Η πολιτική δικαιοσύνη στην Ελλάδα απονέμεται από τα πολιτικά δικαστήρια (πρωτοδικεία και εφετεία), τα οποία είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδια για κάθε ιδιωτική διαφορά που δεν ανήκει ρητά σε άλλη δικαιοδοσία. Η δικαιοδοσία θεμελιώνεται στη φύση της διαφοράς: εάν το αντικείμενο αφορά σχέση ιδιωτικού δικαίου, συμβατική ή εξωσυμβατική, υπάγεται στα πολιτικά δικαστήρια. Αντίθετα, αν πρόκειτια για πράξη διοικητικής αρχής, ανήκει στα διοικητικά.
Η αρχή της καθ’ ύλην αρμοδιότητας προσδιορίζει ποιο δικαστήριο (μονομελές ή πολυμελές πρωτοδικείο) θα δικάσει, ανάλογα με την αξία ή το αντικείμενο της διαφοράς.
Η κατά τόπον αρμοδιότητα ρυθμίζεται με βάση την κατοικία του εναγόμενου ή τον τόπο εκπλήρωσης της παροχής.
Οι δικαστές και οι δικαστικοί υπάλληλοι πρέπει να ασκούν τα καθήκοντά τους με πλήρη αμεροληψία. Οι λόγοι εξαίρεσης καθορίζονται με σαφήνεια: ένας δικαστής ή υπάλληλος εξαιρείται όταν έχει προσωπικό συμφέρον στην υπόθεση, συγγένεια εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι ορισμένο βαθμό με διάδικο, ή όταν έχει εκφράσει γνώμη για την ουσία της διαφοράς.
Η εξαίρεση μπορεί να ζητηθεί είτε από τον διάδικο είτε να διαπιστωθεί αυτεπαγγέλτως. Το αίτημα πρέπει να είναι αιτιολογημένο και υποβάλλεται πριν από τη συζήτηση. Ο δικαστής που εξαιρείται αντικαθίσταται σύμφωνα με τις διατάξεις του οργανισμού δικαστηρίων.
Ο δικαστικός υπάλληλος, ο οποίος τηρεί πρακτικά ή συμμετέχει σε πράξεις της δίκης υπόκειται στους ίδιους κανόνες αντικειμενικότητας. Αν έχει προσωπικό συμφέρον ή συγγενική σχέση με διάδικο, οφείλει να δηλώσει κώλυμα.
Διάδικοι στην πολιτική δίκη μπορούν να είναι όσοι έχουν ικανότητα δικαίου και ικανότητα δικαστικής συμπαράστασης. Η ικανότητα να είναι διάδικος ανήκει σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Όποιος έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις μπορεί να μετέχει ως ενάγων ή εναγόμενος. Η ικανότητα δικαστικής παράστασης εξαρτάται από την ικανότητα δικαιοπραξίας: όποιος είναι πλήρως ικανός στις ιδιωτικές του σχέσεις, μπορεί και να παρίσταται αυτοπροσώπως ενώπιον του δικαστηρίου.
Αν κάποιος δεν έχει ικανότητα (π.χ. ανήλικος ή πρόσωπο υπό δικαστική συμπαράσταση), εκπροσωπείται από τον νόμιμο αντιπρόσωπο ή τον επίτροπο. Τα νομικά πρόσωπα παρίσταται δια του νομίμου εκπροσώπου τους.
Η πληρεξουσιότητα αποτελεί τη νομική βάση που επιτρέπει στον δικηγόρο να ενεργεί διαδικαστικές πράξεις στο όνομα και για λογαριασμό του διαδίκου. Πρόκειται για την εξουσία αντιπροσώπευσης ενώπιον των δικαστηρίων, χωρίς την οποία ο διάδικος δεν μπορεί, κατά κανόνα, να μετάσχει στη διαδικασία.
Στις δίκες των πολιτικών δικαστηρίων, οι διάδικοι πρέπει να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις που ορίζονται ρητά από τον νόμο. Η πληρεξουσιότητα δεν είναι απλώς τυπική προϋπόθεση, αλλά ουσιαστική εγγύηση της νομιμότητας και της ορθής διεξαγωγής της δίκης.
Η εξουσία αυτή παρέχεται με τρεις τρόπους: α) με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, όπου ο διάδικος διορίζει ρητά τον δικηγόρο του για συγκεκριμένη υπόθεση ή γενικά για τις δίκες του, β) με προφορική δήλωση στο ακροατήριο, η οποία καταχωρίζεται στα πρακτικά, παρουσία του δικαστηρίου, γ) με προφορική δήλωση στη γραμματεία, κατά την κατάθεση του δικογράφου, η οποία αναγράφεται στην έκθεση κατάθεσης.
Ο δικηγόρος, από τη στιγμή που αποκτά την πληρεξουσιότητα, έχει εξουσία να ενεργεί όλες τις πράξεις που απαιτούνται για την προώθηση και ολοκλήρωση της δίκης: να καταθέτει δικόγραφα, να παρίσταται στη συζήτηση, να υποβάλλει προτάσεις, να δέχεται επιδόσεις, να υπογράφει πρακτικά και να λαμβάνει αντίγραφα αποφάσεων.
Η πληρεξουσιότητα μπορεί να είναι γενική (όταν καλύπτει όλες τις υποθέσεις του διαδίκου και ισχύει για όλες τις διαδικαστικές πράξεις) ή ειδική (όταν αφορά μία συγκεκριμένη υπόθεση ή πράξη). Υπάρχουν, δηλαδή, ορισμένες πράξεις που απαιτούν ρητή και ειδική πληρεξουσιότητα, γιατί συνεπάγονται σημαντικές συνέπειες για τα δικαιώματα του διαδίκου. Αυτές είναι: α) η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής ή ένδικου μέσου, β) ο συμβιβασμός ή η αναγνώριση του δικαιώματος του αντιδίκου, γ) η προσφυγή σε διαιτησία, δ) η άσκηση ενδίκων μέσων ή βοηθημάτων, ε) η αντίκρουση ή αποδοχή τέτοιων ενεργειών από τον διάδικο.
Η πληρεξουσιότητα παύει να ισχύει: α) με την ανάκληση από τον εντολέα, β) με την παραίτηση του δικηγόρου ή γ) με τον θάνατο του διαδίκου ή του δικηγόρου. Η ανάκληση ή παραίτηση έχει αποτέλεσμα μόνο από τη γνωστοποίησή της στον αντίδικο ή στο δικαστήριο. Μέχρι τότε, όλες οι πράξεις του πληρεξουσίου είναι έγκυρες.
Η πολιτική δίκη στηρίζεται σε θεμελιώδεις αρχές που διαπερνούν όλο τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και εξασφαλίζουν τη νομιμότητα και την ισότητα. Πρώτη είναι η αρχή της διαθέσεως: η δίκη κινείται, προοδεύει και τερματίζεται με πρωτοβουλία των διαδίκων. Το δικαστήριο δεν ενεργεί αυτεπαγγέλτως πέραν των περιπτώσεων που ορίζει ο νόμος. Δεύτερη, η αρχή του φυσικού δικαστή, σύμφωνα με την οποία ο κάθε ένας δικαιούται τον δικαστή που του ορίζει ο νόμος. Η αρχή της ισότητας διαδίκων, σύμφωνα με την οποία όλοι οι διάδικοι έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις. Η αρχή της τήρησης προδικασίας, σύμφωνα με την οποία η διαδικασία στο ακροατήριο στηρίζεται στην έγγραφη προδικασία. Η αρχή της προφορικότητας καθιστά τη συζήτηση στο ακροατήριο το κύριο μέσο διεξαγωγής της δίκης, ενώ η αρχή της δημοσιότητας εξασφαλίζει τη διαφάνεια της απονομής δικαιοσύνης. Η αρχή της καλής πίστης και των χρηστών ηθών διέπει την άσκηση των δικονομικών δικαιωμάτων, κάθε διαδικαστική πράξη πρέπει να γίνεται με ευθύτητα και όχι καταχρηστικά.
Η πολιτική δίκη στηρίζεται σε πράξεις που πρέπει να αποτυπώνονται με τρόπο ακριβή και επίσημο. Οι εκθέσεις αποτελούν τη γραπτή αποτύπωση των διαδικαστικών ενεργειών και λειτουργούν ως αποδεικτικά μέσα της τήρησης της διαδικασίας. Συντάσσονται πάντοτε από δημόσιο όργανο, τον γραμματέα ή τον δικαστικό επιμελητή, και φέρουν την υπογραφή όλων των παρόντων.
Η έκθεση πρέπει να περιέχει τον τόπο, τον χρόνο, το πρόσωπο που ενεργεί, την πράξη που επιτελείται και ό,τι άλλο προβλέπεται από τον νόμο για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Αν πρόκειται για έκθεση επίδοσης, κατάθεσης ή πρακτικών η έλλειψη αυτών των στοιχείων μπορεί να επιφέρει ακυρότητα.
Το δικόγραφο είναι το βασικό εργαλείο με το οποίο οι διάδικοι ασκούν τα δικονομικά τους δικαιώματα. Περιλαμβάνει τις αιτήσεις, τις αγωγές, τα ένδικα μέσα και κάθε άλλη διαδικαστική δήλωση που κατατίθεται στη γραμματεία.
Κάθε δικόγραφο πρέπει να αναφέρει το δικαστήριο ή τον δικαστή, το είδος του δικογράφου, ονοματεπώνυμα διαδίκων και νόμιμων αντιπροσώπων τους, αντικείμενο του δικογράφου, χρονολογία και υπογραφή διαδίκου ή νομίμου αντιπροσώπου ή δικαστικού πληρεξουσίου. Τα δικόγραφα περιέχουν επίσης τις διευθύνσεις ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των πληρεξούσιων δικηγόρων.
Η παράλειψη της υπογραφής καθιστά το δικόγραφο ανυπόστατο. Αν λείπουν ορισμένα του, το δικόγραφο θεωρείται απαράδεκτο, εκτός αν ο δικαστής επιτρέψει τη συμπλήρωση μέσα σε εύλογο χρόνο.
Ο γραμματέας καταχωρίζει κάθε δικόγραφο στο σχετικό βιβλίο, του δίνει αριθμό κατάθεσης και σημειώνει την ημερομηνία. Αυτή η ενέργεια είναι κρίσιμη, γιατί συνδέεται με την έναρξη της εκκρεμοδικίας και των προθεσμιών.
Η επίδοση αποτελεί τον επίσημο τρόπο με τον οποίο γνωστοποιούνται στους διαδίκους και σε τρίτους οι διαδικαστικές πράξεις και αποφάσεις. Η επίδοση γίνεται προσωπικά στον ίδιο τον διάδικο ή αν αυτός απουσιάζει, σε πρόσωπα που ο νόμος θεωρεί νόμιμα για την παραλαβή όπως ο σύζυγος, οι συγγενείς ή υπάλληλοι του, στην κατοικία ή τον τόπο εργασίας του.
Αν το πρόσωπο δεν βρίσκεται ή αρνηθεί την παραλαβή, η επίδοση πραγματοποιείται με θυροκόλληση. Ο επιμελητής επικολλά το έγγραφο στην πόρτα της κατοικίας και συντάσσει έκθεση θυροκόλλησης, την οποία υπογράφει και καταθέτει στον δήμο ή στην κοινότητα του τόπου, ώστε να ενημερωθεί ο ενδιαφερόμενος.
Η επίδοση μπορεί να γίνει οπουδήποτε και οποτεδήποτε βρεθεί το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται, ακόμη και εκτός κατοικίας, εφόσον συναινεί. Αν η επίδοση γίνει τη νύχτα (19:00-07:00) ή σε αργία, απαιτείται επίσης συναίνεση, η οποία πρέπει να καταγραφεί ρητά στην έκθεση.
Η έννοια της προθεσμίας στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αποτελεί έναν από τους βασικότερους μηχανισμούς διασφάλισης της τάξης και της ασφάλειας δικαίου στη διαδικασία. Οι προθεσμίες καθορίζουν με ακρίβεια το πότε μπορεί ή πρέπει να γίνει κάθε διαδικαστική πράξη και το πότε ένα δικονομικό δικαίωμα παύει να ασκείται.
Η προθεσμία αρχίζει την επόμενη ημέρα από εκείνη κατά την οποία έγινε η πράξη ή επήλθε το γεγονός που την προκαλεί. Αν, για παράδειγμα, ένα έγγραφο επιδόθηκε τη Δευτέρα, η προθεσμία αρχίζει να μετρά από την Τρίτη.
Η τελευταία ημέρα της προθεσμίας λήγει με το τέλος του ωραρίου λειτουργίας της γραμματείας του δικαστηρίου, δηλαδή την ώρα κατάθεσης του εγγράφου ή την ώρα επίδοσης αν πρόκειται για πράξη που επιδίδεται. Αν όμως η τελευταία ημέρα συμπίπτει με αργία, τότε η προθεσμία παρατείνεται μέχρι την επόμενη εργάσιμη.
Οι προθεσμίες διακρίνονται σε νόμιμες (που προβλέπονται ρητά από τον ΚΠολΔ και δεν μπορούν να παραταθούν ή να συντμηθούν από το δικαστήριο) και σε δικαστικές (που τάσσονται από το δικαστήριο για ενέργειες των διαδίκων ή για προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων, αυτές μπορούν να παραταθούν ή να συντμηθούν, αν υπάρχει σπουδαίος λόγος).
Η παραβίαση νόμιμης προθεσμίας επιφέρει απαράδεκτο ή έκπτωση του δικαιώματος. Αντίθετα, η παράβαση δικαστικής προθεσμίας μπορεί να επιφέρει ακύρωση της πράξης ή κύρωση που ορίζει το δικαστήριο, αλλά όχι πάντα απώλεια δικαιώματος.
Ο υπολογισμός των προθεσμιών διέπεται από μερικούς κανόνες:
- Ημέρα έναρξης δεν υπολογίζεται (αν η πράξη έγινε τη Δευτέρα, η μέτρηση αρχίζει από την Τρίτη).
- Ημέρα λήξης υπολογίζεται ολόκληρη (το δικαίωμα μπορεί να ασκηθεί μέχρι το τέλος της ημέρας).
- Αν ορίζονται «εργάσιμες ημέρες», δεν υπολογίζονται Κυριακές, αργίες και Σάββατα.
- Αν ορίζονται «ημέρες» χωρίς άλλο προσδιορισμό, θεωρούνται ημερολογιακές.
- Αν λήγει σε αργία, μεταφέρεται στην επόμενη εργάσιμη.
Οι προθεσμίες αναστέλλονται κατά τις δικαστικές διακοπές, από 1η Αυγούστου έως 15 Σεπτεμβρίου, εκτός αν αφορούν υποθέσεις επείγουσας φύσης ή διαδικασίες που ρητά εξαιρούνται. Κατά τη διάρκεια της αναστολής, η προθεσμία δεν τρέχει και συνεχίζεται από τη λήξη των διακοπών. Για παράδειγμα, αν μια προθεσμία ξεκινά 20 Ιουλίου για 30 ημέρες, θα «τρέξει» 12 ημέρες έως 1η Αυγούστου, θα παγώσει, και θα συνεχιστεί από 16 Σεπτεμβρίου με τις υπόλοιπες 18 ημέρες.
Επίσης, η προθεσμία μπορεί να διακοπεί λόγω ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος. Στην περίπτωση αυτή, ο διάδικος μπορεί να ζητήσει επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάστασης, αποδεικνύοντας ότι δεν μπόρεσε να ενεργήσει έγκαιρα χωρίς δική του υπαιτιότητα. Η αίτηση επαναφοράς πρέπει να ασκηθεί μέσα σε 30 ημέρες από τότε που εξέλιπε το κώλυμα, και ταυτόχρονα να γίνει και η πράξη που παραλείφθηκε.
Αν μια πράξη γίνει μετά τη λήξη της προθεσμίας, είναι ανυπόστατη ή απαράδεκτη, εκτός αν ο νόμος ρητά προβλέπει διαφορετικά. Το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως την εκπρόθεσμη ενέργεια όταν πρόκειται για προθεσμία δημόσιας τάξης, όπως η προθεσμία άσκησης ένδικων μέσων. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, η καθυστέρηση μπορεί να θεραπευθεί με ρητή ή σιωπηρή συναίνεση του αντιδίκου, αν δεν πρόκειται για προθεσμία που αφορά το ίδιο το παραδεκτό της διαδικασίας.
Η πρόσβαση στη δικαιοσύνη αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα που κατοχυρώνεται και από το Σύνταγμα. Ωστόσο, δεν είναι δεδομένο για όλους, αφού το κόστος μιας δίκης μπορεί να καταστεί απαγορευτικό. Για τον λόγο αυτό ο ΚΠολΔ θεσπίζει τον θεσμό του ευεργετήματος πενίας, δηλαδή τη δυνατότητα του οικονομικά αδύνατου διαδίκου να διεξάγει δίκη χωρίς να επιβαρυνθεί με δικαστικά έξοδα.
Δικαιούχος του ευεργετήματος πενίας μπορεί να είναι κάθε φυσικό πρόσωπο, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, που αποδεικνύει ότι δεν έχει επαρκείς πόρους για να αντιμετωπίσει τα έξοδα της δίκης χωρίς να στερηθεί τα απαραίτητα για τη διαβίωσή του ή της οικογένειάς του. Το δικαίωμα αυτό μπορεί να δοθεί και σε νομικά πρόσωπα κοινωφελή ή που δεν επιδιώκουν κερδοσκοπικό σκοπό και σε ομάδες προσώπων αν αποδεικνύουν ότι με την προκαταβολή των εξόδων γίνεται πια αδύνατη ή προβληματική η εκπλήρωση του σκοπού τους.
Το ευεργέτημα πενίας δεν χορηγείται αυτομάτως, απαιτείται δικαστική κρίση. Το αίτημα εξετάζεται ως προς το αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της οικονομικής αδυναμίας και της πιθανότητας ευδοκίμησης της υπόθεσης.
Η αίτηση για ευεργέτημα πενίας υποβάλλεται πριν από την άσκηση της κύριας αγωγής ή μαζί με αυτήν, στο δικαστήριο όπου θα διεξαχθεί η δίκη. Στην αίτηση επισυνάπτονται α) πιστοποιητικό δημάρχου όπου είναι η κατοικία του αιτούντος για την επαγγελματική, οικονομική και οικογενειακή του κατάσταση και β) πιστοποιητικό οικονομικού εφόρου της κατοικίας του αιτούντος για το τι υπέβαλε ο αιτών την τελευταία τριετία ως δήλωση φόρου εισοδήματος. Όταν δικάζεται η αίτηση, δεν είναι υποχρεωτική η παράσταση με δικηγόρο και μπορεί να διαταχθεί η κλήτευση του αντιδίκου του αιτούντος. Για την παραδοχή της αίτησης αρκεί πιθαναλόγηση, το δικαστήριο μπορεί να ζητήσει συμπληρωματικές αποδείξεις, να εξετάσει μάρτυρες καθώς και τον αιτούντα.
Η αγωγή είναι το μέσο με το οποίο ο ενάγων ζητά από το δικαστήριο να επιλύσει μια ιδιωτική διαφορά. Ασκείται με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου. Το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιλαμβάνει το δικαστήριο στο οποίο απευθύνεται, τα πλήρη στοιχεία των διαδίκων, το αντικείμενο της διαφοράς, τα πραγματικά περιστατικά που τη θεμελιώνουν, το αίτημα και την υπογραφή του πληρεξουσίου δικηγόρου.
Από την κατάθεση και την επίδοση της αγωγής θεμελιώνεται η εκκρεμοδικία, διακόπτεται η παραγραφή και αρχίζει η πορεία της υπόθεσης προς συζήτηση. Η αγωγή που δεν περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία ή δεν έχει επιδοθεί νόμιμα είναι απαράδεκτη.
Η συζήτηση στο ακροατήριο αποτελεί την καρδιά της πολιτικής δίκης. Είναι η στιγμή όπου τα δικόγραφα, οι ισχυρισμοί και τα αποδεικτικά μέσα «συναντιούνται» ενώπιον του δικαστηρίου, και όπου τελικά διαμορφώνεται η δικαστική κρίση. Εδώ, ο ρόλος του δικαστικού υπαλλήλου είναι ουσιώδης, ως γραμματέας της έδρας, εξασφαλίζει ότι η διαδικασία τηρείται νομότυπα, οι πράξεις καταχωρίζονται, και κάθε διάδικος λαμβάνει τον λόγο με σειρά και τάξη.
Μετά την κατάθεση της αγωγής και την ολοκλήρωση των προδικαστικών ενεργειών, ορίζεται η δικάσιμος και οι διάδικοι καλούνται νομίμως να παραστούν. Η επίδοση της κλήσης πρέπει να γίνει τουλάχιστον 60 ημέρες πριν από τη δικάσιμο (ή 30 ημέρες αν ο διάδικος κατοικεί στην ημεδαπή).
Την ημέρα της δικασίμου, μόλις ο πρόεδρος αναγγείλει την υπόθεση, ο γραμματέας καλεί τους διαδίκους. Αν παρίσταται και οι δύο διάδικοι, η συζήτηση διεξάγεται κανονικά. Αν παρίσταται μόνο ένας, η δίκη προχωρά ερήμην του απόντος. Αν απουσιάζουν και οι δύο, η υπόθεση διαγράφεται από το πινάκιο. Ο πρόεδρος στη συνέχεια κηρύσσει την έναρξη της συζήτησης και ζητά από τον γραμματέα να σημειώσει στα πρακτικά τα στοιχεία των παραστάσεων και των πληρεξουσίων δικηγόρων.
Η συζήτηση είναι δημόσια, εκτός αν το δικαστήριο αποφασίσει να γίνει κεκλεισμένων των θυρών για λόγους προστασίας της δημόσιας τάξης, των χρηστών ηθών ή του ιδιωτικού βίου των διαδίκων. Η δημοσιότητα είναι θεμελιώδης δικονομική αρχή, η παρουσία κοινού και η διαφάνεια της διαδικασίας διασφαλίζουν τη νομιμότητα της δίκης.
Η σειρά είναι προκαθορισμένη, ο πρόεδρος αναγιγνώσκει την αγωγή και τις προτάσεις των διαδίκων, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι εκθέτουν προφορικά τα επιχειρήματά τους, ερμηνεύουν τις προτάσεις και σχολιάζουν τα αποδεικτικά μέσα και αν υπάρχουν μάρτυρες, εξετάζονται με τη σειρά που κλητεύθηκαν.
Ο γραμματέας τηρεί πρακτικά, όπου καταγράφει με ακρίβεια την ταυτότητα των παρόντων, τις δηλώσεις και ενστάσεις των διαδίκων, τη μαρτυρική διαδικασία και κάθε ενέργεια του δικαστηρίου. Τα πρακτικά αυτά υπογράφονται από τον πρόεδρο και τον γραμματέα, και αποτελούν αποδεικτικό έγγραφο πλήρους ισχύος για το τι έγινε στη δίκη.
Η δίκη διακόπτεται όταν προκύψει γεγονός που εμποδίζει προσωρινά την πρόοδό της, όπως ο θάνατος ενός διαδίκου ή η απώλεια της δικαστικής του ικανότητας. Η διακοπή διαρκεί έως ότου εμφανιστεί ο νόμιμος διάδοχος ή αποκατασταθεί η ικανότητα. Η επανάληψη γίνεται με δήλωση στη γραμματεία ή με επίδοση δικογράφου στον αντίδικο, που απαγγέλει την πρόθεση συνέχισης. Από τη στιγμή εκείνη, η δίκη συνεχίζεται από το σημείο που είχε διακοπεί.
Η απόφαση συντάσσεται ύστερα από τη διάσκεψη των δικαστών. Πρέπει να είναι έγγραφη, να περιλαμβάνει την αιτιολογία και το διατακτικό, και να υπογράφεται από τον πρόεδρο και τον γραμματέα. Η δημοσίευση γίνεται σε δημόσια συνεδρίαση με ανάγνωση του διατακτικού και από εκείνη τη στιγμή η απόφαση αποκτά ισχύ.
Αν η απόφαση περιέχει πρόδηλα σφάλματα (όπως αριθμητικά ή γραμματικά), μπορεί να διορθωθεί είτε αυτεπαγγέλτως είτε μετά από αίτηση διαδίκου. Η αίτηση διόρθωσης δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα και δεν θεωρείται ένδικο μέσο.
Όμως, η απόφαση ενός δικαστηρίου δεν αποτελεί πάντα το οριστικό τέλος μιας υπόθεσης. Ο νομοθέτης, αναγνωρίζοντας την ανθρώπινη πιθανότητα λάθους ή ελλιπούς κρίσης, έχει προβλέψει μηχανισμούς ελέγχου και διόρθωσης μέσα από τα λεγόμενα ένδικα μέσα.Με αυτά, ο διάδικος που θεωρεί ότι αδικήθηκε μπορεί να ζητήσει εκ νέου κρίση από ανώτερο δικαστήριο.
Το κυριότερο και συχνότερο ένδικο μέσο είναι η έφεση, με την οποία επιδιώκεται νέα εξέταση της υπόθεσης, τόσο ως προς τα πραγματικά όσο και ως προς τα νομικά ζητήματα. Η έφεση αποσκοπεί όχι μόνο στην προστασία των δικαιωμάτων του διαδίκου, αλλά και στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης συνολικά, διασφαλίζοντας ενότητα στη νομολογία και αξιοπιστία στον δικαστικό μηχανισμό.
Έφεση επιτρέπεται μόνο κατά οριστικών αποφάσεων πρωτοβάθμιων δικαστηρίων που επιδικάζουν, απορρίπτουν ή ρυθμίζουν δικαιώματα. Δεν χωρεί κατά μη οριστικών ή παρεμπιπτόντων αποφάσεων, εκτός αν ορίζει διαφορετικά ον νόμος (π.χ. κατά απόφασης που αναστέλλει τη δίκη). Η έφεση ασκείται ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, αλλά απευθύνεται στο ανώτερο δικαστήριο. Δηλαδή, κατά αποφάσεων του Μονομελούς ή Πολυμελούς Πρωτοδικείου, η έφεση εκδικάζεται από το Εφετείο.
Η προθεσμία για την έφεση είναι τριάντα (30) ημέρες, αν ο εκκαλών κατοικεί στην Ελλάδα, και ενενήντα (90) ημέρες, αν κατοικεί στο εξωτερικό. Η προθεσμία αρχίζει από την επίδοση της απόφασης, αν δεν έχει επιδοθεί, η έφεση μπορεί να ασκηθεί μέσα σε δύο (2) έτη από τη δημοσίευσή της.
Η εμπρόθεσμη άσκηση της έφεσης είναι κρίσιμη, αν γίνει εκπρόθεσμα, απορρίπτεται ως απαράδεκτη και η υπόθεση κλείνει οριστικά. Η κατάθεση γίνεται στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, και εκεί συντάσσεται έκθεση έφεσης, η οποία υπογράφεται από τον διάδικο ή τον πληρεξούσιο του και τον γραμματέα.
Η έφεση αναφέρει με σαφήνεια την προσβαλλόμενη απόφαση, το μέρος αυτής που προσβάλλεται (όλο ή τμήμα της), τους λόγους της έφεσης, δηλαδή τα νομικά ή πραγματικά σφάλματα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Οι λόγοι αυτοί μπορεί να αφορούν εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων, παραβίαση ουσιαστικού δικαίου, ακυρότητα διαδικασίας ή παράλειψη αιτιολογίας.
Το εφετείο μπορεί να επικυρώσει την πρωτόδικη απόφαση, να την εξαφανίσει ολικά ή μερικά ή να εκδώσει νέα απόφαση ή να παραπέμψει την υπόθεση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Αν εξαφανιστεί η πρωτόδικη απόφαση, θεωρείται σαν να μην υπήρξε ποτέ, και το εφετείο κρίνει την υπόθεση εξ αρχής.
Πέρα από την έφεση, ο ΚΠολΔ προβλέπει και άλλα ένδικα μέσα, με διαφορετικό σκοπό: α) ανακοπή ερημοδικίας (όταν η απόφαση εκδόθηκε ερήμην του διαδίκου), αναψηλάφηση (όταν προκύψουν νέα κρίσιμα στοιχεία ή αποδειχθεί δόλος/πλαστογραφία), γ) αναίρεση (ασκείται ενώπιον του Αρείου Πάγου, ελέγχει μόνο νομικά σφάλματα, όχι τα πραγματικά περιστατικά) και δ) ανακοπή κατά εκτέλεσης (δεν στρέφεται κατά της απόφασης, αλλά κατά πράξεων εκτέλεσης, ελέγχοντας τη νομιμότητά τους).
Καλή επιτυχία στους ΠΕ μας αύριο!!!!



