Βελτιωμένη η θέση των ελληνικών τραπεζών ενόψει νέων προκλήσεων
Η ελληνική τραπεζική αγορά εμφάνισε σημαντική βελτίωση το 2024, καθώς οι τέσσερις συστημικές τράπεζες σημείωσαν αύξηση στα καθαρά τους κέρδη κατά 18,5%, φτάνοντας τα 4,3 δισ. ευρώ.
Η ανοδική αυτή πορεία συνοδεύεται από ενίσχυση της απόδοσης ιδίων κεφαλαίων στο 13%, έναντι 12% το προηγούμενο έτος, γεγονός που αντανακλά τη συνολική ισχυροποίηση του κλάδου.
Καθοριστικό ρόλο στη θετική αυτή εξέλιξη διαδραμάτισαν τα υψηλότερα καθαρά έσοδα από τόκους, οι αυξημένες προμήθειες, η αυστηρή διαχείριση του κόστους και η μείωση του κόστους κινδύνου. Σημαντική συμβολή είχε και η εξαγορά της Ελληνικής Τράπεζας από τη Eurobank, που ενίσχυσε περαιτέρω τα οικονομικά αποτελέσματα. Παρά την τάση αποκλιμάκωσης των επιτοκίων, οι τράπεζες κατάφεραν να διατηρήσουν την ανθεκτικότητα των εσόδων τους μέσω στρατηγικών κινήσεων στη διαχείριση του επιτοκιακού κινδύνου και της αύξησης των δανειοδοτήσεων.
Σημαντική ενίσχυση καταγράφηκε και στα έσοδα από προμήθειες, με τις τράπεζες να διευρύνουν τις δραστηριότητές τους πέρα από τις παραδοσιακές υπηρεσίες, επενδύοντας σε τομείς όπως η διαχείριση κεφαλαίων, οι τραπεζοασφαλιστικές υπηρεσίες και τα επενδυτικά προϊόντα. Παράλληλα, η ψηφιακή μετάβαση παραμένει βασικός άξονας ανάπτυξης, με τις επενδύσεις στον τομέα της τεχνολογίας να συνεχίζονται, παρά την αύξηση του λειτουργικού κόστους.
Η μείωση του κόστους κινδύνου αποτυπώνει τις συστηματικές προσπάθειες των τραπεζών για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, με τις νέες εισροές NPLs να διατηρούνται σε χαμηλά επίπεδα. Ταυτόχρονα, η αύξηση των χορηγήσεων συνέβαλε στην περαιτέρω βελτίωση των ισολογισμών, μειώνοντας την έκθεση σε επισφαλή δάνεια.
Παρά τις θετικές εξελίξεις, οι τράπεζες παραμένουν αντιμέτωπες με προκλήσεις, καθώς η εξάρτησή τους από τα έσοδα από τόκους τις καθιστά ευάλωτες στη συνεχιζόμενη πτώση των επιτοκίων. Είναι ερώτημα εάν η ζήτηση για νέα δάνεια στην Ελλάδα θα λειτουργήσει ως αντίβαρο.
Για το 2025, οι γεωπολιτικές εξελίξεις και οι διεθνείς οικονομικές συνθήκες αποτελούν παράγοντες αβεβαιότητας, οι οποίοι ενδέχεται να επηρεάσουν την πιστωτική επέκταση.
Παράλληλα, η εφαρμογή των κυβερνητικών μέτρων για τη μείωση των τραπεζικών προμηθειών στους πελάτες λιανικής ενδέχεται να επηρεάσει ελάχιστα την κερδοφορία, καθώς επιδρά σε μόλις το 5% των εσόδων από προμήθειες.