Στις συνθήκες που επικρατούσαν τη «μαύρη» ημέρα, στις 23 Ιουλίου 2018, οπότε και σημειώθηκε η φονική πυρκαγιά που στοίχισε την ζωή 104 ανθρώπων στο μαρτυρικό Μάτι, καθώς και για τις συνθήκες της δίκης, αναφέρθηκε σήμερα (7/4), μεταξύ άλλων, το διοικητικό συμβούλιο του Συλλόγου συγγενών θανόντων και εγκαυματιών, σε συνέντευξη Τύπου που πραγματοποιήθηκε.
Ρεπορτάζ: Κωνσταντίνα Χαϊνά
Η κα Κάλλι Αναγνώστου, πρόεδρος του Συλλόγου και μία εκ των εγκαυματιών της πύρινης κόλασης, συγκλόνισε για ακόμη μία φορά στην τοποθέτησή της, τονίζοντας πως τόσο η ίδια, όσο και τα υπόλοιπα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, βρέθηκαν σήμερα στην αίθουσα της ΕΣΗΕΑ, προκειμένου να εκπροσωπήσουν τους οικείους τους, τα θύματα αλλά και τους επιζώντες, «σε έναν δικαστικό αγώνα που έχει δοκιμάσει κάθε αντοχή μας».
Όπως είπε, βρέθηκαν να παλεύουν με το πένθος της απώλειας των αγαπημένων τους, και τον πόνο για τις ισόβιες πληγές τους, ενάντια στο χρόνο, αλλά και ενάντια σε έναν απίστευτο παραλογισμό με κοινωνικές διαστάσεις, αφού, αντί «σύστημα να αναλάβει τις ευθύνες του και να χαρακτηρίσει ως κακούργημα τη δολοφονία και τις βαριές σωματικές βλάβες 160+ ψυχών, ουσιαστικά, επιχείρησε να μετατρέψει όλους εμάς τα θύματα σε θύτες… Ένα έγκλημα στο οποίο εάν αναγνώριζαν τα εγκληματικά λάθη τους από την πρώτη στιγμή και τιμωρούνταν οι υπεύθυνοι, όποιοι είναι, ενδεχομένως να μην υπήρχαν κι όσες τραγωδίες ακολούθησαν ή θα ακολουθήσουν…».
«Κάνουμε τιτάνια προσπάθεια να αναδείξουμε την αλήθεια»
Τόσο προσωπικά, όσο και συλλογικά, τόνισε η κα Αναγνώστου, «κάθε ένας από εμάς, σχεδόν 7 χρόνια, κάνουμε τιτάνια προσπάθεια προκειμένου να αναδείξουμε την αλήθεια των γεγονότων και την αλήθεια που αφορά στους υπεύθυνους αυτού του τρομακτικού εγκλήματος, που ακόμη ελάχιστοι δυστυχώς γνωρίζουν. Όλα αυτά τα χρόνια μιλάμε, φωνάζουμε, μα δεν ακουγόμαστε».
Και συνέχισε: «Καθοδηγούμενοι υπερασπιστές άλλου “δικαίου”, αυτόκλητοι εκπρόσωποι και σωτήρες άλλων συμφερόντων προσπάθησαν, από την πρώτη στιγμή, να πείσουν την κοινή γνώμη πως “αυτό που μας συνέβη” ήταν “ακραίο” ή και “αναμενόμενο”, ενώ πολλοί θέλησαν και κατάφεραν να μας εργαλειοποιούν, για το όποιο δικό τους όφελος.
Κατάφεραν να μιλούν “για εμάς” χωρίς εμάς. Να ντύνουν την αλήθεια μας με ψέματα, όπως και όπου βολεύει.
Να την χαρακτηρίζουν ακόμη και ως “αντιπερισπασμό”, επιχειρώντας δε να χειραγωγήσουν και μερίδα των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης.
Δεν είναι τυχαίο ότι η εξαρχής προπαγάνδα του επιχειρήματος της κακής πολεοδομίας αποτέλεσε, μετά τις “ακραίες καιρικές συνθήκες”, το επόμενο ψευδεπίγραφο επιχείρημα κάλυψης και συγκάλυψης της εγκληματικής ανικανότητας του κράτους να ανταποκριθεί στη θεμελιώδη συνταγματική υποχρέωσή του προς όλους εμάς τους πολίτες, την προστασία μας! Αντιθέτως, κάποιους, έφτασαν να μας εκφοβίζουν, να μας απειλούν, ακόμη και σε προσωπικό επίπεδο, προκειμένου να σιωπήσουμε. Γιατί τώρα;».
«Κληθήκαμε να προσαρμοστούμε σε μία πραγματικότητα εξαιρετικά οδυνηρή»
Αμέσως μετά την ολική καταστροφή που υπέστησαν, οι οικογένειες των νεκρών που ξεκληρίστηκαν, χάνοντας τους ανθρώπους τους, μετά τη μακρά και αδιανόητα επώδυνη, όπως την χαρακτήρισε η κα Αναγνώστου, διαδικασία αναγνώρισης στα νεκροτομεία των αγαπωμένων τους προσώπων, μάζευαν τα κομμάτια τους, προσπαθώντας να σταθούν στα πόδια τους, φέροντας βαριά την απώλειά τους για πάντα. «Αντίστοιχα, για πολλούς μήνες, ακόμη και χρόνια, οι περισσότεροι από τους εγκαυματίες νοσηλευόμασταν σε πολύ κρίσιμη κατάσταση, ακόμη και σε κώμα, και έπειτα είχαμε να αντιμετωπίσουμε μια βασανιστική και μακρά διαδικασία αποκατάστασης που συνεχίζει μέχρι και σήμερα. Κληθήκαμε δε να προσαρμοστούμε σε μια πραγματικότητα εξαιρετικά οδυνηρή που δεν έχει καμία σχέση με ό,τι καλούσαμε και γνωρίζαμε πραγματικό έως τις 23/07/2018 και που ποτέ δεν θα έχει ξανά. Οι περισσότεροι ήμασταν μαζί μέσα στη φωτιά, είδαμε τους ανθρώπους μας που καίγονταν ή πνίγονταν, ακούγαμε τα ουρλιαχτά τους που μπλέκονταν με τα δικά μας όπως καιγόμασταν και χανόμασταν οι ίδιοι, ενώ οι προσπάθειες μας να βοηθήσουμε αλλήλους, δεν ήταν αρκετές…».
Έπειτα από 7 ολόκληρα χρόνια, ακόμη, νιώθουν τύψεις που δεν μπόρεσαν ή δεν πρόλαβαν να βοηθήσουν περισσότερους ανθρώπους, ή όλους. «Αυτό από μόνο του μας φόρτωσε με ένα απίστευτο, ιδιαίτερο, ψυχικό βάρος που θα κουβαλάμε για πάντα. Δεν ήταν καθόλου εύκολο, δε, δεδομένου ότι οι περισσότεροι βρεθήκαμε και χωρίς σπίτια και αντιμετωπίζουμε έκτοτε και πολλά προβλήματα διαβίωσης. Παρόλα αυτά προσπαθήσαμε να αντλήσουμε δυνάμεις που δεν διαθέτουμε, προκειμένου μέσω της Δικαιοσύνης να δικαιώσουμε όλους μας. Παρουσιαστήκαμε, είτε κατόπιν κλήσης, ή αυτοβούλως, στον Ανακριτή προκειμένου να καταθέσουμε την αλήθεια μας για όσα βιώσαμε από εκείνη τη Δευτέρα 23οις Ιουλίου 2018».
Αν και, από την πρώτη στιγμή, οι σειρήνες της «συγκάλυψης», ηχούσαν στα αυτιά τους, σφυρίζοντας παράφωνα τον ήχο της μη απόδοσης ευθυνών για το «έγκλημα» που διαπράχθηκε από όσους γνώριζαν, πολύ καλά, «πως αν δεν επιχειρήσουν την κατάσβεση της φωτιάς και την εκκένωση των οικισμών θα καούν άνθρωποι, όπως και έγινε… Παρά τις 3 προσπάθειες του Ανακριτή, με το πλήθος καταθέσεων και στοιχείων που συνέλλεξε, ώστε να χαρακτηριστεί ως κακούργημα το έγκλημα, δεν εισακούστηκε από τους Εισαγγελείς κύριο Σπυρόπουλο, κυρία Κατσανάκη και κύριο Νούλη που το απέρριψαν. Όπως δεν εισακούστηκε και η πρόταση του Δικαστικού Συμβουλίου που συμφώνησε με τη γνώμη του, την οποία το Συμβούλιο Εφετών και ο κύριος Μεϊδάνης απέρριψαν επίσης».
«Παρουσιαστήκαμε στο δικαστήριο για να δικάσουμε ένα πλημμέλημα»
Κατόπιν, μετά αλλεπάλληλων τυπικών και άτυπων διαδικασιών, ενώ οι πληγές, σωματικές και ψυχικές, παραμένουν ανοιχτές, παρουσιάστηκαν πια και στο Δικαστήριο, ώστε να υποστηρίξουν και οι ίδιοι τις κατηγορίες ενάντια στους υπευθύνους του «εγκλήματος». «Για να δικάσουμε 4,5 χρόνια μετά, τον Οκτώβριο του 2022, ένα ″πλημμέλημα″, σε συνθήκες πλήρους ασέβειας προς όλους εμάς, στοιβαγμένοι σε μια αίθουσα χωρητικότητας 30 ατόμων, όπου κανείς δεν σκέφτηκε ότι δεν θα χωρούσαμε. Μια δημόσια κατά τα άλλα δίκη στην οποία μας απέκλειαν την πρόσβαση, γεγονός που επαναλήφθηκε και στη 2η δίκη. Συνολικά 18 μήνες μετά, στις 28 Απριλίου του 2024, Μεγάλη Δευτέρα, μετά από 200 ημέρες ακροαματικής διαδικασίας, ανακοινώθηκε η επαίσχυντη απόφαση -χαστούκι για εμάς και την εμπιστοσύνη που δείξαμε στην ελληνική δικαιοσύνη, όπου 6 μόνο από τους κατηγορούμενους κρίθηκαν «τύποις» ένοχοι με ποινές χάδι, εξαγοράσιμες μόλις προς 10 ευρώ την ημέρα, για 102 νεκρούς και 32 εγκαυματίες, βάσει Βουλεύματος».
Συνεχίζοντας την καθηλωτική της τοποθέτηση, η κα Αναγνώστου είπε πως παρά τον πόνο με τον οποίο πορεύονται οι συγγενείς των θυμάτων αλλά και οι επιζώντες όλα αυτά τα χρόνια, έκαναν υπομονή. «Εξαντλήθηκε! Είχαμε εμπιστοσύνη στην ελληνική δικαιοσύνη, δικαίως, κλονίστηκε! Μετά την εξοργιστική απόφαση του πρωτόδικου ποινικού δικαστηρίου για το φριχτό αυτό έγκλημα, που συντελέστηκε στους 5 οικισμούς της Ανατολικής Αττικής (Νέο Βουτζά, Προβάλινθο, Κόκκινο Λιμανακι, Μάτι και Αμπελούπολη, των δήμων Ραφήνας-Πικερμίου και Μαραθώνα), αντιλαμβανόμενοι ότι αποτελεί ασέβεια προς τα θύματα και την κοινή λογική, συνταχθήκαμε και συσταθήκαμε ως Σύλλογος με μια καταστατική υποχρέωση. Να κάνουμε τα πάντα προκειμένου να αποκαλυφθεί η αλήθεια, να βρεθούν οι υπαίτιοι προ των ευθυνών τους και να δικαιωθούν οι ψυχές μας που κάηκαν.
Αντιτασσόμαστε στα παιχνίδια που στήθηκαν στις πλάτες μας, στο μεγαλύτερο έγκλημα εν καιρώ ειρήνης και όχι “φυσική καταστροφή” όπως πολλοί, βολικά το καλούν. Ανθρωπογενείς οι παράγοντες που το προκάλεσαν, όπως και οι ευθύνες. Ανθρώπινο χέρι έβαλε αυτή τη φωτιά, και πολλά άλλα, ενώ θα μπορούσαν και όφειλαν, δεν την σταμάτησαν. Αντιθέτως, άφησαν να καούμε. Μας άφησαν να πεθαίνουμε μόνοι και δεν μας παρείχαν καμία βοήθεια! Και μετά, μας κατηγόρησαν έμμεσα και άμεσα ότι φταίγαμε που καήκαμε! Από θύματα, γίναμε θύτες. Λίγο έλειψε να βρεθούμε όλοι και στο εδώλιο. Κάποιοι, βέβαια, βρέθηκαν. Παρά την αντίθετη βλέψη, αυτή η εξωφρενική πρωτόδικη απόφαση δεν έγινε αποδεκτή στη συνείδηση του κόσμου και σήκωσε θύελλα αντιδράσεων, προκαλώντας και την παρέμβαση του Αρείου Πάγου και του Εισαγγελέα Εφετών, που άσκησε έφεση κατά της απόφασης ζητώντας να εκδικαστεί εκ νέου η υπόθεση, σε 2ο Βαθμό».
Και τόνισε πως: «Με τους Εφέτες να καλούνται να αξιολογήσουν εάν ορθώς το Τριμελές Πλημμελειοδικείο προχώρησε στην αθώωση των 15 υπηρεσιακών και αυτοδιοικητικών κατηγορουμένων, εάν ορθώς αναγνώρισε ελαφρυντικά σε τέσσερα, πρώην πια, στελέχη της πυροσβεστικής, και τελικά εάν ορθώς επέβαλε τις ποινές που επέλεξε στους καταδικασθέντες αξιωματικούς του Π.Σ. και τον εμπρηστή. Η εκδίκαση της νέας δίκης ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων προσδιορίστηκε ταχύτατα, καθώς πάνω από τη δικογραφία για τη μεγαλύτερη και εγκληματικότερη θα πούμε τραγωδία, που έπληξε τη χώρα το 2018, επικρέμεται ο κίνδυνος παραγραφής ενδεχόμενων ποινικών ευθυνών, αφού η υπόθεση πρέπει να έχει κριθεί αμετάκλητα και από τον Άρειο Πάγο, έως τον Ιούλιο του 2026».
«Η δίκη ξεκίνησε με συνθήκες fast track και στον 2ο βαθμό»
Στις 8 Ιουλίου του 2024, ξεκίνησε λίγο πριν την 6η μαύρη επέτειο, και ολοκληρώνεται σε κάποιες ημέρες σε συνθήκες «Fast Track, η δίκη και στον 2ο Βαθμό και στο εδώλιο των κατηγορουμένων του Εφετείου κάθισαν ξανά όλοι οι κατηγορούμενοι, για τους οποίους η Εισαγγελική έφεση ζήτησε να επανακριθούν. Πάλι, φυσικά, ως πλημμέλημα, και τις κατηγορίες που τους βαρύνουν, να αφορούν, βεβαίως, και πάλι 102 ανθρωποκτονίες από αμέλεια και 32 σωματικές βλάβες από αμέλεια. Ενώ όμως, κατά πως φαίνεται από τις 115 αρχικές κατηγορίες που βάραιναν τους κατηγορούμενους, στην δίκη σε 2ο βαθμό ισχύουν μόλις 49, παρά την γνώμη που επικράτησε σε όλους για μια εξαρχής και εξ ολοκλήρου δίκη. Γεγονός για το οποίο υπάρχει διχογνωμία και μεταξύ των συνέδρων, συνηγόρων υποστήριξης και συνηγόρων υπεράσπισης.
Μια δίκη, χωρίς διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά ως προς τη διαδικασία, τις απορρίψεις μας, και τις συνθήκες διεξαγωγής, για τις οποίες θα υπάρξει αναλυτικότερη αναφορά. Θα σας πω μόνο ότι η αντιμετώπιση ήταν περίπου η ίδια. Ακόμη και πρόσφατα, για τη συνεδρίαση της Τετάρτης 12 Μαρτίου και την πρόταση της Εισαγγελέως Εφετών, μας παράχωσαν σε μια αίθουσα που αποκλείεται να μην γνώριζαν ότι δεν θα χωρούσαμε, όλοι εμείς οι συγγενείς θανόντων και εγκαυματίες με τους δικηγόρους μας, όπως και οι κατηγορούμενοι με τους δικούς τους, ή οι δημοσιογράφοι που θα ήταν παρόντες σε αυτήν».
Συνθήκες φωτιάς εντός “πεδίου”
Για τις συνθήκες της φωτιάς την ημέρα που γράφτηκε η μελανότερη σελίδα της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας εν καιρώ ειρήνης, μίλησε με την σειρά της η κα Μαίρη Αβραμίδου, ξεκινώντας την ομιλία της με τους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων στις απολογίες τους.
Όλοι, σχεδόν, ισχυρίστηκαν ότι: «”Θα ήταν επικίνδυνο να ειδοποιήσουμε και βγάλουμε τον κόσμο στον δρόμο. Αν ήταν 5000 άνθρωποι εκεί, σκέφτεστε τι θα γινόταν αν πήγαιναν έστω οι 2000 στη παραλία με τα θερμικά και τον καπνό;”, εννοώντας ότι θα είχαμε περισσότερα ακόμη θύματα. Όμως η αλήθεια που “μαρτυρούν” και οι αριθμοί είναι διαφορετική».
«Σε αυτή τη φωτιά που εκκίνησε περί τις 16:20 από το Νταού Πεντέλης και κατέκαψε περί τις 14.000 στρέμματα έκταση μέχρι που έσβησε μόνη της όταν είχε φτάσει στη θάλασσα ώρες μετά, πάνω από 3000 άνθρωποι διέφυγαν μόνοι, σώζοντας εαυτούς και άλλους, από την κόλαση που οι υπεύθυνοι αυτού του αδιανόητου εγκλήματος μας έφεραν στους τόπους, στα σπίτια και στις ζωές μας.
Ενώ, εξαιτίας των απραξιών όλων αυτών των υπευθύνων:
– 104, επίσημα, άνθρωποι έχασαν τις ζωές τους:
– 95 άνθρωποι απανθρακώθηκαν επί τόπου ή πέθαναν εξαιτίας των εγκαυμάτων τους στα νοσοκομεία.
– 9 άνθρωποι πνίγηκαν.
– Μεταξύ των νεκρών μας 11 παιδιά, ηλικίας, μέχρι 13 ετών και 5 νέοι έως 30 ετών.
– 57 άνθρωποι μείνανε πίσω, εσαεί καμένοι, κάποιοι εκ των οποίων κατόπιν πολύμηνων νοσηλειών και πολλαπλών επεμβάσεων έως σήμερα, ανάπηροι, ζωντανοί-νεκροί.
Σύμφωνα με τον πραγματογνώμονα Γκουρμπάτση και το σύστημα Copernikus στην περιοχή κατοικούσαν πάνω από 3600 άνθρωποι.
Οι ″διασώσεις″/μεταφορές που έγιναν αφορούν: 700 ανθρώπους από το Λιμενικό στη Ραφήνα, 40 από Π.Σ., 16 από ΕΛ.ΑΣ. και 78 από Ε.Κ.Α.Β.. Περί τους 3000 ανθρώπους κατέφυγαν στις παραλίες και 2000 έφυγαν οδικώς. Σύνολο 5000 άνθρωποι».
Συνθήκες φωτιάς εκτός “πεδίου”
Συνεχίζοντας, η κα Αβραμίδου είπε πως σύμφωνα με τα επίσημα Δελτία Τύπου, τις ανακοινώσεις, αναγγελίες, και συνεντεύξεις που δόθηκαν εκείνες τις ώρες ή και στήθηκαν αργότερα, στη φωτιά της Ανατολικής Αττικής επενέβησαν έως και τριψήφιος αριθμός οχημάτων και μεγάλος αριθμός πεζών τμημάτων.
«Πολλά από αυτά φαίνεται να καταφθάνουν με την -ψευδώς αναφερόμενη- έναρξη της, ώρα που βολικά αποδέχτηκαν οι ίδιοι και προέβαλαν, περί τις 16:41 ενώ στην περιβόητη κάτασβεση της συμμετείχαν, ελικόπτερα και αεροπλάνα κάνοντας υπεράριθμες ρίψεις σε χρόνους ρεκόρ, πλωτά μέσα, φρεγάτες, μέχρι και ″βατράχια″, όπως είχε πει και ο τότε Υπουργός Εθνικής Άμυνας, κύριος Καμμένος.
Σύμφωνα, δε, πάντα με τους ίδιους, περί ώρα 19:00 όλα είχαν τελειώσει.
Το ότι είχαμε αφεθεί να καιγόμαστε μέχρι αργά τη νύχτα, δεν έχει αναφερθεί ποτέ από κανέναν. Ενώ από πλευράς άλλων φορέων, ΕΛ.ΑΣ., Ε.Κ.Α.Β, τοπικοί φορείς και φορείς αυτοδιοίκησης, όλοι επίσης ενήργησαν άψογα προκειμένου να υποστηρίξουν το έργο του Π.Σ. και εμάς. Αναρίθμητος όγκος μέσων κατέφθαναν από παντού και με κάθε τρόπο. Απλά εμείς, που ήμασταν εκεί και πεθαίναμε, δεν ψάξαμε να τους βρούμε. Για χάρη και μόνο ηθικής αποκατάστασης της αλήθειας αλλά και στην ουσία των πραγματικών περιστατικών θα ξαναπούμε: Η φωτιά εκκίνησε το αργότερο μέχρι τις 16:20 και έκαιγε τα πάντα και εμάς, μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες της επομένης. Κανείς δεν θα μάθει ποτέ πόσοι άνθρωποι αφέθηκαν να καίγονται επί ώρες αφού και βάσει των ιατροδικαστικών πράξεων ως χρόνος θανάτου αναφέρεται η ώρα ανεύρεσης τους, μόνο».
Συνθήκες δίκης
Η κα Αβραμίδου τοποθετήθηκε και για τις συνθήκες της δίκης. Όπως είπε, η πρωτόδικη δίκη, όπως μεταβιβάστηκε και στο Εφετείο για την εκδίκαση σε 2ο Βαθμό, βασίστηκε σε ένα βούλευμα που αφορά ογκωδέστατη δικογραφία, άνω των 300.000 σελίδων πρωτότυπων και αντιγράφων εκθέσεων/ εγγράφων/στοιχείων/καταθέσεων από πλήθος μαρτύρων, «ελλείψει βέβαια άλλων εγγράφων/στοιχείων/κ.λ.π. που είτε εξαρχής δεν παραδόθηκαν ή εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς ακόμη και κατά τη διάρκεια των δικών». Μια δίκη που αφορά 21, τελικώς, από τους 28 αρχικά, κατηγορούμενους, κυρίως, στελέχη, του τότε κρατικού μηχανισμού της Πυροσβεστικής, της Πολιτικής Προστασίας, αυτοδιοικητικούς παράγοντες και τον εμπρηστή κάτοικο».
Παράλληλα, επεσήμανε πως λείπουν από το εδώλιο, λόγω του αρχικού βουλεύματος, η Αστυνομία, το Λιμενικό , το Δασαρχείο, το Ε.Κ.Α.Β. και άλλους Αυτοδιοικητικούς παράγοντες και Πολιτικά πρόσωπα, Υπουργούς, «με ουσιώδη ανάμιξη στην εξέλιξη των γεγονότων ή ουσιώδη απουσία από αυτά. Με κατηγορίες για ανθρωποκτονίες και σωματικές βλάβες κατά συρροή από “αμέλεια”, ισάριθμες με τους νεκρούς και τους εγκαυματίες μας».
«Μια πρωτόδικη διαδικασία όπου η Έδρα μας έδειξε την πρόθεση της για να γίνει μια «δίκη σαν προσευχή», όπως μας υποδείκνυε τότε η πρόεδρος κυρία Γκιαούρη, όπου το άλογο και η ανομία πρωτοστάτησαν. Με την αποδυνάμωση της υποστήριξης κατηγοριών, εξαρχής είτε από Έδρας ή και από την πλευρά των δικηγόρων των αντιδίκων, μέσω της απόρριψης εκπροσώπων και μαρτύρων μας.
Τόσο πρωτόδικα όσο και στη δίκη σε 2ο Βαθμό, συγγενείς θανόντων θυμάτων απορρίφθηκαν από την Έδρα και δεν τους επετράπει η εκπροσώπηση των οικείων τους, με το ανήκουστο αιτιολογικό της έλλειψης άμεσου «στενού» βαθμού συγγένειας και ενώ δεν υπάρχουν άλλοι εγγύτεροι συγγενείς. Χαρακτηριστική αυτής της απόφασης, η απουσία εκπροσώπησης σνήλικων παιδιών που έχασαν και τους γονείς του και δεν εκπροσωπούνται από κανέναν!».
Πρώτοδικα, σύμφωνα με την κα Αβραμίδου, είχε απορριφθεί το δικαίωμα υποστήριξη κατηγορίας από εγκαυματία θύμα επειδή, από Έδρας πάλι, δεν ανέγνωσαν σωστά τον ισχυρισμό της υποστήριξης κατηγορίας της, νομίζοντας ότι ο ισχυρισμός που αφορούσε τις δικές της σωματικές βλάβες απευθυνόταν στην αποθανούσα μητέρα της.
«Ενώ, στην δίκη σε 2ο βαθμό δεν επετράπη η εκπροσώπηση θανούσης από τον μνηστήρα της αφού «δεν ήταν παντρεμένοι» και ενώ ήταν μαζί της μέχρι τη στιγμή που τους χώρισε κυριολεκτικά η φωτιά και ο θάνατος. Όλως τυχαίως, απο τους 57 εγκαυματίες, στο βούλευμα αναφέρονται μόλις 32, και από αυτούς κλήθηκαν να καταθέσουν ελάχιστοι! Παρά την δίκαιη και επίμονη προσπάθεια μας, το αίτημα συμπερίληψης όλων, δεν εγκρίθηκε. Απορρίφθηκε, καθώς όπως είπε Αντίδικος Δικηγόρος, “οι εγκαυματίες θύματα θα επηρεάσουν το κατηγορητήριο εναντίων των κατηγορουμένων”. Όλως περιέργως όμως, κλήθηκαν να καταθέσουν άλλοι «μάρτυρες», ακόμη και με αναληθή ή παραποιημένα στοιχεία, παρότι δεν ήταν καν παρόντες στο συμβάν. Ενώ δεν κλήθηκαν μάρτυρες, όπως αξιωματικοί φορέων, του Ε.Σ.Κ.Ε., οι υπεύθυνοι των Διυλιστηρίων, κ.λ.π., που γνωρίζουν τι συνέβαινε εκείνες τις ώρες».
Με παραινέσεις για “οικονομία δίκης”, να «συντομεύουμε εμείς που καταθέταμε το φρικιαστικό βίωμα μας, ενώ στους μάρτυρες υπεράσπισης κατηγορουμένων επιτρεπόταν να πάρουν όσο χρόνο χρειάζεται.. Με τον κατακερματισμό της υπόθεσης, σε “κομμάτια”, άλλες παράλληλες δίκες, προκειμένου να μην φανεί και αποδειχθεί σε όλο της το μεγαλείο η κακουργηματική έκθεση σε κίνδυνο και ο ενδεχόμενος δόλος που θα έκρινε πλήθος ενόχων και θα αποδείκνυε το μέγεθος της συγκάλυψης της υπόθεσης. Παράλληλα με τη κύρια δίκη, διεξάγονται άλλες τουλάχιστον 4οις δίκες με τους ίδιους ή κάποιους από τους ίδιους υπόδικους, σε κάποιες εκ των οποίων ήδη έχουν κριθεί ένοχοι και έχουν καταδικαστεί πρωτόδικα 2 κατηγορούμενοι, ενώ εκδικάζονται και σε 2ο Βαθμό».