Σάββατο, 4 Μαΐου, 2024
More

    Τράπεζα της Ελλάδος: Ποιοι κίνδυνοι και αβεβαιότητες απειλούν την ελληνική οικονομία

    Τράπεζα της Ελλάδος: Ποιοι κίνδυνοι και αβεβαιότητες απειλούν την ελληνική οικονομία

    Σε συγκεκριμένους κινδύνους και αβεβαιότητες που απειλούν την ελληνική οικονομία αναφέρεται η Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος για το 2023 που παρουσιάσθηκε σήμερα στους μετόχους της ΤτΕ από το Διοικητή Γιάννη Στουρνάρα.

    Σύμφωνα με την έκθεση, οι κίνδυνοι που περιβάλλουν τις προβλέψεις για το διεθνές περιβάλλον εμφανίζονται ισορροπημένοι, καθώς οι κίνδυνοι στασιμοπληθωρισμού ή ύφεσης απομακρύνονται, ενώ οι αρνητικές διαταραχές στη συνολική προσφορά σταδιακά υποχωρούν. Ωστόσο, υπάρχουν καθοδικοί κίνδυνοι για την παγκόσμια οικονομική μεγέθυνση:


    α) Ο κίνδυνος μεγαλύτερης εμμονής των πληθωριστικών πιέσεων παραμένει σημαντικός, εξαιτίας των προ- βλημάτων στον παγκόσμιο εφοδιασμό αγαθών και πρώτων υλών και της διαμόρφωσης υψηλότερων διεθνών τιμών στα βασικά εμπορεύματα. Ενδεχόμενη επιδείνωση των συνθηκών του διεθνούς εμπορίου και των παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων θα ασκήσει ανοδικές πιέσεις στις διεθνείς τιμές των τροφίμων και των καυσίμων και θα αυξήσει το κόστος των εισαγόμενων ενδιάμεσων και τελικών αγαθών. Προς αυτή την κατεύθυνση θα επιδράσουν παράγοντες όπως η τυχόν κλιμάκωση των γεωπολιτικών εντάσεων στη Μέση Ανατολή και στην Ερυθρά Θάλασσα, από όπου διέρχεται σημαντικό τμήμα του παγκόσμιου εμπορίου, η διακοπή της ναυσιπλοΐας στις διώρυγες του Παναμά και του Σουέζ και η επέκταση των εθελοντικών μειώσεων στην παραγωγή πετρελαίου.

    β) Η αναμενόμενη επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας ενδέχεται να είναι περισσότερο απότομη εάν καθυστερήσει η υλοποίηση αξιόπιστων μέτρων αναδιάρθρωσης του υπερχρεωμένου τομέα των ακινήτων.

    γ) Ο ρυθμός της αναγκαίας δημοσιονομικής προσαρμογής σε πολλές μεγάλες οικονομίες θα πρέπει να είναι σταδιακός αλλά αξιόπιστος, ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος μιας πιο βίαιης προσαρμογής με αύξηση των επιτοκίων του δημόσιου χρέους σε περίπτωση απότομων μεταβολών στη διάθεση ανάληψης κινδύνου από τις αγορές. Οι κίνδυνοι για τις προοπτικές ανάπτυξης της οικονομίας της ευρωζώνης είναι ελαφρώς καθοδικοί, παρότι το ενδεχόμενο μιας απότομης προσαρμογής (hard landing) της οικονομίας έχει απομακρυνθεί. Η πιθανή όξυνση των γεωπολιτικών εντάσεων στη Μέση Ανατολή και την Ουκρανία, καθώς και η συνέχιση των επιθέσεων στην Ερυθρά Θάλασσα ενισχύουν τον κίνδυνο νέων διαταραχών στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας, αλλά και αύξησης των τιμών των τροφίμων και της ενέργειας και του κόστους των μεταφορών, οδηγώντας σε υψηλότερο πληθωρισμό και χαμηλότερη ανάπτυξη.


    Περαιτέρω η έκθεση αναφέρει πως ο γεωοικονομικός κατακερματισμός θα μπορούσε επίσης να περιορίσει τη διασυνοριακή ροή εμπορευμάτων, προκαλώντας πρόσθετη μεταβλητότητα στις διεθνείς τιμές των εμπορευμάτων και ασθενέστερη της αναμενόμενης ανάκαμψη της εξωτερικής ζήτησης. Παράλληλα, τυχόν επιδείνωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στην εγχώρια ζήτηση, τα δημόσια οικονομικά και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Ακραία καιρικά φαινόμενα μπορεί να μειώσουν την παραγωγικότητα και να αυξήσουν το δημοσιονομικό κόστος, σε ένα περιβάλλον υψηλών επιπέδων χρέους και επιτοκίων δανεισμού, επιδεινώνοντας τις οικονομικές προοπτικές. Στον αντίποδα, μια μεγαλύτερη της αναμενόμενης συγκράτηση του μισθολογικού κόστους, εξαιτίας της ταχύτερης χαλάρωσης της αγοράς εργασίας, θα αποκλιμακώσει πιο γρήγορα τον πληθωρισμό. Η περιορισμένη αυτή αύξηση του μισθολογικού κόστους δεν προ- βλέπεται να μετακυλιστεί στις τιμές, καθώς θα απορροφηθεί από τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων, τα οποία αναμένεται να συμπιεστούν. Παράλληλα, μια πιο εμπροσθοβαρής υλοποίηση των πολιτικών για την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση θα στηρίξει τις επενδύσεις.

    Η επίμονη στενότητα στην αγορά εργασίας στην ευρωζώνη αυξάνει τον κίνδυνο μισθολογικών και πληθωριστικών πιέσεων και απαιτεί αυξημένη επαγρύπνηση από πλευράς των νομισματικών αρχών. Η ιδιαίτερα επίμονη στενότητα της αγοράς εργασίας σε ορισμένους το- μείς της οικονομίας, ιδίως στις υπηρεσίες, που είναι εντάσεως εργασίας, δύναται να διατηρήσει τον πληθωρισμό των υπηρεσιών σε υψηλά επίπεδα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και ως εκ τούτου να καθυστερήσει την αποκλιμάκωση του πυρήνα του πληθωρισμού. Σε ένα μακροοικονομικό περιβάλλον όπου ο υποκείμενος πληθωρισμός παραμένει υψηλός, μεγαλύτερες από τις αναμενόμενες αυξήσεις στους ονομαστικούς μισθούς και μικρότερη συμπίεση των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων συνεπάγονται πιο επίμονο πληθωρισμό, ισχυρότερη αντίδραση της νομισματικής πολιτικής και χαμηλότερη ανάπτυξη.

    Παρ’ όλα αυτά, τα πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι ο κίνδυνος ενός γενικευμένου ανοδικού σπιράλ μισθών-τιμών στην ευρωζώνη παραμένει περιορισμένος. Ο πρόσφατος οριακά θετικός ρυθμός μεταβολής των πραγματικών μισθών, καθώς αποκλιμακώνεται ο πληθωρισμός και οι βραχυχρόνιες πληθωριστικές προσδοκίες επιστρέφουν στο στόχο του 2% για τον πληθωρισμό, υποδηλώνει μικρότερες μισθολογικές απαιτήσεις μελλοντικά. Η επιβράδυνση της αύξησης των ονομαστικών μισθών, σε συνδυασμό με την αναμενόμενη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, εκτιμάται ότι θα αποκλιμακώσει το μοναδιαίο κόστος εργασίας τα επόμενα έτη, περιορίζοντας τις μισθολογικές πιέσεις στον πληθωρισμό. Παράλληλα, τα αυξημένα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων μεταπανδημικά εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν να απορροφούν μέρος των μισθολογικών αυξήσεων, επίσης μετριάζοντας τις δευτερογενείς επιδράσεις των μισθών στον πληθωρισμό. Επιπλέον, δεδομένου ότι η μεταβολή της νομισματικής πολιτικής επιδρά με υστέρηση στη συνολική εγχώρια ζήτηση και εν συνεχεία στην αγορά εργασίας, τα αποτελέσματα της μέχρι τώρα αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής στην αγορά εργασίας αναμένεται να γίνουν πιο ορατά μέσα στα επόμενα τρίμηνα.

    Συνεπώς, εφόσον δεν υπάρξουν νέες εξωτερικές διαταραχές, ο κίνδυνος διαδοχικών αυξήσεων μισθών και τιμών φαίνεται ότι παραμένει λιγότερο πιθανός στην ευρωζώνη καθώς επιβραδύνεται η οικονομική δραστηριότητα, αποκλιμακώνεται ο πληθωρισμός και εξισορροπείται η αγορά εργασίας.

    Η άσκηση νομισματικής πολιτικής

    Ως προς την άσκηση νομισματικής πολιτικής, οι κεντρικές τράπεζες συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν μεγάλες αβεβαιότητες. Οι νομισματικές αρχές πρέπει αφενός να αποφύγουν μια πρόωρη ομαλοποίηση της κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής που ενδεχομένως θα οδηγούσε σε αναζωπύρωση του πληθωρισμού και θα υπονόμευε την αξιοπιστία τους. Αφετέρου, αυξάνονται οι ενδείξεις ότι η επί μακρόν συνέχιση της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής ασκεί πιέσεις στην οικονομία σε τομείς ιδιαίτερα ευάλωτους στις μεταβολές των επιτοκίων, όπως στον τομέα των κατασκευών και της μεταποίησης που έχουν επηρεαστεί σημαντικά, με αρνητικές συνέπειες για την ανάπτυξη.

    Όσον αφορά την ελληνική οικονομία, η επίτευξη ικανοποιητικού ρυθμού ανάπτυξης αποτελεί τη σημαντικότερη πρόκληση.

    Οι κίνδυνοι που περιβάλλουν την πρόβλεψη για την αύξηση του ΑΕΠ είναι κυρίως καθοδικοί και αφορούν:

    α) το ενδεχόμενο περαιτέρω επιβράδυνσης του ρυθμού ανάπτυξης της ευρωπαϊκής οικονομίας,

    β) την αυξανόμενη αβεβαιότητα λόγω δυσμενών γεωπολιτικών εξελίξεων στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, και τις επιπτώσεις της στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον,

    γ) την τυχόν καθυστέρηση των δράσεων εφαρμογής του NGEU και το βραδύτερο ρυθμό απορρόφησης των σχετικών κονδυλίων,

    δ) την εμφάνιση μεταρρυθμιστικής κόπωσης, με αρνητικές επιπτώσεις στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα, και

    ε) τις επιπτώσεις ενδεχόμενων φυσικών καταστροφών που συνδέονται με την κλιματική κρίση. Από την άλλη πλευρά, θετικά στο ρυθμό ανάπτυξης θα μπορούσε να επιδράσει μια ενδεχόμενη κα- λύτερη από την αναμενόμενη επίδοση του τουρισμού.

    Συγκεκριμένα, η κατανομή των ταξιδιωτι- κών ροών σε περισσότερες περιφέρειες, η επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου, η κάλυψη των ελλείψεων ανθρώπινου δυναμικού στις ξενοδοχειακές μονάδες της χώρας και η υλοποίηση νέων έργων υποδομής συνιστούν ορισμένες προκλήσεις, οι οποίες δύνανται να αναβαθμίσουν περαιτέρω το τουριστικό προϊόν της χώρας, ενισχύοντας τις ήδη θετικές προοπτικές.

    Η αύξηση της αβεβαιότητας που συνεπάγονται οι πρόσφατες γεωπολιτικές αναταράξεις εν- δέχεται να ασκήσει ανοδικές πιέσεις στον πληθωρισμό, με δυσμενείς αναδιανεμητικές επιδράσεις. Η επιμονή των πληθωριστικών πιέσεων και η ενδεχόμενη διατήρηση της αυξητικής πορείας των τιμών κυρίως στα είδη διατροφής και τις δαπάνες στέγασης θα πλήξουν περισσότερο τα νοικοκυριά με χαμηλότερα εισοδήματα, τα οποία δαπανούν σχετικά υψηλότερο ποσοστό του εισοδήματός τους στις συγκεκριμένες ανάγκες. Εντούτοις, αντισταθμιστική αναμένεται να είναι η επίδραση των στοχευμένων μέτρων της κυβέρνησης για τη στήριξη των πιο ευάλωτων νοικοκυριών έναντι των αυξήσεων των τιμών. Παράλληλα, οι πρόσφατες νομοθετικές παρεμβάσεις για τον εξορθολογισμό και τη διαφάνεια των τιμών, καθώς και την αύξηση του ανταγωνισμού, αναμένεται να κάμψουν τις πληθωριστικές πιέσεις και να στηρίξουν την καταναλωτική δαπάνη, ιδίως των ευάλωτων νοικοκυριών.

    Προκλήσεις στην αγορά εργασίας

    Παράλληλα, οι προκλήσεις στην αγορά εργασίας αυξάνονται. Η μείωση του ποσοστού ανεργίας καθιστά πιο δύσκολη την εξεύρεση προσωπικού, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η στενότητα στην αγορά εργασίας, ιδίως στους τομείς των κατασκευών, του τουρισμού, της μεταποίησης και στον πρωτογενή τομέα. Επιπλέον, παρά την αισθητή μείωση της ανεργίας τα τελευταία έτη, αρκετές στρεβλώσεις συνεχίζουν να υφίστανται, καθώς τα ποσοστά ανεργίας των γυναικών, των νέων και των μακροχρόνια ανέργων παραμένουν σημαντικά υψηλότερα του μέσου όρου της ΕΕ. Σημειώνεται ότι το φυσικό ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα εκτιμάται κοντά στο 13%, διπλάσιο από ό,τι σε πολλές χώρες της ΕΕ, γεγονός που αποτελεί ένδειξη ύπαρξης σοβαρών στρεβλώσεων και διαρθρωτικών προβλημάτων.

    Σημαντικοί κίνδυνοι παραμένουν στην πορεία βελτίωσης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Βασικότερος παράγοντας ανησυχίας είναι η επιβράδυνση της παγκόσμιας ζήτησης, ιδίως από τους κύριους προορισμούς των ελληνικών αγαθών, η οποία δεν συνηγορεί σε σημαντική βελτίωση των εξαγωγών το 2024. Οι γεωπολιτικές εξελίξεις, η ενδεχόμενη εκ νέου άνοδος των τιμών των καυσίμων και η επανεμφάνιση πληθωριστικών πιέσεων αποτελούν πρόσθετους κινδύνους.

    Η αγορά ακινήτων

    Παρά τις θετικές προοπτικές της ελληνικής αγοράς ακινήτων για το επόμενο διάστημα, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές αβεβαιότητες, που σχετίζονται με τη γεωπολιτική αστάθεια σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι εξελίξεις των τιμών και οι επιμέρους διορθώσεις που καταγράφονται σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο κατά την πρόσφατη περίοδο, σε συνδυασμό με τις συνθήκες πληθωρισμού, αυξημένου ενεργειακού κόστους και υψηλότερων επιτοκίων, εκτιμάται ότι, εφόσον διατηρηθούν, είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε ηπιότερους ρυθμούς αύξησης ή και σε κάποια πιθανή διόρθωση των τιμών της εγχώριας αγοράς ακινήτων το επόμενο διάστημα.

    Δεδομένης της υψηλής αβεβαιότητας, ο μεσοπρόθεσμος σχεδιασμός της δημοσιονομικής πολιτικής θα πρέπει να δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην αξιολόγηση των κινδύνων. Με αυτό τον τρόπο επιδιώκεται η δημιουργία ικανών αποθεμάτων διαχρονικά, ώστε να υπάρχει δυνατότητα στήριξης της οικονομίας σε περιόδους κρίσης. Ένα πλαίσιο βασιζόμενο στη διαχείριση κινδύνων θα πρέπει:

    α) να παρέχει κίνητρα δημιουργίας αποθεμάτων, ακόμη και όταν δεν υπάρχει άμεσος υψηλός κίνδυνος για τη βιωσιμότητα του χρέους, και β) να επιδιώκει πιο φιλόδοξους στόχους δημοσιονομικής προσαρμογής για χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος, υπό τον όρο της αποφυγής προκυκλικής πολιτικής.

    Όσον αφορά τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους, αυτή παρουσιάζει αυξημένη ανθεκτικότητα σε μια σειρά από αρνητικές επισφάλειες μεσοπρόθεσμα. Η εξέλιξη της πορείας του δημόσιου χρέους και των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών σε διάφορα δυσμενή σενάρια εμφανίζει περιορισμένες αποκλίσεις από το βασικό σενάριο της Τράπεζας της Ελλάδος μέχρι τις αρχές του 2030. Εκτιμάται ότι η πιθανότητα αντιστροφής της καθοδικής πορείας του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ είναι περιορισμένη σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, όπως και η πιθανότητα υπέρβασης των ορίων 15% και 20% του ΑΕΠ για τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες.

    Με βάση τα παραπάνω, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους εκτιμάται ότι παραμένουν οριοθετημένοι μεσοπρόθεσμα, υπό την προϋπόθεση της προσήλωσης στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και της αποτελεσματικής αξιοποίησης των ευρωπαϊκών πόρων. Αυτό οφείλεται εν πολλοίς στους ευνοϊκούς όρους αποπληρωμής των υποχρεώσεων προς τον επίσημο τομέα, οι οποίες αποτελούν το μεγαλύτερο τμήμα του συνόλου του χρέους, σε συνδυασμό με την έγκαιρη σύναψη συμβάσεων ανταλλαγής επιτοκίων (swap), οι οποίες έχουν “κλειδώσει” τα ιστορικώς χαμηλά επιτόκια των προηγούμενων ετών.

    Ωστόσο, μακροπρόθεσμα εκτιμάται αυξημένη αβεβαιότητα και απαιτείται δημοσιονομική σύνεση και υπευθυνότητα λόγω των αυξημένων δημοσιονομικών προκλήσεων. Σε ένα περιβάλλον υψηλών επιτοκίων διεθνώς, η προσήλωση στην επίτευξη μιας δημοσιονομικής θέσης που εξασφαλίζει μακροχρόνια βιωσιμότητα είναι κρίσιμης σημασίας, καθώς η αύξηση του κόστους δανεισμού (σε σχέση με την περίοδο προ της πανδημίας) και η επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης περιορίζουν τη θετική συμβολή της διαφοράς έμμεσου επιτοκίου-ονομαστικού ρυθμού ανάπτυξης, αποδυναμώνοντας σταδιακά την αρχικά ευεργετική επίδραση του πληθωρισμού στη μείωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ. Κατά συνέπεια, χρειάζεται δημοσιονομική σύνεση ώστε να μην υπονομευθεί η πτωτική τροχιά του δημόσιου χρέους.

    Εξάλλου, θα πρέπει να τονιστεί ότι τα υφιστάμενα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του συσσωρευμένου χρέους δεν είναι μόνιμα. Η σταδιακή αναχρηματοδότηση των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας προς τον επίσημο τομέα με όρους αγοράς θα αυξήσει την έκθεση του Ελληνικού Δημοσίου στον επιτοκιακό κίνδυνο, στον κίνδυνο αγοράς και στον κίνδυνο αναχρηματοδότησης, γεγονός που εξαλείφει τα περιθώρια δημοσιονομικής χαλάρωσης. Επομένως, η επόμενη δεκαετία αποτελεί μοναδικό παράθυρο ευκαιρίας για την ταχεία αποκλιμάκωση του ελληνικού δημόσιου χρέους. Προϋποθέσεις προκειμένου να αξιοποιηθεί αυτό το παράθυρο ευκαιρίας είναι η διαφύλαξη της δημοσιονομικής αξιοπιστίας και η αποτελεσματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων. Η ικανοποίηση αυτών των προϋποθέσεων θα διασφαλίσει όχι μόνο τη διατήρηση της επενδυτικής βαθμίδας, αλλά και την περαιτέρω βαθμιαία βελτίωση της πιστοληπτικής διαβάθμισης της χώρας.

    Όσον αφορά τον τραπεζικό τομέα, η αξιοσημείωτη βελτίωση της ποιότητας ενεργητικού τα τελευταία έτη δεν θα πρέπει να οδηγεί σε εφησυχασμό. Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), παρά τη σημαντική αποκλιμάκωσή του, παραμένει σημαντικά υψηλότερος από το μέσο όρο των τραπεζών της ευρωζώνης. Παράλληλα, συνολικά το ιδιωτικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα και επηρεάζει αρνητικά τη δυνατότητα νέου δανεισμού και υλοποίησης επενδυτικών δράσεων.




    Πηγή

    Newsroom
    Newsroomhttp://refreshnews.gr/
    Ενημέρωση | Ψυχαγωγία |Στείλε μας το άρθρο σου στο info@refreshnews.gr
    Ακολουθήστε μας στο Google News για να μαθαίνεις όλες τις ειδήσεις απο Ελλάδα και όλο τον Κόσμο
    Ακούστε live τον Μελωδία 102.4 και μάθε τα πάντα για την μουσική
    spot_img

    ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ