X
Τρίτη, 15 Απριλίου, 2025
More

    Τρίκαλα: Επισκέψιμο το σπήλαιο της Θεόπετρας μετά από εννέα χρόνια

    Τρίκαλα: Επισκέψιμο το σπήλαιο της Θεόπετρας μετά από εννέα χρόνια

    Μετά την πρόσφατη ολοκλήρωση του ενταγμένου στο Περιφερειακό Επιχειρησιακό πρόγραμμα Θεσσαλίας 2014-2020 (ΕΣΠΑ 2014-2020) έργου «Βελτίωση επισκεψιμότητας Σπηλαίου Θεόπετρας, Π.Ε. Τρικάλων», το σπήλαιο Θεόπετρας άνοιξε πρόσφατα εκ νέου για το κοινό μετά από εννέα χρόνια. Η πράξη με τίτλο «Βελτίωση επισκεψιμότητας Σπηλαίου Θεόπετρας» εντάχθηκε στο Περιφερειακό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Θεσσαλίας 2014-2020 (ΕΣΠΑ 2014-2020) τον Απρίλιο του 2020. Το έργο είχε ως στόχο την αποκατάσταση της λειτουργίας του σπηλαίου και την εκ νέου απόδοσή του στο κοινό με όρους απόλυτης ασφάλειας τόσο για το ίδιο το μνημείο, όσο και για τους επισκέπτες του. Η πράξη χρηματοδοτήθηκε από κοινοτικούς και εθνικούς πόρους και περιελάμβανε δύο υποέργα. Το έργο αποκατάστασης της λειτουργίας του σπηλαίου Θεόπετρας υπήρξε ένα εξαιρετικά σύνθετο εγχείρημα, λόγω των σημαντικών τεχνικών δυσκολιών που παρουσίαζαν οι απαιτούμενες επεμβάσεις και της ιδιαιτερότητας που προσέδιδε η μεγάλη αρχαιολογική σημασία του χώρου. Για την ολοκλήρωσή του εργάστηκαν με ευσυνειδησία και υπευθυνότητα ειδικοί επιστήμονες (αρχαιολόγοι, μηχανικοί, βιολόγοι) και προσωπικό της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας – Σπηλαιολογίας και της Διεύθυνσης Τεχνικών Έργων Π.Ε. Τρικάλων.

    «Το σπήλαιο της Θεόπετρας βρίσκεται στα δεξιά της διαδρομής από Τρίκαλα προς Καλαμπάκα, 3 χλμ. πριν από την τελευταία σε υψόμετρο περίπου 300μ. από την επιφάνεια της θάλασσας και 100μ. πάνω από την πεδιάδα, στη βόρεια πλευρά ασβεστολιθικού όγκου που υψώνεται πάνω από το ομώνυμο Toπικό Διαμέρισμα του Δήμου Καλαμπάκας. Πολύ κοντά ρέει ο ποταμός Ληθαίος, παραπόταμος του Πηνειού, που στη συνέχειά του διασχίζει την πόλη των Τρικάλων. Η έκταση του σπηλαίου είναι περίπου 500 τ.μ. Η είσοδος είναι αψιδωτή διαστάσεων 17μ. πλάτος επί 3μ.ύψος και επιτρέπει στο φυσικό φως να εισέρχεται άπλετα στο εσωτερικό του. Ακριβώς απέναντι βλέπει κανείς τους βράχους και τις μονές των Μετεώρων. Είναι η δυτικότερη προϊστορική θέση της Θεσσαλίας και γειτνιάζει άμεσα τόσο με τη θεσσαλική πεδιάδα όσο και με την οροσειρά της Πίνδου, τον Κόζιακα, και αυτά τα χαρακτηριστικά από τα δύο διαφορετικά φυσικά περιβάλλοντα αντανακλώνται και στις επιχώσεις του σπηλαίου». Αυτά, μεταξύ άλλων, τονίζει στο Αθηναϊκό -Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η κ. Νίνα Κυπαρίσση-Αποστολίκα, Δρ Προϊστορικής Αρχαιολογίας, διευθύντρια των ανασκαφών του Σπηλαίου Θεόπετρας και επίτιμη διευθύντρια της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας και Σπηλαιολογίας του ΥΠΠΟ.

    Να πούμε από την αρχή ότι πριν από τις ανασκαφές του σπηλαίου Θεόπετρας επικρατούσε, σύμφωνα με την ίδια, στη βιβλιογραφία η άποψη ότι η προϊστορία στη Θεσσαλία άρχιζε από τη Νεολιθική περίοδο και μετά. Kαι ότι η Μεσολιθική περίοδος που συνδέει το Πλειστόκαινο με το Ολόκαινο, δεν υπήρχε στη Θεσσαλία και τα όποια παλαιολιθικά ευρήματα είχαν βρεθεί σε πλειστοκαινικές αναβαθμίδες κοντά στις όχθες του Πηνειού από την γερμανική ερευνητική ομάδα υπό τον Vladimir Milojčič (1965) ήταν κατάλοιπα περαστικών κυνηγών που έρχονταν από άλλα μέρη. Οι ανασκαφές στο σπήλαιο της Θεόπετρας ήρθαν να ανατρέψουν τα παλαιότερα δεδομένα οδηγώντας μας στις απαρχές της κατοίκησης της Θεσσαλίας από τον προϊστορικό άνθρωπο. Το σπήλαιο αποτέλεσε καταφύγιο ανθρώπων για πολλές χιλιάδες χρόνια, ενώ βεβαίως είναι πολύ πιθανό ότι υπήρξαν και διαστήματα που το εγκατέλειπαν, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν, καθώς το κλίμα άλλαξε επανειλημμένως στη διάρκεια αυτών των χιλιάδων χρόνων. Το σπήλαιο χρησίμευσε επίσης ως καταφύγιο για τον ντόπιο πληθυσμό σε καιρούς πολέμου, αλλά επίσης για το σταυλισμό ζώων.

    Πιο αναλυτικά τονίζει η κ. Κυπαρίσση, στις επιχώσεις του σπηλαίου Θεόπετρας αποκαλύφθηκε η μεγαλύτερη γνωστή ως τώρα ακολουθία προϊστορικών επιχώσεων (περίπου 6μ. πάχος), στην οποία εμπεριέχονται μέρος του Πλειστοκαίνου (Μέση και Ανώτερη Παλαιολιθική) και το Ολόκαινο (Μεσολιθική και Νεολιθική) σε συνέχεια, χωρίς διακοπή: η πρώτη φθάνει τα 4.50 μ. πάχος στην κεντρική περιοχή του σπηλαίου, όπου και το μεγαλύτερο πάχος των επιχώσεων, ενώ στην ανατολική και νότια περιφέρεια, όπου η ανασκαφή έφτασε ως το φυσικό ασβεστολιθικό υπόβαθρο, οι αντίστοιχες επιχώσεις δεν ξεπερνούν τα 2,50-3,00 μ. Ο βαθύτερος κεντρικός χώρος του σπηλαίου γέμισε επανειλημμένως από ιζήματα οφειλόμενα σε αποθέσεις νερού που δημιουργούσαν κατά περιόδους στο μεγαλύτερο, βαθύτερο και κεντρικότερο τμήμα του σπηλαίου μια λιμνάζουσα περιοχή. Μιλάμε δηλαδή, εξηγεί, για εισβολή μεγάλων ποσοτήτων νερού μέσω των καρστικών αγωγών της νότιας περιφέρειας του σπηλαίου, που προέρχονταν από την εξωτερική ανατολική επιφάνεια του βραχώδους σχηματισμού, συμπαρασύροντας πέτρες, οι οποίες είναι σήμερα ακόμη ορατές στις απολήξεις αυτών των αγωγών. Νερά έμπαιναν επίσης και από την πλατιά είσοδο του σπηλαίου. Εκτιμάται ότι η σημαντικότερη τέτοια εισβολή νερού συνέβη προς το τέλος της Νεολιθικής περιόδου. Επιπλέον, ολόκληρο στρώμα πεσμένων βράχων και λίθων δημιουργήθηκε από την αποκόλληση και πτώση τεράστιου τεμάχους από την οροφή του σπηλαίου, που συμπλήρωσε και «μπέρδεψε» ακόμη περισσότερο την αρχαιολογική στρωματογραφία. Η εισβολή νερών, παράλληλα με τα λαγούμια που δημιούργησαν μικρά ζώα, παρέσυραν αρχαιολογικό υλικό από ανώτερα στρώματα και το κατέβασαν βαθύτερα, και το αντίστροφο, δημιουργώντας πολλές φορές προβλήματα ερμηνείας στους ανασκαφείς μέχρι να διασαφηνιστεί η αιτία αυτών των ανακολουθιών (π.χ. μάζες πηλού ή/και όστρακα κεραμικά βρέθηκαν σε στρώματα της Μέσης Παλαιολιθικής). Ο ρυθμός απόθεσής αυτών των υγρών ιζημάτων υπολογίστηκε από τον γεωλόγο Δρ. Π. Καρκάνα από 0.5 έως 1.5 εκ./αιώνα. Οι συνθήκες που επικρατούσαν κατά τη διάρκεια δημιουργίας αυτών των στρωμάτων δεν επέτρεπαν τη συχνή και εκτεταμένη χρήση του σπηλαίου, τουλάχιστον στην προαναφερθείσα κεντρική περιοχή. Η δεύτερη περίοδος, που αντιπροσωπεύει το Ολόκαινο (Μεσολιθική- Νεολιθική), δεν ξεπερνά συνολικά τα 1,50-2,00 μ. πάχος.

    Πιο αναλυτικά τονίζει η κ. Κυπαρίσση, στις επιχώσεις του σπηλαίου Θεόπετρας αποκαλύφθηκε η μεγαλύτερη γνωστή ως τώρα ακολουθία προϊστορικών επιχώσεων (περίπου 6μ. πάχος), στην οποία εμπεριέχονται μέρος του Πλειστοκαίνου (Μέση και Ανώτερη Παλαιολιθική) και το Ολόκαινο (Μεσολιθική και Νεολιθική) σε συνέχεια, χωρίς διακοπή: η πρώτη φθάνει τα 4.50 μ. πάχος στην κεντρική περιοχή του σπηλαίου, όπου και το μεγαλύτερο πάχος των επιχώσεων, ενώ στην ανατολική και νότια περιφέρεια, όπου η ανασκαφή έφτασε ως το φυσικό ασβεστολιθικό υπόβαθρο, οι αντίστοιχες επιχώσεις δεν ξεπερνούν τα 2,50-3,00 μ. Ο βαθύτερος κεντρικός χώρος του σπηλαίου γέμισε επανειλημμένως από ιζήματα οφειλόμενα σε αποθέσεις νερού που δημιουργούσαν κατά περιόδους στο μεγαλύτερο, βαθύτερο και κεντρικότερο τμήμα του σπηλαίου μια λιμνάζουσα περιοχή. Μιλάμε δηλαδή, εξηγεί, για εισβολή μεγάλων ποσοτήτων νερού μέσω των καρστικών αγωγών της νότιας περιφέρειας του σπηλαίου, που προέρχονταν από την εξωτερική ανατολική επιφάνεια του βραχώδους σχηματισμού, συμπαρασύροντας πέτρες, οι οποίες είναι σήμερα ακόμη ορατές στις απολήξεις αυτών των αγωγών. Νερά έμπαιναν επίσης και από την πλατιά είσοδο του σπηλαίου. Εκτιμάται ότι η σημαντικότερη τέτοια εισβολή νερού συνέβη προς το τέλος της Νεολιθικής περιόδου. Επιπλέον, ολόκληρο στρώμα πεσμένων βράχων και λίθων δημιουργήθηκε από την αποκόλληση και πτώση τεράστιου τεμάχους από την οροφή του σπηλαίου, που συμπλήρωσε και «μπέρδεψε» ακόμη περισσότερο την αρχαιολογική στρωματογραφία. Η εισβολή νερών, παράλληλα με τα λαγούμια που δημιούργησαν μικρά ζώα, παρέσυραν αρχαιολογικό υλικό από ανώτερα στρώματα και το κατέβασαν βαθύτερα, και το αντίστροφο, δημιουργώντας πολλές φορές προβλήματα ερμηνείας στους ανασκαφείς μέχρι να διασαφηνιστεί η αιτία αυτών των ανακολουθιών (π.χ. μάζες πηλού ή/και όστρακα κεραμικά βρέθηκαν σε στρώματα της Μέσης Παλαιολιθικής). Ο ρυθμός απόθεσής αυτών των υγρών ιζημάτων υπολογίστηκε από τον γεωλόγο Δρ. Π. Καρκάνα από 0.5 έως 1.5 εκ./αιώνα. Οι συνθήκες που επικρατούσαν κατά τη διάρκεια δημιουργίας αυτών των στρωμάτων δεν επέτρεπαν τη συχνή και εκτεταμένη χρήση του σπηλαίου, τουλάχιστον στην προαναφερθείσα κεντρική περιοχή. Η δεύτερη περίοδος, που αντιπροσωπεύει το Ολόκαινο (Μεσολιθική- Νεολιθική), δεν ξεπερνά συνολικά τα 1,50-2,00 μ. πάχος.

    Ακολουθήστε μας στο Google News για να μαθαίνεις όλες τις ειδήσεις απο Ελλάδα και όλο τον Κόσμο
    Newsroom
    Newsroomhttp://refreshnews.gr/
    Ενημέρωση | Ψυχαγωγία |Στείλε μας το άρθρο σου στο info@refreshnews.gr

    ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

    spot_img

    ΔΗΜΟΦΙΛΗ