Ακόμη και μισή ώρα λιγότερος ύπνος μπορεί να είναι καθοριστικός για την υγεία και ευεξία των παιδιών και εφήβων και όχι μόνο των βρεφών.
Ο ανεπαρκής ή κακής ποιότητας ύπνος συνδέεται με μια σειρά δυσάρεστες σωματικές και ψυχολογικές επιπτώσεις σε βρέφη, παιδιά και εφήβους. Τώρα όμως, διερευνάται η επίπτωσή του και σε άλλους δείκτες υγείας που σχετίζονται περισσότερο με την ποιότητα ζωής, σωματικά, ψυχολογικά και κοινωνικά.
Οι μέχρι τώρα έρευνες έχουν εστιάσει σε διαταραχές του ύπνου όπως η άπνοια, η αυπνία κλπ, ή συνδέουν την ποιότητα του ύπνου με τα τεστ γνώσεων ή τη ρύθμιση της διάθεσής τους.
Όμως από τις αναφορές των γονέων, η παραμικρή στέρηση ύπνου από την καθυστέρηση να πέσουν στο κρεβάτι ή την συνέχιση του ύπνου για όλη τη νύχτα χωρίς διακοπές, επηρεάζει την ποιότητα ζωής και των μεγαλύτερων παιδιών.
Οι μέχρι τώρα μελέτες που συνέδεαν την διάρκεια του ύπνου με την ποιότητα ζωής των παιδιών, δεν προσδιόριζαν τις αιτίες, ενώ μελέτη που μέτρησε τον ύπνο με ειδικό εξοπλισμό, δεν διερεύνησε την ποιότητα ζωής τους. Μελέτες αυτοαξιολόγησης πάντως, συνέδεσαν τον κακής ποιότητας ύπνο με μειωμένη ποιότητα ζωής.
Τώρα όμως, δευτερεύουσα ανάλυση μιας τυχαιοποιημένης μελέτης στην οποία συμμετείχαν 100 υγιή παιδιά ηλικίας 8 έως 12 ετών, έδειξε ότι 39 λεπτά λιγότερος ύπνος τη νύχτα, οδήγησε σε σημαντικά χαμηλότερη σωματική και συνολική ευεξία, μειωμένη ικανότητα να αντεπεξέλθουν καλά στο σχολείο και συνολική ποιότητα ζωής που σχετίζεται με την υγεία, ειδικά σε παιδιά με διαφορά ύπνου τουλάχιστον 30 λεπτών.
Το εύρημα έκανε τους ειδικούς να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι ο επαρκής ύπνος καλής ποιότητας, αποτελεί σημαντικό ζήτημα για την υγεία του παιδιού.
Στη μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο JAMA, μετείχαν 100 παιδιά ηλικίας 8 έως 12 ετών (μέση ηλικία 10,3 έτη) που ζούσαν στο Dunedin της Νέας Ζηλανδίας. Κανένα παιδί δεν είχε υποκείμενες ιατρικές παθήσεις και είχε φυσιολογικό ύπνο (8-11 ώρες/νύχτα).
Οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Όταγκο της Νέας Ζηλανδίας και το Παιδιατρικό Νοσοκομείο του Σινσινάτι στο Οχάιο των ΗΠΑ, υπέβαλαν τα παιδιά σε εναλλασσόμενες εβδομάδες με μείωση και παράταση ύπνου, με μία εβδομάδα διάλειμμα ενδιάμεσα, στο σπίτι τους, από τον Οκτώβριο του 2018 ως τον Μάρτιο 2020. Οι ώρες ύπνου ήταν μία ώρα αργότερα (μείωση ύπνου) και μία ώρα νωρίτερα (παράταση ύπνου) από το συνηθισμένο ανά εβδομάδα. Οι ώρες αφύπνισης παρέμειναν αμετάβλητες. Ο ύπνος μετρήθηκε με υπνογράφημα.
Τα παιδιά και οι γονείς βαθμολόγησαν τις διαταραχές ύπνου του παιδιού τη νύχτα και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν την επόμενη ημέρα χρησιμοποιώντας συγκεκριμένες κλίμακες μέτρησης.
Κατά τη διάρκεια της εβδομάδας περιορισμού ύπνου, τα παιδιά κοιμήθηκαν περίπου 64 λεπτά αργότερα (από 58-70 λεπτά αργότερα) και ως αντιστάθμισμα στην καθυστέρηση, ο χρόνος αφύπνισης ήταν 18 λεπτά αργότερα (από 13-24 λεπτά αργότερα), που σημαίνει ότι τα παιδιά είχαν 39 λεπτά λιγότερα (από 32-46 λεπτά) ύπνου τη νύχτα. Σε σύγκριση με την εβδομάδα επιπλέον ύπνου, η μέγιστη διαφορά σε χρόνο στέρησης ύπνου, ήταν μεταξύ 64-78 λεπτών με μέση απώλεια τα 71 λεπτά.
Τόσο οι γονείς όσο και τα παιδιά, ανέφεραν σημαντικά λιγότερες διαταραχές ύπνου τη νύχτα, αλλά μεγαλύτερες επιπτώσεις κατά τη διάρκεια της ημέρας που είχε προηγηθεί περιορισμός του ύπνου.
Τα κυριότερα ζητήματα που αντιμετώπισαν τα παιδιά από τη στέρηση ύπνου ήταν η μειωμένη σωματική ευεξία μέχρι και 72%, μειωμένη αντοχή στο σχολικό περιβάλλον κατά 74%, μείωση στην ποιότητα ζωής τους σε σχέση με την υγεία τους κατά 79%, ενώ επιπλέον παρατήρησαν και μείωση της κοινωνικής υποστήριξης των συνομηλίκων τους κατά 76%.
Αυτά τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ακόμη και 39 λεπτά λιγότερο ύπνο τη νύχτα για μια εβδομάδα συνεχόμενα, μείωσε σημαντικά αρκετές πτυχές της ποιότητας ζωής που σχετίζεται με την υγεία των παιδιών.