδή το κεντρικό δόγμα της εξωτερικής πολιτικής όλων των υπολοίπων, θεωρείται σήμερα βαρίδιο στην Ελλάδα, από κάποιους που ενώ σέβονται τάχα την ελευθερία και ανεξαρτησία της Κύπρου καταφτύνουν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματός της.
Το πρόβλημα βέβαια είναι, ότι για να αποκτήσουμε ένα τέτοιο όραμα στην εξωτερική μας πολιτική θα πρέπει πρώτα να το στερήσουμε από άλλους. Και μάλλον δεν θέλουμε να δυσαρεστήσουμε τις πρεσβείες μέσα από τις οποίες μοιράζονται ρόλοι και καριέρες.
Όταν ένας Έλληνας υπ.εξ. στέκεται απέναντι στον Τούρκο, έχει δίπλα του όλους μας. Δεν βλέπω κόμματα και πρόσωπα, αλλά την Πατρίδα ενωμένη. Τα σκοτεινά σημεία όμως οφείλουμε να τα φωτίζουμε. Όπως καταλαβαίνετε παρακολούθησα καθιστός το standing ovation. Αγρυπνείτε.
Επιμύθιο: «Μακάριος ὁ δοῦλος, ὃν εὑρήσει γρηγοροῦντα, ἀνάξιος δὲ πάλιν, ὃν εὑρήσει ῥαθυμοῦντα».
Καλό Πάσχα
Ανδρέας Τσιφτσιάν
Οικονομολόγος