Καθώς ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, και ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντίμιρ Πούτιν, εξετάζουν το ενδεχόμενο να συναντηθούν το επόμενο διάστημα, το Politico σε ένα άρθρο γνώμης εξετάζει γιατί η Μόσχα είναι πλέον διατεθειμένη να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Όπως σημειώνει το Politico, τρία χρόνια μετά την έναρξη της σύγκρουσης, ο Πούτιν έχει δείξει ότι δεν ενδιαφέρεται για το αιματοκύλισμα που σημειώνεται στα μέτωπα της σύγκρουσης. Εάν ο στόχος του ήταν να εγκαταστήσει μια φιλορωσική κυβέρνηση στο Κίεβο, παραμένει μακριά από την επίτευξή του, σχολιάζει η Agathe Demarais στο άρθρο της.
Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις γιατί ο Ρώσος Πρόεδρος μπορεί να είναι, επιτέλους, έτοιμος να καθίσει ο ίδιος στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Τον Σεπτέμβριο του 2024, ο επικεφαλής της ουκρανικής υπηρεσίας στρατιωτικής πληροφοριών, Κύριλλο Μπουντάνοφ, είχε προβλέψει ότι η Μόσχα, καταβεβλημένη από οικονομικά προβλήματα, θα προσπαθήσει να επιβάλει έναν τερματισμό του πολέμου το 2025. Αυτά τα λόγια μπορεί τώρα να αποδεικνύονται προφητικά.
Κυρώσεις
Το συνηθισμένο αφήγημα για την οικονομική κατάσταση της Ρωσίας συνήθως αναφέρει ότι η χώρα καταγράφει μικρό δημοσιονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος της είναι χαμηλό, περίπου 20% του ΑΕΠ, γεγονός που συνιστά καλούς δημοσιονομικούς δείκτες.
Αυτή η ανάλυση ισχύει για τις περισσότερες οικονομίες, αλλά στην περίπτωση της Ρωσίας υπάρχει ένα σημαντικό «αλλά»: Με τις δυτικές κυρώσεις να περιορίζουν την ικανότητα της Μόσχας να αντλεί χρήματα από τις διεθνείς αγορές, το Κρεμλίνο έχει περιορισμένο περιθώριο ελιγμού για να χρηματοδοτήσει το μικρό -αλλά πάντως υπαρκτό- δημοσιονομικό έλλειμμα, αναφέρει το Politico.
Το plan B
Με το «εξωτερικό χρέος να είναι εκτός εξίσωσης», αναφέρει η Demarais, το αρχικό plan B της Μόσχας ήταν να αναγκάσει τις ρωσικές τράπεζες να αγοράσουν κρατικά χρέη.
Αυτή η στρατηγική λειτουργούσε «ικανοποιητικά» το 2022 και το 2023, αλλά από πέρυσι άρχισαν να εμφανίζονται «ρωγμές».
Αντιμέτωπες με πιέσεις από το Κρεμλίνο να παραχωρήσουν δάνεια ύψους εκατοντάδων δισεκατομμυρίων σε εταιρείες του αμυντικού τομέα, ενώ παράλληλα αγοράζουν τεράστιες ποσότητες κρατικών ομολόγων, οι εγχώριες τράπεζες έχουν γίνει τόσο «στεγνές» από μετρητά, που τώρα είναι απρόθυμες να αναλάβουν περισσότερα χρέη.
Στα τέλη του περασμένου έτους, σημειώνει το Politico, το Κρεμλίνο αναγκάστηκε να ακυρώσει αρκετούς διαγωνισμούς για «εσωτερική έκδοση χρέους», επειδή δεν υπήρχαν αγοραστές.
Το plan C
Με την εγχώρια χρηματοδότηση να μην αποτελεί πλέον επιλογή, η Μόσχα στράφηκε στο plan C: τη χρήση των αποθεμάτων του Εθνικού Ταμείου Πρόνοιας (NWF).
Στα χαρτιά, αυτή η στρατηγική έμοιαζε να έχει λογική. Με συνολική αξία σχεδόν 10 τρισεκατομμυρίων ρουβλίων (περίπου 110 δισεκατομμύρια δολάρια) στις αρχές του 2022, το ρευστό κομμάτι αυτών των αποθεμάτων αρχικά φαινόταν ικανό να καλύψει το δημοσιονομικό έλλειμμα που προκλήθηκε από τον πόλεμο για αρκετά χρόνια.
Ωστόσο, ακόμη και οι μεγαλύτερες αποταμιεύσεις εξαντλούνται με τον καιρό, και τρία χρόνια μετά την έναρξη της σύγκρουσης, τα ρευστά αποθέματα του NWF έχουν ήδη μειωθεί κατά περίπου 60%.
Αγνοείται το plan D
Αυτό σημαίνει ότι η φετινή χρονιά αναμένεται να είναι δύσκολη για τη Ρωσία στο δημοσιονομικό «μέτωπο». Τον Ιανουάριο, το μηνιαίο δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας ήταν περίπου 45% υψηλότερο από τον στόχο του 2025.
Για το Κρεμλίνο, αυτό φαίνεται ανησυχητικό: Αν τα δημοσιονομικά έξοδα παραμείνουν στα επίπεδα του Ιανουαρίου για το υπόλοιπο του έτους, τα αποθέματα του NWF μπορεί να εξαντληθούν σε μόλις τρεις μήνες.
Όμως ακόμη κι αν δεν συμβεί αυτό -όπως είναι πιο πιθανό- το 2025 είναι πιθανώς το τελευταίο έτος που η Μόσχα θα μπορέσει να καλύψει πλήρως το δημοσιονομικό της έλλειμμα αντλώντας από αυτά τα αποθέματα.
Αν η Ρωσία εξαντληθεί οικονομικά και δεν έχει πλέον χρήματα για να χρηματοδοτήσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα, μια ενδεχόμενη χρεοκοπία μπορεί να προκαλέσει μια πλήρη χρηματοπιστωτική κρίση. Αν αυτό συμβεί, το Κρεμλίνο θα βρεθεί σε δύσκολη θέση να στηρίξει τον τραπεζικό τομέα, ενώ τα αποθέματα του NWF θα είναι ήδη πολύ χαμηλά για να προχωρήσουν σε ανακεφαλαιοποιήσεις.
Αναγνωρίζοντας το οικονομικό αδιέξοδο, το Politico σημειώνει ότι η Ρωσία είναι σε έναν αγώνα δρόμου με τον χρόνο. Το Κρεμλίνο δεν έχει plan D για τη χρηματοδότηση του δημοσιονομικού του ελλείμματος, γεγονός που θέτει σοβαρά ερωτήματα για τη δυνατότητά του να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο.
Από αυτή την οπτική γωνία, η χρηματοδοτική «αναπνοή» θα μπορούσε να είναι αυτό που πραγματικά επιθυμεί ο Πούτιν στις συνομιλίες του με τις ΗΠΑ, είτε μέσω χαλάρωσης των κυρώσεων, είτε μέσω μιας παύσης της σύγκρουσης – που θα επιτρέψει στη Μόσχα να αναπληρώσει τα ταμεία της μέσω μείωσης των δαπανών για την άμυνα.
Όπως σχολιάζει το Politico, ο λόγος που ο Πούτιν μπορεί να είναι τελικά έτοιμος να διαπραγματευτεί είναι απλός: Θέλει να αποφύγει μια ταπεινωτική χρεοκοπία.